fbpx

της Ρένας Δούρου,  Athens Voice Summer Guide 2009

kimolosΧρόνια πίσω, χωρίς κινητά. Ζεστό βράδυ, άπνοια στο λιμάνι της Σερίφου, κι εκείνη η από καιρό ξεχασμένη ανία, που σου φέρνουν οι πολυήμερες διακοπές, να χειροτερεύει. Κάποιος ρίχνει την ιδέα να πάρουμε το καράβι που δένει στις 4 τα ξημερώματα και φτάνει μετά από δεκατρείς ώρες στην Κάρπαθο. Για πότε μαζευτήκαν τα sleeping bags, για πότε έγιναν κόμπο πλαστικές σακούλες του super-market με σάντουιτς και μπύρες -παρηγοριά στο κατάστρωμα-, ούτε που το καταλάβαμε.
Ξημέρωνε πρώτη Αυγούστου και μονάχα κάτω από το φουγάρο υπήρχε θέση να στριμωχτούμε όπως όπως και μετά από αρκετές ώρες νά ‘σου η Μήλος. Και τότε, χωρίς δεύτερη σκέψη, κάποιος είπε πάλι: «κατεβαίνουμε». Για πέντε ώρες βολοδέρναμε σε όλο το νησί να βρούμε ένα μέρος της προκοπής, μα του κάκου. Κι έφτασε μεσημέρι, και νά ‘σου το καράβι και νά ‘σου η πρόταση να ενωθούμε με το σμάρι των απογοητευμένων, για εκ νέου επιβίβαση.
Και τότε πείσμωσα… Από το ξενύχτι, από τον ήλιο, από τη μπαγιάτικη καρπουζόπιτα που δοκίμασα όση ώρα φυλούσα στο καφενεδάκι τα πράγματα των άλλων, που με περισσή αισιοδοξία νόμιζαν ότι θα βρούνε μια σπιθαμή να φουντάρουμε τα σακίδια και να ανακαλύψουμε τις παραλίες του νησιού. «Υπάρχει και η Κίμωλος», έτριξα μέσα από τα δόντια. Για να έρθει η απάντηση, συνοδευμένη από πολλά γέλια: «Ε, όχι. Μόνο εξόριστοι πηγαίνανε εκεί… Είπαμε». Δεν βαστήχτηκα κι απάντησα: «Βολοδέρνετε σαν ξεπεσμένοι Φράγκοι σταυροφόροι. Κι εμείς τι παριστάνουμε εδώ; Είμαστε και ξανθιές, δεν μοιάζουμε με σκλάβες οριεντάλ…».
Ήταν απόγευμα όταν πηδήξαμε από το καΐκι στο λιμανάκι της Κιμώλου. Μια δυνατή ψιχάλα ανακούφιζε την αυγουστιάτικη κουφόβραση και τα αλμυρίκια φωτίζονταν από το παιχνίδι του γκρίζου των σύννεφων και τις ανταύγειες κάποιων μακρινών αστραπών. Ασημένια την είπαν οι Βενετοί, και άλλη λέξη δεν της ταιριάζει. Το τσούρμο ξάφνιασε τα παιδιά που έπαιζαν, χωρίς το φόβο των αυτοκινήτων, στα λιγοστά μέτρα ασφάλτου. Είκοσι μέρες μετά, είχαμε όλοι πισωπατήσει στη θέα μιας λεμπετίνας στο Παλιόκαστρο, είχαμε αφουγκραστεί στη ζεστή πέτρα, εκεί πάνω στο Κάστρο, το συριγμό της μπλε σαύρας. Είκοσι μέρες μετά, ξανά πάνω στο καΐκι χαιρετούσαμε τις παραλίες του Αι Γιώργη, το Ρέμα και την Ψάθη που μας δυσκόλευαν στο κολύμπι, όταν οι σημάντορες άνεμοι ιερουργούσαν. Γνέφαμε στο Σούφι και στα Μοναστήρια, στο Πάνω και στο Κάτω Μερσίνι, και γελάγαμε με την Παναγιώτα που, βάζοντας στοίχημα να φτάσει στα Άμουρα, στην Πολύαιγο, κολυμπώντας βέβαια, συναπαντήθηκε με φώκια. Και τι δεν της είπαν, εκεί στο καφενείο, στο χωριό, ώστε να την καθησυχάσουν για τη μεσογειακή φώκια που βρίσκει φιλόξενα τα νερά του νησιού. Αμετάπειστη εκείνη, βρέθηκε στην Παναγιά την Οδηγήτρια, κι εμείς μαζί να θαυμάζουμε την τέχνη των παλαιολόγειων μαστόρων του 15ου αιώνα. Τα χέρια, τρυπημένα από αχινούς, να σφίγγουν το γέρικο ξύλο της κουπαστής που έτριζε, και τα μάτια να ξεμακραίνουν πέρα εκεί…στο Σκιάδι.
Το αλουμινόχαρτο ανοίγει και τα χέρια ξεσφίγγονται -άλλωστε μπαίνουμε στο λιμάνι της Μήλου-, η κιμωλιάτικη λαδένια που μας φίλεψε η σπιτονοικοκυρά μας δεν έμελλε να φτάσει στην Αθήνα… Φυλαχτό η ανορθόγραφη συνταγή: «Για τη μάνα σου. Όταν ξανάρθεις να τη φέρεις να μου δείξει πως κάνετε χυλοπίτες εσείς οι στεριανοί».

Share This