Συνέντευξη της Ρένας Δούρου στον Μάνο Οικονομίδη για την ηλεκτρονική εφημερίδα Statesmen (http://www.statesmen.gr), 3 Φεβρουαρίου 2011
Προφανώς και αποτελεί κοινότυπη διατύπωση το συμπέρασμα ότι, στα χρόνια του Μνημονίου, της εθνικής απελπισίας και των αδιεξόδων, η ζωή όλων μας άλλαξε. Λιγότερο ή περισσότερο. Έτσι άλλαξε και η πολιτική. Τόσο ως ιδεολογική αφετηρία και προσέγγιση, όσο και ως μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης της πραγματικότητας και περιγραφής του μέλλοντος.
Σε αυτήν ακριβώς τη νέα εθνική πραγματικότητα, η Αριστερά κολυμπάει σε άγνωστα, μέχρι πρότινος, νερά. Ευημερεί στις δημοσκοπήσεις, σε σημείο που αν κάποιος επιχειρήσει μια αυθαίρετη πρόσθεση ποσοστών, η οποία φυσικά δεν έχει πραγματικό, αλλά ούτε και πολιτικό αντίκρισμα, θα δει την Ενωμένη Αριστερά σε ρόλο Αξιωματικής Αντιπολίτευσης της επόμενης Βουλής, πίσω από τη Νέα Δημοκρατία και μπροστά από το ΠΑΣΟΚ.
Η Αριστερά λοιπόν, εκ των πραγμάτων υποχρεούται να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της ρητορικής της, από την «αντίσταση και πάλη», στη διατύπωση αξιόπιστων εναλλακτικών προτάσεων διακυβέρνησης. Ή… συγκυβέρνησης.
Η Ρένα Δούρου, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας και υπεύθυνη Ευρωπαϊκής Πολιτικής του Συνασπισμού, η οποία δραστηριοποιείται και ως σύμβουλος εκδόσεων, καταγράφει στο Statesmen τις θέσεις μιας Αριστεράς που θέλει να δει πιο μακριά από το μέλλον.
– Ο Όσκαρ Λαφοντέν είχε υποστηρίξει ότι η καρδιά χτυπάει Αριστερά. Με την πάροδο των ετών, πόσο απομακρύνθηκε η Ευρώπη από τη συνεπή διεκδίκηση της διαμόρφωσης μιας Ένωσης αλληλεγγύης και σύνθεσης, που να αγκαλιάζει τους πολίτες της, αντί να αναζητεί την κρυμμένη πίσω από απρόσωπους αριθμούς ευημερία;
«Δεν είμαι σίγουρη ότι υπήρξε ποτέ στην Ευρώπη μια τόσο ειδυλλιακή περίοδος, σαν κι αυτή που περιγράφετε. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι σε σχέση με τα πρώτα βήματα, σήμερα σημειώνεται σοβαρή οπισθοδρόμηση σε οικονομικό αλλά κυρίως σε πολιτικό επίπεδο. Που είναι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, που είναι το πνεύμα της συνεργασίας, της αλληλοστήριξης της εποχής του Ζαν Μονέ, του Ρομπέρ Σουμάν αλλά και πιο πρόσφατα, εκείνης του Ντελόρ, του Κολ ή του Μιτεράν; Αντιθέτως, εκείνο που επικρατεί σήμερα είναι το τιμωρητικό πνεύμα της κ. Μέρκελ που εμμένει σε μια γερμανική Ευρώπη και όχι σε μια ευρωπαϊκή Γερμανία. Ο Όσκαρ Λαφοντέν, που γνωρίζει σε βάθος το γερμανικό μοντέλο το οποίο στηρίζεται στην χρόνια καθήλωση των μισθών, έχει επαναλάβει πολλές φορές ότι είναι μέγα λάθος η εξαγωγή του γιατί αποτελεί «δηλητήριο» για την Ευρώπη».
– Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, η Ελλάδα βρέθηκε και πάλι στο περιθώριο. Σαν να είναι το άτακτο παιδί, που το μαλώνουν όλοι. Το πρόβλημα όμως δεν έχει προ πολλού υπερβεί τα στενά όρια της Ελλάδας; Μήπως θα έπρεπε να «μαλώνουν» οι Ευρωπαίοι τις δικές τους αδιέξοδες πολιτικές πρακτικές και στοχεύσεις;
«Το πρόβλημα ποτέ δεν ήταν αμιγώς ελληνικό, όπως ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι κκ Παπανδρέου, Πάγκαλος, Παπακωνσταντίνου, όταν περιφέρονταν στα διεθνή φόρα, διασύροντας την Ελλάδα, λέγοντας ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, διεφθαρμένοι, σπάταλοι, κοκ. Αντιθέτως, εμείς, στον ΣΥΡΙΖΑ και το κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς από την αρχή λέγαμε ότι η κρίση που έπληξε την χώρα μας είναι δομική, συστημική και ότι αφορά συνολικά τον τρόπο που έχει στηθεί η ευρωοικοδόμηση. Ότι έχει δηλαδή στηθεί στις λάθος βάσεις του Συμφώνου Σταθερότητας – που μόνο σταθερότητα αποδεικνύεται ότι δεν προσφέρει. Όλα αυτά τα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας, περί πληθωρισμού στο 3%, χρέους στο 60% του ΑΕΠ, ελλείμματος στο 3%, τα οποία πλέον αυστηροποιούνται με το πρόσφατο Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας, καθώς θα έχουμε και σχεδόν αυτόματες κυρώσεις καθώς και εγγραφή στα Συντάγματα της υποχρέωσης για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, δείχνουν ότι η σημερινή Ευρώπη βαδίζει ολοταχώς προς τον γκρεμό. Τη διάλυση της ευρωζώνης αλλά, και τούτο είναι το κυριότερο, τη φτωχοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, το τέλος του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου».
– Το Μνημόνιο υπήρξε αναγκαίο κακό; Και αν ναι, που δίνετε την έμφαση; Στο «αναγκαίο» ή στο «κακό»;
«Το πρώτο μνημόνιο, γιατί, ας μη ξεχνάμε ότι μας έρχεται και δεύτερο, με τη νέα δανειακή σύμβαση, το οποίο θα είναι τρισχειρότερο, δεν ήταν καθόλου αναγκαίο ενώ προσέφερε κάκιστες υπηρεσίες. Ως αναγκαίο μας το παρουσίασε ο κ. Παπανδρέου, που εκβιαστικά πέρασε από το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» στο «μνημόνιο ή χρεοκοπία» ενώ ο κ. Πάγκαλος παρατηρούσε ότι το μνημόνιο είναι «ευλογία»! Το πόσο ευλογία ήταν το ζούμε όλοι μας καθημερινά, με τα παιδιά να λιποθυμούν από ασιτία στα σχολεία, τους άστεγους να πολλαπλασιάζονται στους δρόμους της Αθήνας, τον έναν στους δύο νέους να είναι άνεργος. Τελικά υποστήκαμε και το μνημόνιο και τη χρεοκοπία. Και είμαστε ακόμη στην αρχή του κακού…».
– Ποια λογική υπαγορεύει την επιμονή της τρόικας στην υλοποίηση μέτρων που, τόσο αποσπασματικά, όσο και σαν γενικό πλαίσιο, στερούνται αναπτυξιακού προσανατολισμού; Βαθαίνουν την ύφεση, αντί να λειτουργούν ως φρένο;
«Πρόκειται για τη λογική της τυφλής εφαρμογής ενός μοντέλου, που από την Αργεντινή ως την Ασία, έχει αποδειχθεί λάθος και καταστροφικό για τις κοινωνίες. Το μοντέλο του ΔΝΤ, στο οποίο συμφωνούν ΕΚΤ και Κομισιόν, με τις ευλογίες της Γερμανίας, δίνει έμφαση στο χρέος και τη δημοσιονομική αυστηρότητα, σαν να ήσαν αυτά τα βασικά προβλήματα και όχι στην ανάπτυξη, την απασχόληση και την αλληλεγγύη. Αυτή η εμμονή δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο, σχετίζεται με τη λειτουργία γενικότερα του οικονομικού συστήματος, των χρηματοπιστωτικών αγορών, των τραπεζών. Και η σημερινή Ευρώπη έχει σαφέστατα κάνει την επιλογή της: έχει επιλέξει συνειδητά να είναι στο πλευρό των τραπεζιτών, των αγορών, των κερδοσκόπων και όχι των πολιτών και των κοινωνιών».
– Ο Μαχάτμα Γκάντι συνήθιζε να λέει ότι «πρέπει να γίνουμε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε». Το ερώτημα με την Ελλάδα του 2012 είναι αν πράγματι θέλουμε να αλλάξουμε; Και αν θέλουμε να αλλάξουμε, ποια είναι η μεθοδολογία, από τη στιγμή που το Μνημόνιο αποδείχτηκε η λάθος απάντηση;
«Οι τεράστιες και ιστορικές ευθύνες του Γιώργου Παπανδρέου και της κυβέρνησής του καθώς και εκείνες της σημερινής, του μη εκλεγμένου πρωθυπουργού, κ. Λ. Παπαδήμου, που στηρίζεται από το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και το ΛΑΟΣ, είναι ότι «κατάφεραν» να ταυτιστεί η ζωτικής σημασίας ανάγκη για αλλαγή στη χώρα μας, με τα εκτρωματικά μέτρα που συνεπάγεται το πρώτο αλλά και το επερχόμενο μνημόνιο. Μέτρα που έχουν ήδη οδηγήσει στην απόγνωση και την καταστροφή χιλιάδες νοικοκυριά, στην ανεργία τους μισούς και πλέον νέους, στη φτώχεια και την εξαθλίωση όλο και περισσότερους πολίτες.
Ωστόσο αλλαγή χρειάζεται. Όχι όμως στην κατεύθυνση που υποδεικνύουν οι κκ Παπαδήμος, Παπανδρέου, Σαμαράς και Καρατζαφέρης.
Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται στροφή 180 μοιρών. Στην κατεύθυνση όμως όχι της λιτότητας και των περικοπών δημοσίων δαπανών, όπως γίνεται εδώ και πάνω από δύο χρόνια, αλλά σε εκείνη των δημοσίων επενδύσεων, της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών από ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό δημόσιο τομέα, απαλλαγμένο από τη διαφθορά και τα πελατειακά φαινόμενα που καλλιέργησαν συστηματικά ΠΑΣΟΚ και ΝΔ από τη μεταπολίτευση ως σήμερα.
Με λίγα λόγια χρειαζόμαστε ένα εντελώς διαφορετικό από το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης με έμφαση στην προστασία της εργασίας, έναν δυναμικό δημόσιο τομέα παράγοντα ανάπτυξης και αναδιανομή του πλούτου. Απαραίτητη είναι όμως η πολιτική βούληση. Γιατί, για παράδειγμα, τι εμπόδισε τόσες δεκαετίες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ να συντάξουν περιουσιολόγιο, αν όχι τα πελατειακά συμφέροντα που και τα δύο εξυπηρετούν;».
– Κρίνοντας από τη συνολική πολιτική στάση της Γερμανίας, μάλλον ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, αν ζούσε στις μέρες μας, δεν θα δήλωνε με τόση περηφάνια ότι «είμαστε όλοι Βερολινέζοι»;
«Η συγκεκριμένη φράση εκφωνήθηκε σε μια περίοδο όπου κορυφωνόταν ο ανταγωνισμός ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Τότε η Δυτική Γερμανία αποτελούσε ζωτικό σύμμαχο των ΗΠΑ, καθώς φιλοξενούσε αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός της. Η ειρωνεία είναι ότι σήμερα, στο πλαίσιο του οικονομικού πολέμου που βιώνουμε, η Γερμανία έχει… αυτονομηθεί και προωθεί ανελαστικές πολιτικές που εμμένουν, για παράδειγμα, στο να μην λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως έσχατος δανειστής των κρατών, όπως της ζητά να κάνει η Ουάσινγκτον. Σήμερα, με άλλα λόγια, το Βερολίνο μοιάζει περισσότερο ιδεοληπτικό, εγωκεντρικό, αρνούμενο να διαφυλάξει τα χαρακτηριστικά εκείνα που συνιστούσαν ως πρόσφατα το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Και δεν είναι τυχαίο ότι πρώην καγκελάριοι, όπως οι Σμιτ και Κολ, σοσιαλδημοκράτης και χριστιανοδημοκράτης αντίστοιχα, έχουν επικρίνει σκληρά την ευρωπαϊκή πολιτική της κ. Μέρκελ, επιρρίπτοντας της τις ευθύνες για το βάθεμα της κρίσης…».
– Στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, η Αριστερά ευημερεί, τουλάχιστον δημοσκοπικά. Από τον «άλλο πόλο», εξελίσσεται σε δυνητικό διαχειριστή της εξουσίας. Πόσο έτοιμη είναι η Αριστερά να… κατέβει από το βουνό;
«Εκείνο που μας ενδιαφέρει στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις αλλά να μπορέσει να βγει η κοινωνία μας από τον καιάδα που την έχουν ρίξει οι πολιτικές των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου. Για το σκοπό αυτό, τόσο στη δική μας Βουλή όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω του κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις και αναλάβει πρωτοβουλίες, και για τη διέξοδο στην Ελλάδα αλλά και τον απεγκλωβισμό της κρίσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Γιατί όπως επαναλαμβάνουμε εδώ και 24 μήνες, το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό. Και σε αυτό το επίπεδο θα επιλυθεί.
Θέλω να πω δηλαδή ότι πλέον οι προτάσεις και οι πρωτοβουλίες μας αποδεικνύουν ακόμη και στους κακόπιστους που πιπιλάνε την γνωστή καραμέλα έλλειψης προτάσεων από την Αριστερά, ότι δεν πρόκειται για συνθήματα αλλά για ρεαλιστικές κατευθύνσεις που μπορούν να καταστήσουν τη χώρα μας αφετηρία για ευρύτερες αλλαγές στην Ευρώπη».
– Θα ζήσουν οι δικές μας γενιές τη ρεβάνς της Αριστεράς απέναντι στο ΠΑΣΟΚ; Θα δούμε το 1981 αντεστραμμένο, με την Αριστερά να απαλλοτριώνει την κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ, όπως έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου με το ΚΚΕ, στα χρόνια της Αλλαγής;
«Στις κρίσιμες και δραματικές ώρες που βιώνει η κοινωνία μας, δεν έχουν θέση ρεβανσιστικές τάσεις. Το ζητούμενο, το επείγον σήμερα είναι η αναστροφή της πορείας μέσα από την άμεση διενέργεια εκλογών. Σήμερα η σύνθεση της Βουλής βρίσκεται σε καταφανή αναντιστοιχία με το λαϊκό αίσθημα, όπως αυτό αποτυπώνεται συστηματικά σε όλες τις δημοσκοπήσεις. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν εκφράζουν πλέον ούτε το… 1/5 των πολιτών… Παρόλα αυτά, από τη μια στο ΠΑΣΟΚ ασχολούνται με τη διαδοχή του κ. Παπανδρέου και από την άλλη η ΝΔ συνεχίζει τη σχιζοφρενική πολιτική της άσκησης συγκυβέρνησης και αντιπολίτευσης μαζί! Παράλληλα, μαζί με τον κ. Καρατζαφέρη ετοιμάζονται να δώσουν το «πράσινο φως» στα αποτελέσματα της δήθεν διαπραγμάτευσης που έκανε ο κ. Παπαδήμος και θα δώσουν τη χαριστική βολή στην κοινωνία μας για τις ερχόμενες δεκαετίες…»
– Η Αριστερά όμως ακριβώς στην κρίσιμη τούτη περίοδο εμφανίζεται κατακερματισμένη…
«Πράγματι. Οι ευθύνες των ηγεσιών της Αριστεράς είναι σήμερα ιστορικές. Η πρόταση που έχει απευθύνει ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, για αντιμνημονιακό μέτωπο παραμένει περισσότερο επίκαιρη από ποτέ.
Ο ιστορικός ηγέτης της ιταλικής Αριστεράς, Πιέτρο Ινγκράο έχει άλλωστε επισημάνει ότι η «αγανάκτηση δεν αρκεί», κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να αναλάβουμε κοινές πρωτοβουλίες προκειμένου αυτή η αγανάκτηση να αρθρωθεί σε σαφή πολιτικά προτάγματα και διεκδικήσεις. Και αυτό μπορεί να γίνει πολύ αποτελεσματικότερα από μια ενωμένη Αριστερά. Οι ηγεσίες του ΚΚΕ και της ΔΗΜΑΡ, που απορρίπτουν την πρόταση ενότητας χωρίς σοβαρά επιχειρήματα, είναι εκτεθειμένες όχι απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά στην ελληνική κοινωνία».
– Κλείνοντας τα μάτια και ατενίζοντας την Ελλάδα του μέλλοντός μας, η Ρένα Δούρου βλέπει…
«Θα ήθελε να δει μια κοινωνία να αναπτύσσεται, να ευημερεί, τους νέους να βρίσκουν δουλειά και να μην είναι αναγκασμένοι να ξενιτεύονται, τις νέες μητέρες να μπορούν να αφήσουν τα παιδιά τους στους βρεφονηπιακούς σταθμούς για να πάνε στη δουλειά τους, τα παιδιά να πηγαίνουν χορτασμένα στο σχολείο, τους μαθητές να διαβάζουν τα μαθήματά τους από βιβλία και όχι να ψάχνουν… cd, στις γωνιές των δρόμων της Αθήνας να μην βρίσκονται νεοάστεγοι. Φοβάμαι ωστόσο ότι πρόκειται για όνειρο. Το μέλλον που μας ετοιμάζουν, αν δεν υπάρξει ανατροπή, είναι σκοτεινό και τραγικό».