fbpx

RUBAN BLANCTης Μαρίας Κατσουνάκη, Καθημερινή,  3 Νοεμβρίου 2009

Η λευκή κορδέλα μπαίνει και βγαίνει τελετουργικά από το μπράτσο των παιδιών, εκθέτοντας δημόσια τη συνθήκη της ιδιωτικής ζωής τους. Οπως ανακοινώνει και ο πάστορας πατέρας, στο μάθημα του κατηχητικού, υποχρεώνοντας την τιμωρημένη κόρη του να στέκεται όρθια, με το πρόσωπο στον τοίχο, «η λευκή κορδέλα συμβολίζει την αθωότητα», ούτως ώστε όποιος τη φοράει «να αποφεύγει το ψέμα, την οκνηρία, την απρέπεια». Το κορίτσι καταρρέει από το βάρος μιας ενοχής που δεν μπορεί να σηκώσει, από την παραφορά ενός θυμού που δεν μπορεί να εκφράσει.

Ολα είναι δυσοίωνα στην μικρή κοινωνία του γερμανικού χωριού, αρχές του 20ού αιώνα. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κυοφορείται, όμως εκείνο που κυρίως εκκολάπτεται είναι το αυγό του φιδιού. Μήτρα του ναζισμού είναι η οικογένεια, μοιάζει να λέει ο Μίκαελ Χάνεκε σε μια ταινία που αφήνει το αποτύπωμά της στην κινηματογραφική ιστορία. Η «Λευκή κορδέλα», που προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες, ένα δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη, αυστηρό, αποκαλυπτικό, ιδιοφυές στη σύλληψη και την εκτέλεσή του, ακτινογραφεί την προτεσταντική Γερμανία ως θερμοκήπιο ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.

Τα πολλά παιδιά της ταινίας έχουν όλα ονόματα, αντίθετα από τους ενήλικες που αναφέρονται με τις ιδιότητές τους: ο γιατρός, ο δάσκαλος, ο πάστορας, ο βαρώνος, ο αγρότης, κ.ο.κ. Η κοινωνική δομή στο μικρό χωριό είναι απολύτως ιεραρχική και ο καθένας γνωρίζει τον ρόλο και τη θέση του. Οταν τα «παράξενα γεγονότα» πυκνώνουν –ανεξήγητα ατυχήματα, βασανισμοί παιδιών, ανερμήνευτες συμπεριφορές και εξαφανίσεις προσώπων– κανείς δεν αναρωτιέται περαιτέρω ή δεν εξεγείρεται, καθώς «η ζωή στο χωριό ήταν θέλημα Θεού».

Ανάμεσα στην ενοχή, στην τιμωρία (σωματική και ψυχολογική), η αυστηρή πατριαρχική αντίληψη ταπεινώνει τις γυναίκες και κακοποιεί τα παιδιά. Κι αυτά, με τη σειρά τους, όντας «ανεπιθύμητα», αντιδρούν επώδυνα, αθόρυβα, εκφράζοντας το μίσος τους εναντίον των γονέων και της κοινότητας. Κι όμως. Οταν ο νεαρός δάσκαλος αντιλαμβάνεται την συνωμοσία των ανηλίκων και επιχειρεί να τη φέρει στο φως, η κοινωνία αναδιπλώνεται, αποσιωπά τα εγκλήματα, απειλεί τον «παρείσακτο» με καταδίκη.

Τα παιδιά αλλάζουν βαθμιαία. Βιώνουν τον πόνο, τον φόβο, τη φυλακή, παραμένοντας καλά κρυμμένα σε έναν εαυτό που δεν εκδηλώνεται, δεν αναπτύσσεται. Μόνο τιμωρεί, επαναλαμβάνοντας την οικογενειακή εμπειρία. Φθόνος, ζήλια, οργή, αποστροφή, απελπισία, πένθος. Πώς τα διαχειρίζονται τα παιδιά, το μέλλον της Γερμανίας; Πώς αντιδρούν στην καταπίεση, στην διαρκή ματαίωση κάθε επιθυμίας, είτε προέρχεται από την αφύπνιση του σώματος είτε από την ανάγκη τους για αγάπη;

Αγάπη· να μια συνθήκη που παραμένει σχεδόν ανέκφραστη, περιθωριοποιημένη, ίσως και απαγορευμένη. Η ερωμένη, μαμή και νταντά, δέχεται βουβά τον εξευτελισμό του εραστή–γιατρού. Τη σιχαίνεται, απλώς την ανεχόταν και της το λέει απροκάλυπτα, σε μια σκηνή που σπάει κόκκαλα. Εκείνη, αντιδρά βουβά στην αρχή, με δάκρυα να κυλούν στο στερημένο από τρυφερότητα, στεγνό πρόσωπό της. Οι ερωτήσεις, με τις οποίες «αντεπιτίθεται» ήσυχα, καταρρακωμένη, αλλά όχι ηττημένη, πυκνώνουν την ασθένεια των σχέσεων, της μικρής κοινωνίας; «Γιατί με περιφρονείς; Επειδή σου θυμίζω την αποτυχία σου; Επειδή σε αγαπάω ενώ δεν αντέχεις την αγάπη;»

Ο Αυστριακός σκηνοθέτης ανατέμνει την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα σε συνθήκες σκληρότητας, περιφρόνησης, θρησκευτικών νευρώσεων, προτεσταντικής ηθικής, διαρκών απαγορεύσεων. Κάθε ζωντανή, υγιής ρίζα κόβεται για να αντικατασταθεί από έναν παρά φύση αυταρχισμό. Και όταν η ασθένεια εκδηλώνεται, ο μηχανισμός συγκάλυψης λειτουργεί με απόλυτη συνείδηση.

Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος δολοφονείται στο Σαράγεβο, γεγονός που σημαίνει την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Το μικρό γερμανικό χωριό μαζεύεται ανήσυχο στην εκκλησία. Τα παιδιά της χορωδίας είναι έτοιμα από καιρό, «εκπαιδευμένα» να σηκώσουν το λάβαρο της ναζιστικής Γερμανίας.

Share This