Της Ρένας Δούρου, Δημοσιεύθηκε στο www.aixmi.gr, Δευτέρα 9 Μαΐου 2011
Οι εξεγερμένοι, σήμερα, λαοί του αραβικού κόσμου σίγουρα πρέπει να αντιμετωπίζουν τη Μόσχα εξόχως επιφυλακτικά, καθώς μέχρι στιγμής η στάση της είναι σαφώς υπέρ της διατήρησης του στάτους κβο. Με άλλα λόγια, η Ρωσία των Μεντβέντεβ και Πούτιν είναι μια δύναμη της συντήρησης και της αποφυγής κάθε είδους ανατροπής. Είτε πρόκειται για την Αίγυπτο είτε για τη Λιβύη, η Μόσχα δεν ξεφεύγει από τη διπλωματική, μετρημένη, «στρογγυλεμένη» γλώσσα έναντι του κύματος των εξεγέρσεων που σαρώνει τον αραβικό κόσμο, ενώ την ίδια στιγμή επιχειρεί τον «εκρωσισμό» του περιβάλλοντός της, αυτή τη φορά με οικονομικά μέσα, για τους ίδιους γεωπολιτικούς λόγους που μετά από το 1945 επεδίωξε και δημιούργησε την «ασπίδα» των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.
Γνωρίζω ότι αρκετοί αναλυτές αλλά και συμπολίτες μας, αναπολώντας ίσως την εποχή του διπολισμού, όταν όλα ήσαν πιο σαφή και οι επιλογές πιο εύκολες, τρέφουν, έναντι της Μόσχας, μια σχετικά επιεικέστερη στάση από ό,τι έναντι άλλων δυνάμεων – κυρίως των ΗΠΑ, στις οποίες καταλογίζονται τα πάντα: Από απληστία ως αδυναμία.
Ωστόσο, πρέπει να παραδεχθούμε -και η περίπτωση των εξεγέρσεων στις αραβικές χώρες είναι ενδεικτική- ότι η Μόσχα είναι πλέον ξεκάθαρα η δύναμη που επιθυμεί τη διατήρηση της σημερινής κατάστασης στη Μέση Ανατολή της διαφθοράς και του αυταρχισμού και την αλλαγή του περιβάλλοντός της, με όρους υποτέλειας για τους γείτονές της (βλ. Ουκρανία, Γεωργία, κ.ά.).
Έτσι, στις παρεμβάσεις της για τη Μέση Ανατολή, ακολουθεί την κλασική προσέγγιση, που δίνει έμφαση στην ακεραιότητα των συνόρων, αποφεύγοντας την όποια κριτική έναντι των δομών και του χαρακτήρα της εξουσίας, έστω κι αν αυτή έχει να κάνει με καθεστώς κλεπτοκρατίας, όπως συνέβη στην Τυνησία, ή με ένα αυταρχικό και διεφθαρμένο καθεστώς τύπου Μουμπάρακ ή με εξουσία που δεν διστάζει να στρέψει τα όπλα κατά των πολιτών της, όπως συνέβη στη Λιβύη και στη Συρία. Το πώς διαχειρίζεται το εσωτερικό της μια εξουσία είναι κάτι που σίγουρα δεν απασχολεί τη Μόσχα, από τη στιγμή που η κρίση δεν κινδυνεύει να διαχυθεί κοντά στα σύνορά της. Αυτή είναι, άλλωστε, και η στάση της αναφορικά με τη Συρία, μια σύμμαχό της, όπως και σύμμαχο του Ιράν. Έτσι, στις 28 Απριλίου ο αναπληρωτής πρεσβευτής της Ρωσίας στον ΟΗΕ, Αλεξάντερ Πανκίν δήλωνε ότι «η κρίση στη Συρία δεν αντιπροσωπεύει απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια», υπογραμμίζοντας ότι «πραγματική απειλή για την περιφερειακή ασφάλεια θα μπορούσε να προκύψει από μια εξωτερική ανάμειξη». Το μήνυμα ήταν σαφές και προς συγκεκριμένους παραλήπτες: Να μην επαναληφθεί η επιχείρηση των ΝΑΤΟϊκών που βρίσκεται σε εξέλιξη σήμερα στη Λιβύη. Δεν είναι διόλου σίγουρο ότι οι διαδηλωτές, στη Συρία επιθυμούν μια παρεμφερή ξένη επέμβαση υπέρ του αγώνα τους, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να ακούσουν κάποιο ενθαρρυντικό λόγο από τη Μόσχα, για την οποία η προτεραιότητα είναι η διατήρηση του σημερινού στάτους.
Παρόμοια ήταν, άλλωστε, και η στάση της έναντι του καθεστώτος Μουμπάρακ. Σε καμιά στιγμή δεν έδειξε την παραμικρή συμπάθεια στους χιλιάδες διαδηλωτές της πλατείας Ταχρίρ, στο Κάιρο. Σε επικοινωνία με τον Αιγύπτιο ομόλογό του, στις 3 Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος Μεντβέντεφ είχε εκφράσει απλά την «ευχή και την ελπίδα, η παρούσα δύσκολη περίοδος στη ζωή της φιλικής Αιγύπτου να ξεπεραστεί σύντομα δια της ειρηνικής και εντός νομίμων πλαισίων διευθέτησης των προβλημάτων που υπάρχουν». Ο δε εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ την ίδια ημέρα ξεκαθάριζε ότι η Μόσχα «δεν δίνει συμβουλές» σε μια «φιλική χώρα», όπως η Αίγυπτος, και έκανε έκκληση για την όσο το δυνατόν συντομότερη «εξομάλυνση» της κατάστασης, προς όφελος της «σταθερότητας» στη Μέση Ανατολή.
Στην περίπτωση της Λιβύης, επέλεξε την εύκολη τακτική της υποκρισίας: Αν και μπορούσε, τελικά δεν απέτρεψε (με το βέτο της) την ψήφιση της απόφασης 1973 για την προστασία των αμάχων «με όλα τα μέσα», για να την επικρίνει αμέσως μετά την ψήφισή της. Εθνικά συμφέροντα μιας μεγάλης δύναμης, θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς. «Μεγάλης»; Αν παρακολουθούσε κανείς στις 20 Απριλίου την ομιλία του Βλαντιμίρ Πούτιν ενώπιον της Δούμας, θα ξεχώριζε την εξαγγελία περί διπλασιασμού της παραγωγής σε στρατηγικούς και τακτικούς πυραύλους από το 2013. Η ανακοίνωση είναι εντυπωσιακή – πόσοι, όμως, γνωρίζουν ότι η δεύτερη παγκοσμίως σε εξαγωγές όπλων χώρα αγοράζει οπλισμό από χώρες του ΝΑΤΟ; Ή, πόσοι ξέρουν ότι οι υποδομές της εξοπλιστικής της βιομηχανίας είναι σε κακή κατάσταση; Ότι το επίπεδο επενδύσεων και έρευνας για νέες τεχνολογίες, στον τομέα αυτό, είναι δέκα φορές κατώτερο από εκείνο των δυτικών χωρών; Αν, πράγματι, ο Πούτιν θέλει να καλύψει την τεχνολογική καθυστέρηση της χώρας του, πρέπει να επιστρέψει στη σοβιετική λογική, που οδήγησε στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, των «περισσότερων τανκς, λιγότερων ψυγείων»…
Και μόνο μέσα από αυτή την προσέγγιση της «επικίνδυνα εξοπλισμένης δύναμης» μπορεί να εκφοβίσει τους γείτονές της προκειμένου να αναβιώσει ένα περιβάλλον που να θυμίζει εκείνο της σοβιετικής επιρροής… Προς το παρόν, πάντως, η Μόσχα αγοράζει από το εξωτερικό ό,τι δεν καταφέρνει να κατασκευάσει και παραμένει μια μεγάλη «δύναμη» που δίνει μάχες οπισθοφυλακών…