fbpx

kyprosDiana Markides, Κύπρος 1957-1963
Πρόλογος: Robert Holland, Μετάφραση: Ελένη Ιερείδου-Μόλλισον, Εκδόσεις Μεσόγειος, Αθήνα, 2009, σελ. 560.

Της Ρένας Δούρου Αναγνώσεις, Η Αυγή της Κυριακής, 29 Νοεμβρίου 2009

Το βιβλίο της Diana Markides έρχεται σε μια κρίσιμη χρονιά για την πορεία του Κυπριακού, αλλά και για την πορεία ένταξης της γείτονος στην ΕΕ να φωτίσει μια πτυχή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, οι οποίες διαμορφώσαν -πενήντα χρόνια πριν, τη δομή της ανεξαρτησίας της νήσου. Πρόκειται για το ζήτημα των χωριστών Δήμων που προβλεπόταν με το άρθρο 20 του Συντάγματος (και τις Περί Δήμων Διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας άρθρα 173, 174,175, 177, 178), το οποίο δήλωνε με κάποιους όρους, ότι έπρεπε να δημιουργηθούν χωριστά Δημαρχεία από τους Τούρκους κατοίκους των πέντε κυριότερων πόλεων της Κύπρου. Ο θεμελιακός χαρακτήρας του συγκεκριμένου άρθρου για το Σύνταγμα αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι δεν μπορούσε να τροποποιηθεί χωρίς την έγκριση των Εγγυητριών Δυνάμεων. Στο προφανές ερώτημα ποια η αναγκαιότητα της μελέτης ενός τόσο μερικού θέματος και η επιλογή του από μια σειρά άλλων μιας σημαντικής περιόδου για την σύγχρονη κυπριακή ιστορία, όπως είναι η περίοδος της απο-αποικιοποίησης, η συγγραφέας επιχειρεί την απάντηση με τη βοήθεια βρετανικού κι αμερικανικού αρχειακού υλικού, η οποία συνοψίζεται στο ό,τι: «η ιστορική μαρτυρία καταδεικνύει ότι ούτε στη σύλληψη, ούτε στην εξέλιξή του δεν ήταν απλώς ζήτημα για το “ποιος θα πετούσε τα σκουπίδια ποιου”. …το θέμα αυτό αποτελεί ένα κεντρικό ζήτημα για την εξέταση των πολιτικών εξελίξεων από το τέλος της αποικιοκρατικής διοίκησης μέχρι και την συνταγματική κρίση του 1963» .
Η αφετηριακή υπόθεση της έρευνας της συγγραφέως ορίζει το ζήτημα των χωριστών Δήμων, ως μικρογραφία του ευρύτερου κυπριακού προβλήματος και ισχυρίζεται ότι αντανακλά με τον τρόπο που εξελίσσεται την τακτική και την καχυποψία των ευρύτερων συγκρουόμενων αντιλήψεων στην περιοχή. Ήδη από τον πρόλογο με την υπογραφή του Άγγλου ιστορικού Robert Holland, αλλά και στην εισαγωγή τονίζεται ότι η αποτυχία να επιλυθεί το ζήτημα των δήμων εμπεριείχε τους «σπόρους κατάρρευσης του συστήματος διακυβέρνησης που προβλεπόταν από τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου». Και βεβαίως δε θα παραλείψει να διαφωτίσει όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους δεν αποδόθηκε μεγαλύτερη σημασία στο ζήτημα των Δήμων σχεδόν στο σύνολο της ακαδημαϊκής έρευνας, αλλά πρωτίστως από τους πρωταγωνιστές, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου και των διαπραγματεύσεων. Κεντρικό σημείο στη μελέτη της συγγραφέως κατέχουν οι συνέπειες της αποτυχίας του χειρισμού του θέματος των Δήμων και η επίδραση που είχε το γεγονός αυτό στις πιθανότητες επιβίωσης του κράτους μέσα στο πλαίσιο των Συμφωνιών της Ζυρίχης-Λονδίνου, ιδίως κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων χρόνων της ανεξαρτησίας. Με την υποστήριξη των παραπομπών σε επίσημα κείμενα-ορόσημα των διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια που ορίζει η μελέτη-1957 έως 1963, αλλά και δημοσιογραφικών πηγών το ζήτημα των Δήμων αναδύεται ως παράγοντας -κλειδί και στις διεθνείς διαπραγματεύσεις που αφορούσαν την Κύπρο και οι οποίες δεν είχαν καμία σχέση με την αποτελεσματική διοίκηση των πόλεων για το καλό των πολιτών των δυο κοινοτήτων. Το θέμα των Δήμων ήταν «μια μάχη ενάντια στην επιβολή του status των Τουρκοκυπρίων ως μειοψηφίας». Αποδεικνύεται πως η δημιουργία και διατήρηση χωριστών δημοτικών διοικήσεων αποτέλεσε κρίσιμο παράγοντα για την κατάκτηση του status της κοινότητας αντί αυτού της μειοψηφίας από τους Τουρκοκυπρίους. Στον πυρήνα του προβλήματος υπήρχε η εκ διαμέτρου αντίθετη αντίληψη για την καινούργια Δημοκρατία που εγκαινιάστηκε με τις Συμφωνίες. Οι Ελληνοκύπριοι οραματίζονταν ουσιαστικά ένα ενιαίο κράτος, όπου η πλειοψηφία θα άσκουσε τη διοίκηση με αποτέλεσμα τα προνόμια της μειονότητας να παρουσιάζονται ως εμπόδιο. Από την άλλοι, οι Τουρκοκύπριοι και η Άγκυρα επιθυμούσαν τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με χωριστούς θεσμούς σε κάθε τομέα. Ταυτόχρονα μάχονταν για την προώθηση της αρχής ότι οι Τουρκοκύπριοι πολίτες θα έπρεπε να είναι υπόλογοι μονάχα σε Τούρκους αξιωματούχους, γεγονός που τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας δεν ήταν εφικτό, αφού στο ενιαίο κράτος ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός του 18% ήταν διάσπαρτος σε όλο το νησί .
Και μέσω του ζητήματος των Δήμων αναδεικνύεται ότι οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου ουσιαστικά δεν διευθέτησαν τις διαφορές, αλλά επιχείρησαν να τις σταθεροποιήσουν χωρίς να κατορθώσουν να επιφέρουν δραστικές αλλαγές στους παράγοντες που προκάλεσαν την ελληνοτουρκική ένταση στα χρόνια μεταξύ 1957 έως 1963. Όπως ήταν αναμενόμενο οι διαφορές αναζωπυρώθηκαν μόλις οι Ελληνοκύπριοι χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τις ευκαιρίες που δημιουργήθηκαν με την αποδοχή της Δημοκρατίας από τη διεθνή κοινότητα και την ίδια στιγμή τους περιορισμούς που προέκυψαν από την τουρκική ερμηνεία του Συντάγματος και των δικαιωμάτων των Εγγυητριών Δυνάμεων. «Επιπλέον,…Η ολοκληρωτική ανεξαρτησία σήμαινε για τους Τούρκους, όπως παλαιότερα για τους Βρετανούς, μια ολισθηρή κλίση προς την Ένωση. Για τους Ελληνοκυπρίους όμως, η πλήρη ανεξαρτησία, ή ένα κράτος με ελληνικό χαρακτήρα στην ανατολική Μεσόγειο ήταν η μόνη εναλλακτική λύση που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως συμβιβασμός για την υποχώρηση από την επιδίωξη της Ένωσης. Οι τουρκικές απειλές για διχοτόμηση, σε περίπτωση μονομερώς τροποποίησης του Συντάγματος, ενίσχυαν την απόφαση των Ελληνοκυπρίων να αναζητήσουν ένα εναλλακτικό πλαίσιο για ανεξαρτησία» . Άλλως, η πορεία των Δημαρχείων έπαυε να αποτελεί το χώρο διευθέτησης της καθημερινότητας των πολιτών και μετατρεπόταν στο βασικό παραδοσιακό επίπεδο της ελληνοκυπριακής κοινότητας από όπου προωθούνταν τα ιδανικά της ένωσης, ενώ για τους τουρκοκυπρίους το πρόσχημα για το γεωγραφικό προσδιορισμό με στόχο τον πολιτικό έλεγχο της κοινότητας και του νησιού.
Ωστόσο, η πολύ ενδιαφέρουσα ιστορική πτυχή του Κυπριακού που επιχειρεί με την συγκεκριμένη μελέτη να αναδείξει η Diana Markides-αυτή του ζητήματος των χωριστών Δήμων-δεν δικαιολογεί το μέγεθος του συγκεκριμένου βιβλίου. Αναπόφευκτο είναι, λοιπόν, να οδηγείται σε αλληλοεπικαλύψεις και ακόμη και επαναλήψεις ιδίως όσον αφορά τον ισχυρισμό/συμπέρασμα για το πόσο σημαντικό ρόλο κατείχε στην περίοδο της από-αποικιοποίησης αλλά και αργότερα το άρθρο 20 του Συντάγματος και οι αποπειρώμενες προσπάθειες υλοποίησής του. Κατά την άποψή μας, μέρος της ευθύνης για τις επαναλήψεις φέρει και η μετάφραση, η οποία δεν κατορθώνει, επίσης, να αποφύγει τη μεταφορά στα ελληνικά καθαρά αγγλικής σύνταξης και ιδιωματισμών που αδικεί το κείμενο. Πιστή στην αγγλοσαξονική μεθοδολογία που θέλει τον αυστηρό ορισμό του προς εξέταση θέματος η συγγραφέας παρόλο που ορίζει κάθε φορά στην αρχή των κεφαλαίων τι πρόκειται να ακολουθήσει δεν αποφεύγει μια σειρά από ολισθήματα πέραν από αυτό της επανάληψης ίδιων διαπιστώσεων. Εν τέλει και ίσως τούτο δικαιολογεί το μέγεθος της μελέτης δεν επικεντρώνεται αυστηρά στο ζήτημα των χωριστών Δήμων, αλλά με εργαλείο το τελευταίο διατρέχει τις κρίσιμες πολιτικο-οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του νησιού έως όμως-παρά τον τίτλο και μέχρι το 1974.
Εάν με τον πιο πάνω τρόπο αντιμετωπίσουμε τη συγκεκριμένη μελέτη τότε θα χρειαστεί να αναφερθούμε και στις επαναλαμβανόμενες εκτιμήσεις που παίρνουν το ρίσκο του ψυχολογικού αναγωγισμού. Απαλείφοντας τα εθνικά, ταξικά συμφέροντα και τις πολιτικές και ιδεολογικές αιτιάσεις, η ανάλυση θέλει τους ελληνοκυπρίους και τουρκοκυπρίους να ζουν αγαστά, αλλά εξωτερικοί παράγοντες να διασαλεύουν αυτήν την αρμονική συμβίωση . Ακόμη πιο προβληματική παρουσιάζεται η προσφυγή στην καχυποψία για την ανάλυση μιας σειράς πολιτικών ενεργειών, όταν ταυτόχρονα αποδίδεται ορθά στα διάφορα πολιτικά αδιέξοδα ευθύνη στον ενωτικό φανατισμό ή/και το τουρκικό διαχωριστικό κίνημα.
Η «καχυποψία», η «αδυναμία» εμφιλοχωρεί ως εξήγηση και όσον αφορά μια σειρά παρεμβάσεων των Βρετανών . Όπως επίσης η έλλειψη συνεννόησης που προκύπτει από την ύπαρξη Υπουργείου Εξωτερικών και Υπουργείου Κοινοπολιτειακών Σχέσεων ευθύνεται για την αναποτελεσματικότητα του βρετανικού παράγοντα [sic]. Η γεωστρατηγική ανάλυση, ωστόσο, δεν απουσιάζει, ώστε να αφήσει έκθετη τη μελέτη στην κατηγορία της αφέλειας. Χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρονται για τη διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας σε ολόκληρο το νησί που πήρε καινούργια σημασία το 1957 «με την απόφαση να χρησιμοποιηθεί η Κύπρος ως πυρηνική βάση, κάτι που ήδη βρισκόταν υπό μελέτη. Η μετά το Σουέζ πεποίθηση ότι τα πυρηνικά όπλα ήταν ο απόλυτος αποτρεπτικός παράγοντας του πολέμου κι επίσης το σύμβολο το οποίο χρειαζόταν η Βρετανία για να διατηρήσει τα διαπιστευτήρια μιας παγκόσμιας δύναμης, δημιούργησε νέα κίνητρα για την παραμονή των Βρετανών στην Κύπρο».
Επίσης, παρόλο που η συγγραφέας εύστοχα διαπιστώνει ότι η ανάμειξη των Ηνωμένων Πολιτειών με κύρια προτεραιότητα την αντίδραση προς την «κομμουνιστική απειλή» καθυστερούσε και περιέπλεκε την πρόοδο στις σχέσεις μεταξύ των δυο κοινοτήτων, αλλά και δημιουργούσε ενδοκοινοτικές τριβές δεν κατορθώνει να έχει στο οπλοστάσιο των πηγών της συνεντεύξεις και μαρτυρίες από στελέχη του ΑΚΕΛ, όπως έχει επιτύχει με τον Τ. Παπαδόπουλο και την Σ. Σουλιώτη. Άλλωστε, ο ρόλος του ΑΚΕΛ πολύ προτού εκτυλιχθεί η αντικομουνιστική διαδικασία το Δεκέμβριο του 1961 είναι ιδιαίτερα σημαντικός καθ’ όλη την περίοδο που διερευνάται στη συγκεκριμένη μελέτη, όπως για παράδειγμα -και όχι μόνο -στις εκλογές που έλαβαν χώρα στις 13 Δεκεμβρίου 1959.

Share This