ATHENS VOICE, Edito, Της Κωνσταντίνας Κούνεβα, 18.11.2009
Στο δωμάτιό μου έρχεται συνέχεια κόσμος, δεν μου μένει ούτε λεπτό, είτε μιλάω στο τηλέφωνο είτε είμαι με ανθρώπους που με επισκέπτονται. Δεν κουράζομαι γιατί είμαστε άνθρωποι και χρειαζόμαστε συμπόνια και συντροφικότητα. Αυτό φέρνει χαρά και ευτυχία. Σε όλη μου τη ζωή έχω μάθει να είμαι με τον κόσμο.
Στην αρχή η ζωή μου σε αυτή την πόλη ήταν πολύ δύσκολη, εξαιτίας και της κατάστασης του παιδιού μου που ήταν πολύ άρρωστο. Οι άνθρωποι δεν με καταλάβαιναν, δεν μπορούσαν να δουν ότι είμαι καλός άνθρωπος μέσα μου και επειδή δεν ήξερα καλά ελληνικά δεν είχαν υπομονή να με ακούσουν. Ήμουνα σοκαρισμένη, αλλά καταλάβαινα γιατί τα πράγματα λειτουργούσαν έτσι.
Την πρώτη φορά που μια φίλη της μαμάς μου ήρθε στην πόλη ρώτησε το γιο μου τον Μανουέλ, που τότε ήταν τεσσάρων χρονών, «σου αρέσει η Αθήνα;», κι αυτός απάντησε «όχι, γιατί είναι πολύ βρόμικη και οι άνθρωποι πετάνε τα σκουπίδια κάτω». Κι εγώ όταν ήρθα δεν το πίστευα ότι μπορεί να είναι τόσο βρόμικη μια πόλη, μια πρωτεύουσα κιόλας. Στη χώρα μας αυτό δεν υπάρχει.
Πολλές φορές, όταν τελείωνε ο γιος μου το σχολείο αφήναμε την τσάντα στο σπίτι, είχα ήδη προετοιμάσει το φαγητό, το παίρναμε μαζί με τα βιβλία και τα τετράδιά του και πηγαίναμε στου Φιλοπάππου, σε εκείνο το σημείο απέναντι από την Ακρόπολη, για να φάμε και να κάνουμε τα μαθήματα. Μετά γυρνάγαμε πάλι με τα πόδια, δεν βαριόμασταν να περπατάμε, συζητάγαμε με αυτούς που έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους και παίζαμε, άρχισα σιγά-σιγά να μιλάω ελληνικά, εκφραζόμουν πιο εύκολα… Ήμουν ευχαριστημένη και έβλεπα και το γιο μου που φαινόταν καλά. Ήταν σαν παραμύθι, πολύ ωραία ζωή.
Πρέπει να αγαπάς τον τόπο σου και την κουλτούρα που σου έχει δώσει, αλλά δεν είναι κακό να περνάς καλά και σε έναν άλλο τόπο, να τον αγαπάς και αυτόν. Αν αγαπάς τους ανθρώπους, αγαπάς κάθε τόπο.
Σήμερα αισθάνομαι μια χαρά στην Ελλάδα. Αυτό που μου συνέβη θα μπορούσε να είχε συμβεί οπουδήποτε αλλού.
Για τα ιατρικά μου έξοδα δεν πληρώνω. Οι ιδιώτες γιατροί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους χωρίς λεφτά, έρχονται εδώ από άλλα νοσοκομεία για να με εγχειρήσουν και δεν έχει ζητήσει κανείς τίποτα.
Στον Μανουέλ, γι’ αυτό που συνέβη, εξηγώ ότι η έλλειψη γνώσης στους ανθρώπους τούς κάνει να συμπεριφέρονται με άλογο τρόπο, αλλά ότι εμείς πρέπει να τους καταλάβουμε. Δεν ξέρουμε πώς μεγάλωσε αυτός που μου το έκανε αυτό. Πώς του συμπεριφέρονταν η μαμά του και ο μπαμπάς του. Του λέω ότι αυτούς τους ανθρώπους η ίδια η κοινωνία τους αρρώστησε.
Για εμένα, πάνω από όλα, θέλω να γίνω καλά και να βλέπω, για να μπορώ να διαβάζω. Μου είπαν ότι αυτό θα γίνει, το ένα μου μάτι θα φτιάξει οπωσδήποτε. Στην κατάσταση που βρίσκομαι αυτό είναι μια μεγάλη χαρά. Θέλω να δω το παιδί μου να μεγαλώνει, να μπορέσω να το προετοιμάσω για τη ζωή, να είμαι ήσυχη ότι έκανα όλα όσα έπρεπε να κάνω σαν μητέρα, σαν «γονείς», γιατί έχω και τις δυο ευθύνες, και της μαμάς και του μπαμπά.
Από μικρή διάβαζα λογοτεχνία, έτσι ώστε να είμαι καλύτερη στο σχολείο. Τώρα προτιμώ να διαβάζω φιλοσοφία, ψυχολογία και πολιτική. Μου αρέσει να μαθαίνω πώς εξελίχθηκαν οι κοινωνίες. Είμαι αυτή που είμαι γιατί ενδιαφέρθηκα για τη γνώση και τη σοφία.
Ο συνηθισμένος νους ποτέ δεν χορταίνει. Είσαι ευχαριστημένος, αλλά συνεχίζεις να ψάχνεις. Τρώμε οτιδήποτε βρίσκουμε στο δρόμο μας, έντονες μυρωδιές, έντονες γεύσεις. Αυτοπαγιδευόμαστε.
Κάποτε οι άνδρες είχαν πολύ πιο δυνατή σκέψη, ο τρόπος ζωής σήμερα δεν τους βοηθάει, είναι συνεχώς ανήσυχοι, έχουν φόβους, ψάχνουν συνεχώς τρόπους ευχαρίστησης. Εμείς είμαστε αλλιώς οργανωμένες. Νομίζω ότι έχουμε πάλι ανάγκη από μια πολυγαμική μητριαρχία, αλλά αν το πεις στους άντρες θα τρελαθούν…
Από την παρουσία του τόσου κόσμου που έχω τώρα δίπλα μου, βλέπω ότι είναι πολύ γλυκό για τους άλλους να λειτουργείς με σοφία και αγάπη.