Της Ρένας Δούρου, Πρόλογος, “Τέρρυ Ήγκλετον – Για τη ζωή, την ποίηση, την πολιτική”
Η πρόσκληση που απηύθυναν στον Τέρρυ Ήγκλετον δύο ελληνικά πανεπιστήμια, με τη φροντίδα και την επιστημονική ευθύνη των καθηγητών Γιάννη Βαρουφάκη και Αθηνάς Βογιατζόγλου, είχαν ως αποτέλεσμα τρεις χειμαρρώδεις διαλέξεις του επιφανούς κριτικού της λογοτεχνίας, οι οποίες, όπως ήταν αναμενόμενο για όσους έχουν παρακολουθήσει την πολυσχιδή πορεία και δράση του Ήγκλετον, αφορούσαν μια αρκετά μεγάλη γκάμα θεμάτων, όπως η ποίηση, το νόημα της ζωής, η πολιτική, η θρησκεία, η αρχαία τραγωδία και η θεωρία της λογοτεχνίας. Την τρίτη από αυτές τις διαλέξεις, που αφορά την τέχνη ποίησης, ο Ήγκλετον τη μετέτρεψε σε γραπτό κείμενο, ώστε να περιληφθεί στο ανά χείρας βιβλίο.
Η υποδοχή του Τέρρυ Ήγκλετον και η κριτική δεξίωση της σκέψης του από την ελληνική διανόηση αποτυπώθηκε στο αφιέρωμα, δύο συνεχόμενων Κυριακών, του ενθέτου «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής, με επιμέλεια του Κώστα Βούλγαρη. Αυτό το αφιέρωμα -που περιλαμβάνεται στο βιβλίο-, με τρόπο αρκετά διαφωτιστικό, ακόμη και για όσους αγνοούσαν ως εκείνη την στιγμή την ύπαρξη του Ήγκλετον, επιχείρησε, με τη βοήθεια του ίδιου μέσα από μια αποκλειστική συνέντευξη, να περιγράψει το θεωρητικό του στίγμα και τις πολιτικές συνεπαγωγές του έργου του. Ένα έργο που συντίθεται από σχεδόν πενήντα βιβλία: φιλοσοφικά δοκίμια, θεατρικά έργα, ένα μυθιστόρημα, και βέβαια μελέτες λογοτεχνικής θεωρίας και κριτικής.
Τέλος, ο Δημήτρης Δημηρούλης επέλεξε, με την άδεια του Ήγκλετον, να περιληφθούν στον τόμο και μερικά πολύ σημαντικά -αμετάφραστα στα ελληνικά- κείμενά του, που αφορούν κορυφαίους διανοούμενους, κλασσικούς του 20ού αιώνα αλλά και συγκαιρινούς μας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον αναγνώστη να «μετρήσει» τη σκέψη του Ήγκλετον, σε άμεση συσχέτιση με βασικούς αρμούς της σύγχρονης σκέψης.
Η τιμή και η ευθύνη της επιμέλειας του βιβλίου που εντάσσουμε στον κατάλογο των εκδόσεων «Το πέρασμα» ανήκει σε όλους τους προαναφερθέντες, αλλά και στους μεταφραστές των κειμένων, και μόνο για λόγους βιβλιογραφικής οικονομίας χρεώνεται αποκλειστικά στην υπογράφουσα.
Το ανά χείρας βιβλίο θα το χαρακτήριζα ως ένα εγχειρίδιο, παρ’ ότι δεν συνιστά μια θεωρητική προσέγγιση της λογοτεχνίας και της πολιτισμικής θεωρίας, με βάση τη σκέψη ενός επιφανούς μαρξιστή κριτικού, απλούστατα γιατί κάτι τέτοιο δεν υπήρξε ποτέ επιλογή του Τέρρυ Ήγκλετον. Αντίθετα, κατάφερε να υπονομεύσει και να καταυγάσει τις αδυναμίες κλειστών θεωρητικών συστημάτων και να διδάξει το μεθοδολογικό πλουραλισμό, με τη συγκροτημένη εργαλειοποίηση επιχειρημάτων, της ψυχαναλυτικής, της φεμινιστικής και άλλων θεωριών, υποστηρίζοντας ότι το ζητούμενο «δεν είναι η συνέπεια της μεθόδου αλλά η συνέπεια του πολιτικού σκοπού», ο οποίος θα οδηγήσει και στην πολιτισμική χειραφέτηση.
Έτσι διαφοροποιείται, με τρόπο κρίσιμο, όχι μόνο από την αντι-διανοούμενη δεξιά, αλλά και από τον αυτάρεσκο ναρκισσισμό της κοσμοπολίτικης πολιτισμικής αριστεράς. Η διαφοροποίηση αυτή, που έχει ως καταστατικό πυρήνα τη συνέπεια του πολιτικού σκοπού, αποτελεί και εν γένει τον πυρήνα της ζωής του κορυφαίου θεωρητικού. Και είναι αυτή η συνέπεια που έρχεται ως πειστική απάντηση σε όσους κατά καιρούς έχουν ασκήσει κριτική στον Ήγκλετον, για τη θέση του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, χρεώνοντάς του το ρόλο του άλλοθι, σε μια συμβολικά προδιαγεγραμμένη θέση, για να απορροφά κάθε ριζοσπαστική και υπονομευτική ενέργεια. Ο ίδιος δέχεται μονάχα την κριτική για υπερβολική συνέπεια, αφού «…η συνέπεια δεν είναι πάντοτε προτέρημα». «Κατά ένα περίεργο τρόπο», δηλώνει στη συνέντευξη που περιλαμβάνεται εδώ, «οι τωρινές μου πεποιθήσεις δεν διαφέρουν πολύ από αυτές που είχα στην ηλικία των 20». Και ακόμα, ειρωνικά αλλά ειλικρινά, συμβουλεύει ότι «όλοι οι ριζοσπάστες διανοούμενοι πρέπει να αποδεχθούν ότι θα δουλεύουν σε συνθήκες αντικειμενικής κακοπιστίας […]∙ αυτό που πρέπει να ειπωθεί είναι ότι σε μια κοινωνία στην οποία κατά βάση είμαστε αντίθετοι, τα βήματα από τα οποία μιλάμε εμπεριέχουν πάντα ένα στοιχείο συμβιβασμού. Δεν υπάρχει καθαρή αντίθεση, δεν υπάρχει καθαρή, ασυμβίβαστη θέση…».
Τα άρθρα που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο, προκειμένου να φωτίσουν το έργο του Ήγκλετον, αλλά και τα διαφορετικού ύφους κείμενα του ιδίου, γρήγορα καθιστούν τον αναγνώστη οικείο με τον καθολικό ιρλανδό, που, με καταβολές από την εργατική τάξη, στράφηκε από νωρίς στο μαρξισμό, λειτούργησε ως καθηγητής με ευρεία απήχηση και ταυτόχρονα ως δραστήριος ακτιβιστής, στην καρδιά του πνευματικού κατεστημένου της Οξφόρδης. Ιδρυτής αριστερού καθολικού περιοδικού, ενθουσιασμένος από το φιλελεύθερο πνεύμα που έπνεε στο Βατικανό το 1962, αλλά και μέλος του Διεθνούς Κόμματος Σοσιαλιστών, με το οποίο θα διαφωνήσει, για να μετακινηθεί στην Ένωση Σοσιαλιστών Εργατών. Εδώ και καιρό εγκατεστημένος στο Δουβλίνο, επισκέπτης καθηγητής σε ιρλανδικό πανεπιστήμιο, φροντίζει, στα γραπτά του και τις συνεντεύξεις του, να υπογραμμίζει ότι θεωρεί τον εαυτό του για μια ακόμη φορά «σχεδόν περιθωριακό». Ο Ήγκλετον, που αποσυντονίζεται όταν η κριτική αντιμετώπιση των βιβλίων του μπορεί να είναι ευνοϊκή, ακολουθώντας τον αριθμό των πωλήσεων και των μεταφράσεων, φοβάται ότι διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει εθνικός θεσμός. Αυτός, που με τη δουλειά του επέβαλε την αυξανομένη αναγνώριση πολλών ξεχασμένων κειμένων, τα οποία προέρχονται από γυναίκες συγγραφείς, από έγχρωμους ή από συγγραφείς της εργατικής τάξης.
Με το ιδιαίτερο ύφος του, είτε διδάσκει και μιλά είτε γράφει, κατορθώνει να συνδυάζει την καθαρότητα του επιχειρήματος, το πνευματώδες χιούμορ, που αρκετές φορές φτάνει μέχρι το σαρκασμό, υπονομεύοντας την αυτάρεσκη σοβαρότητα και σοβαροφάνεια της «υψηλής θεωρίας». Έτσι ο Ήγκλετον, μοιράζοντας φυλλάδια έξω από εργοστάσια, αποδομώντας την αντίληψη ότι η πνευματική εργασία είναι περισπούδαστη, επέβαλε στην ακαδημαϊκή κοινότητα τους δικούς του όρους αποκρυστάλλωσης του Λόγου, εξασφαλίζοντας ακροατήριο, κύρος και δυναμική. Άλλωστε, όπως τονίζει σε συνεντεύξεις του, θεωρεί σκανδαλώδη την αδιαφορία, ακόμα και κάποιων ριζοσπαστικών κριτικών και θεωρητικών, μπρος στην επιτακτική πολιτική ανάγκη για παραγωγή εκλαϊκευτικού λόγου. Ο ίδιος, αν μη τι άλλο, κατόρθωσε να μεταφέρει την πρακτική του ακτιβίστικου πραγματισμού του κυριολεκτικά από τους δρόμους στις βιβλιοθήκες και στα αμφιθέατρα, με δεινή ρητορική αποτελεσματικότητα και επεξεργασμένη στρατηγική αντίληψη.
Αυτό προκύπτει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο στο κείμενό για το θάνατο του γάλλου φιλοσόφου Ζακ Ντεριντά, που συμπεριλάβαμε σε τούτο τον τόμο. Είναι μια βιτριολική επίθεση στον καθεστωτικό έλεγχο της θεωρητικής και πνευματικής ελίτ, η οποία από καιρό έχει απολέσει κάθε «επικίνδυνο» και ανατρεπτικό περιεχόμενο του λόγου και της πρακτικής της. Μια επίθεση που, ταυτόχρονα, με ευθύβολο τρόπο, αποκαθιστά το έργο του γάλλου φιλοσόφου. Το συγκεκριμένο κείμενο είναι ενδεικτικό της σκέψης και του ήθους του Ήγκλετον, γιατί υπερασπίζεται ανοικτά τον Ντεριντά, αν και γνωρίζουμε ότι οι δρόμοι τους δεν ήσαν κοινοί. Με μόλις 400 λέξεις, αυτός ο ιρλανδός βολονταριστής μαρξιστής γράφει μια νεκρολογία-υπόδειγμα για τους ειδικούς του είδους στη Βρετανία, και, την ίδια στιγμή, με τρόπο ευσύνοπτο, κατορθώνει να υπογραμμίσει την ουσία, τον πυρήνα της προσφοράς του γάλλου φιλοσόφου και της περιβόητης θεωρίας του: «Η αποδόμηση, η φιλοσοφική μέθοδος που προώθησε, δεν συνεπάγεται την καταστροφή των ιδεών, αλλά την εξώθησή τους μέχρι το σημείο στο οποίο αυτές αποσυντίθενται, αναδεικνύοντας τις λανθάνουσες αντιφάσεις τους. Συνεπάγεται μια ανάγνωση που αντιτίθεται στη συναγωγή των υποτιθεμένων αυταπόδεικτων αληθειών, στην πρόσληψή τους ως δεδομένων».
Ελπίζουμε να μην ενοχληθεί κανείς, διαβάζοντας ότι τελικά ο Ήγκλετον είναι περισσότερο ντεριντιανός απ’ όσο κάποιος μπορεί να υποθέσει λόγω της κριτικής του στις μετα-στρουκτουραλιστικές θεωρήσεις, γιατί τι άλλο είναι η άποψη που ανακαλεί από τη σκέψη του Μπρεχτ και του Μπένγιαμιν, που θέλει να μην είναι ριζοσπαστικός ο σοσιαλισμός αλλά ο καπιταλισμός – αφετηριακή του θέση, που σίγουρα προκαλεί ρίγη σε συντρόφους του αριστεριστές.
Γιατί ο ενοχλητικός κριτικός, που με τόση ευκολία αναλύει τα τεχνικά, μορφολογικά γνωρίσματα της ποίησης ή του έργου των αδελφών Μπροντέ και του Σάμιουελ Ρίτσαρντσον, ως φορέων του μηνύματος της κοινωνικής και πολιτικής τους συγχρονίας, πέτυχε να συνδέσει τη θεωρία με την πολιτική δράση, σε ένα επίπεδο που θέλει να είναι εξίσου επιστημονικό με τη λογοτεχνική κριτική, αλλά και εξίσου ριζοσπαστικό με το να γράφει κανείς λογοτεχνία. Όπως μας λέει, οφείλουμε να μπορούμε να αποσπάσουμε τις λέξεις από τα συμβατικά τους συμφραζόμενα, από μια δουλική, επιβεβλημένη συμμόρφωση προς την πραγματικότητα, και να τις αφήσουμε «να ξεφαντώσουν, να ζευγαρώσουν αχαλίνωτα με τις άλλες λέξεις». Η λογοτεχνία αλλά και η ποίηση αποδεσμεύει τη γλώσσα, από τη χρηστική, χρησιμοθηρική της λειτουργία. Η λογοτεχνία επιτρέπει την επικοινωνία για χάρη της επικοινωνίας καθαυτής και όχι για χάρη οποιουδήποτε άλλου χρησιμοθηρικού σκοπού. Και, με αυτόν τον τρόπο, εν τέλει μας επιτρέπει «να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στην ουτοπία».
Η κόκκινη κλωστή στη σκέψη του Ήγκλετον, που «τρυγά» και εργάζεται στα διάκενα των παραδοσιακών κατηγοριοποιήσεων (εκεί πιστεύει ότι υπάρχει το σημαντικότερο έργο του), παραβιάζοντας συνεχώς τα όρια, συνίσταται στην ανάλυση σχέσεων μορφής και νοήματος, σχολιασμού ζητημάτων μετρικής, μεταφορικής λειτουργίας ή στίξης, χωρίς να απομακρύνεται από την πολιτική σκέψη. Ο Ήγκλετον είναι σε θέση να μιλήσει για το περιβόητο τέλος της ιστορίας και των ιδεολογιών, αναφερόμενος με κρυστάλλινο παραδειγματικό τρόπο στο έργο του Όσκαρ Ουάιλντ. Τολμά μάλιστα να βάλει στα χείλη του μεγάλου λογοτέχνη, τη φράση ότι «το να κανείς λάθος σε σχέση με το τέλος της ιστορίας μια φορά αποτελεί αστοχία, αλλά να κανείς το ίδιο λάθος και δεύτερη φορά αποτελεί καθαρή απερισκεψία» συνδέοντας, στο ακροατήριο των φοιτητών μετα-πολιτισμικών σπουδών, την κριτική της λογοτεχνίας με την πολιτική δράση και σκέψη.
Σωστά έχει γραφτεί για τον Ήγκλετον, ότι η σχέση του με την κριτική θεωρία και με τη θεωρία της λογοτεχνίας είναι αντίστοιχη με εκείνη που είχε ο Μαρξ με τη φιλοσοφία: «ο Μαρξ έλεγε ότι οι “φιλόσοφοι το μόνο που κάνουν είναι να ερμηνεύουν τον κόσμο, ενώ το θέμα είναι να τον αλλάξουν”. Όπως ο Μαρξ είναι ο μέγας αντι-φιλόσοφος, έτσι και ο Τέρρυ είναι ο μέγας αντι-θεωρητικός. Αυτό στο οποίο στοχεύει είναι μια πολιτική κριτική που να εκθέτει την κενότητα και την αχρηστίλα ενός μεγάλου μέρους της κριτικής θεωρίας».
Η αποπολιτικοποίηση της θεωρίας, και όχι μόνο της κριτικής, για τον Ήγκλετον έχει μια άμεση αντιστοιχία, μια γραμμική σχέση με τις διάφορες στρατηγικές της ατομικής καθυπόταξης. Και είναι μια θέση που απρόσκοπτα αποκρυσταλλώνεται, σχεδόν σε ολόκληρο το έργο του Ήγκλετον, χωρίς ο ίδιος να ακολουθεί μια τέτοια κατεύθυνση. Η ίδια η αριστερά, που διερευνάται από τον κορυφαίο θεωρητικό σε πολλές όψεις της και διλήμματά της, τα τελευταία πενήντα χρόνια «παραιτήθηκε από την πολιτική και αναδιπλώθηκε στην πολιτισμική σφαίρα, αφήνοντας τη δεξιά να ασκεί μόνη της πολιτική. Η κρίση αυτή αντικατοπτρίζει ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητας και αποτελεί έναν κοινό τόπο για συζήτηση, υπό την προϋπόθεση ότι ξεσκεπάζει την ιδεολογία που δεσπόζει σε αυτό το σκηνικό».
Ο Ήγκλετον σχεδόν «ακτινογραφεί» τη θεωρητική αλλοίωση ή μετάλλαξη της αριστεράς, όπως επισημαίνει ένα από τα κείμενα του τόμου, καθ’ όλη εκείνη την περίοδο που η αριστερά επικεντρωνόταν στην απόρριψη της κομμουνιστικής ιδεολογίας και στην υιοθέτηση της φιλελεύθερης, χωρίς βεβαίως και να το αντιλαμβάνεται με αυτούς τους όρους. Γι’ αυτό και στην απόπειρα που κάνει να πολιτικοποιήσει ό,τι αρνείται την πολιτική, οδηγείται σε μια ηθική που θεματοποιεί το σώμα, το θάνατο, τη θρησκεία. Αυτή η στροφή, σχεδόν μεταφυσική για κάποιους, προκαλεί επιφυλάξεις και μπορεί βιαστικά να κατατάξει το μαρξιστή Ήγκλετον σε όσους άτακτα υποχωρούν, ακόμα και στα 65 τους χρόνια, από ιδεολογικά πλαίσια, όπως το μαρξιστικό. Ωστόσο, ο Ήγκλετον στρέφεται προς την ηθική, επιθυμώντας να επαναοριοθετήσει έναν ισχυρό αριστερό ανθρωπισμό, χωρίς να αφορίζει την αλληλουχία θεωρητικών τομών μέσα στην ιστορική διαδρομή. Όχι, ο Ήγκλετον δεν αποτραβιέται σε ηθικολογικά πεδία, ούτε στη «μεταφυσική του υποκειμένου». Επιχειρεί, και καταφέρνει, να θέσει αγωνιώδη ερωτήματα, τα οποία η ριζοσπαστική θεωρία είτε αποστρέφεται είτε θεωρεί ότι είναι ξεπερασμένα, και αναζητά τον τρόπο προσέγγισης παλαιοτέρων και νεότερων διλημμάτων. Περιδιαβαίνοντας τους τόπους τού ηθικά και πολιτικά κακού, επιχειρεί μια δύσβατη πορεία επανακάμψης στην πολιτική. Τούτη η πορεία επιτάσσει μια επιμονή στην κριτική, προκειμένου να γίνει αντιληπτό πώς προκύπτει αυτή η βιοπολιτική και πώς αντίστοιχα οριοθετείται, από εκείνη την αριστερά, που με αφετηριακή θέση τη διάγνωση ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό», αντιμετώπισε την ήττα της με την προάσπιση ενός φιλελευθέρου ατομικισμού, που κορυφώνεται στην αυτοπραγμάτωση.
Γιατί το ουτοπικό modus του κυρίαρχου φιλελευθερισμού, «όπου η πολιτική έχει καταστεί πλέον μια δραστηριότητα ισότιμη με το ψάρεμα», απέχει πόρρω από την ουτοπία που ευαγγελίζεται μια κριτική της λογοτεχνίας που προσομοιάζει στη μαρξιστική ουτοπία. Γιατί «θα μπορούσαν να υπάρχουν ποικίλες και ενδεχομένως πολύ ενδιαφέρουσες αντιθέσεις και έντονες διαφορές, ανταγωνισμός και ραδιουργίες κάθε είδους, αλλά λογικά καμία αντίθεση, βάσει της οποίας θα μπορούσε να απαιτήσει κανείς από τους ανθρώπους τη θυσία της ζωής τους και να εξουσιοδοτήσει ανθρώπους να χύσουν αίμα και να θανατώσουν άλλους ανθρώπους». Παρ’ όλα αυτά, οι συγκρούσεις είναι εδώ, για να λάβουν χώρα επί τη βάσει αιτιών και παραγόντων άρρηκτα αλληλένδετων με την ψυχοβιολογική υπόσταση των ανθρώπων. Γι’ αυτό το λόγο, ο Ήγκλετον, με εξαιρετικό χιούμορ, επισημαίνει ότι «το σφάλμα του αριστεριστή είναι ότι φαντάζεται πως μετά την επανάσταση όλα θα είναι διαφορετικά – ότι θα καταργήσουμε τις χαρτοπετσέτες μαζί με την ιδιωτική ιδιοκτησία, ότι θα μετασχηματίσουμε τις οδοντόβουρτσες μαζί με το Εθνικό Σύστημα Υγείας». Αλλά ακόμα κι έτσι, τονίζει, παρ’ ότι αυτό «αποτελεί πλάνη», «τουλάχιστον αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο ενός μέλλοντος τόσο ριζικά διαφορετικού από το παρόν, όσο απόμακρο είναι το απώτατο παρελθόν». Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, ο καπιταλισμός προσπαθεί με κάθε τρόπο να εξαφανίσει το παρελθόν, γιατί το παρελθόν μας δείχνει τη διαφορά με το παρόν και κατ΄ επέκταση με το μέλλον.
Όντας ριζοσπαστικός ο Ήγκλετον, δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το γεγονός πως υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν ότι το σήμερα υπάρχει χωρίς το ενδεχόμενο αλλαγής, και πως αυτό είναι το μόνο που υπάρχει. Έτσι, ονομάζει παρόρμηση την τάση που έχει να απορρίπτει οτιδήποτε είναι κατεστημένο. Επίσης, αρέσκεται στο νοητικό πείραμα, δηλαδή να φαντάζεται πως βρίσκεται μέσα στο μυαλό κάποιου που είναι ικανοποιημένος με το να παραμένει ο κόσμος ως έχει ή το πολύ πολύ με μια-δυο αλλαγές: «Το βρίσκω εξαιρετικά δύσκολο», τονίζει «μπορεί να το αποκαλέσει κανείς μεταφυσικότητα, όχι όμως με τη συνήθη σημασία. Περισσότερο αποτελεί πίστη στην αλλαγή και τη δυνατότητα για κάτι εντελώς διαφορετικό». Η αριστερά, ο σοσιαλισμός, δεν έχει απλώς καλύτερα οράματα. Πρωτίστως έχει ρεαλισμό, αφού, πολύ απλά, δεν είναι ρεαλιστικό να πιστεύει κανείς ότι αυτό που έχουμε σήμερα είναι συνάμα το καλύτερο που θα μπορέσουμε να έχουμε και στο μέλλον.
Εξ αυτού και η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, του αυθεντικού ριζοσπαστισμού, ο οποίος έχει ηττηθεί και όχι ακυρωθεί, απέναντι σε έναν καπιταλισμό που μας εξαναγκάζει να συγχέουμε τα μέσα με τους σκοπούς. «Για τον Μαρξ, οι μηχανές γίνονται, από σκλάβοι μας, αυτοσκοπός. Όπως και το Εγώ, έτσι και το Κεφάλαιο, αποκτά μια βούληση δική του, η οποία εναντιώνεται στο νόημα της δικής μας ζωής, πείθοντας τον καθένα μας ότι είμαστε “κορυφαίοι”, “μοναδικοί”, “ισχυροί”», ζώντας σε μια Πλάνη ή σε μια Ιδεολογία. Έχοντας να αντιπαλέψουμε τον καπιταλισμό, που λειτουργεί καλύτερα ως κοινωνικό σύστημα, αφού κατορθώνει να μας πείσει να τον συγχέουμε με μια φυσική κατάσταση της κοινωνίας, μπορούμε κάλλιστα να τον παρομοιάσουμε με το νόημα της ζωής: πρόκειται για ένα νόημα που βασίζεται στο ότι εμείς δεν το κατανοούμε!
Έχοντας πάρει ό,τι καλύτερο από την παλαιότερη παράδοση της εμβριθούς ανάγνωσης κειμένων της σχολής του Κέιμπριτζ, επισυνάπτοντάς της όμως κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, ο Ήγκλετον μας προκαλεί, αφού στο ερώτημα για το ποιο είναι το νόημα της ζωής απαντά με τη φράση: ένα συγκρότημα τζαζ. Η απάντηση αυτή είναι βεβαίως αρκετά παλαιότερη, του επίσης μαρξιστή φιλοσόφου του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Κόεν. Η συνεργασία και ο αυτοσχεδιασμός μιας μπάντας της τζαζ δημιουργεί ένα πολύ μεγαλύτερο σύνολο από το άθροισμα των μουσικών που συμμετέχουν σε αυτήν. Το κυριότερο όμως είναι ότι προϋποθέτει την πλήρη άνθηση του ταλέντου του καθενός, σε καθεστώς ελευθερίας.
Αποφατικά, και μακριά από ηχηρές παρομοιώσεις, ο Ήγκλετον εισηγείται ότι το νόημα της ζωής δεν αποτελεί λύση σε κάποιο μας πρόβλημα. Το νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή. Το νόημα της ζωής είναι η δίκαιη πράξη.
Ο Ήγκλετον της τραγωδίας, του ιερού τρόμου, της επανερμηνείας της αρχαίας θυσίας, του «φαρμάκου», έρχεται αντιμέτωπος με έναν ορισμένο μεταμοντερνισμό, ο οποίος εκτιμά ότι η απώλεια της αγωνίας να βρούμε το νόημα της ζωής αποτελεί μια μορφή απελευθέρωσης. Κονταροχτυπιέται με όσους θεωρούν ότι είναι αρκετή η διαμάχη περί νοήματος της ζωής, η ποικιλία των ερωτημάτων και όχι οι απαντήσεις, και μάλιστα τώρα, στη μετά την 11η Σεπτεμβρίου Δύση, την αφοπλισμένη φιλοσοφικά από στέρεες απαντήσεις, όπου υπάρχει η επίθεση από έναν ολοκληρωτικό, ψυχωτικό φονταμενταλισμό, σύμφωνα με τον οποίο χωρίς το Νόημα, στο οποίο υπάγονται όλα τα νοήματα, τίποτε δεν έχει νόημα. Γιατί οι φιλελεύθεροι δεν είναι σε θέση να δώσουν απάντηση στο ερώτημα για τη ζωή, όταν αυτό τίθεται με τον πλέον απλοϊκό τρόπο: «πώς μπορούμε να τους εξασφαλίσουμε τροφή πριν πεθάνουν της πείνας;».
Και αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί στροφή στη μεταφυσική ή στην ηθικολογία. Πρόκειται για εμπειρία στοχασμού, με στοχεύσεις συγκεκριμένες, που μετέρχεται ενός λεξιλογίου αρκετά κοντινού στην κλασική ουμανιστική δοκιμιογραφία ή ακόμη και στις ιδεαλιστικές παραδόσεις της πολιτισμικής κριτικής, παρά στην τεχνική γλώσσα της νέας θεωρίας ή στις νεομαρξιστικές εξηγήσεις της ιδεολογίας και της αισθητικής. Την ίδια στιγμή, αντλεί από μια παράδοση που διαθέτει το πλουσιότερο οπλοστάσιο για την αρετή και τον πολιτισμό. Μια παράδοση που ήρθε η ώρα να πολιτικοποιηθεί. Σε μια εποχή μίζερη, όπου ακόμη και μια μετριοπαθή πρόταση, όπως για παράδειγμα να έχουν όλοι και όλες πρόσβαση σε καθαρό νερό, δημιουργεί αιματηρές συγκρούσεις. Μπορούμε, επισημαίνει, να φανταστούμε επαναστάσεις στο όνομα κάποιου μεγαλειώδους οράματος, αλλά όχι για τη διασφάλιση «πως όλοι θα έχουν φρέσκα λαχανικά».
Η ζωή μακριά από αμφισημίες και νευρωτικά σημαινόμενα, ιδωμένη μέσα από ένα ηθικό αλλά όχι μεταφυσικό πρίσμα, αναδεικνύει δύο βασικά χαρακτηριστικά του νοήματός της: την αγάπη και την ευτυχία. Δύο συνιστώσες του ευ ζην, που κάποιες στιγμές μπορούν να είναι και συγκρουσιακές, όπως «όταν καλείσαι να θυσιαστείς για αυτόν που αγαπάς». Ή, πάλι, «όταν ο αγώνας για δικαιοσύνη, για γενικευμένη αγάπη, μπορεί εύκολα να οδηγήσει στο θάνατο».
Όταν ο Ήγκλετον επισημαίνει ότι η αγάπη μας δίνει τη δυνατότητα να συγκεράσουμε την ατομική ικανοποίηση με την κοινωνικότητά μας, με δεδομένο ότι η ικανοποίηση του ενός εναρμονίζεται με την ικανοποίηση του άλλου, και καθώς αυτή η αμοιβαιότητα δεν είναι δυνατή παρά μεταξύ ίσων, η καταπίεση και η ανισότητα αυτο-υπονομεύονται μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, στις σημερινές κοινωνίες έχει κυριαρχήσει η εικόνα του αυτόνομου ατόμου ως ιδανική, έχει ξεχαστεί ότι τίποτε το σημαντικό δεν μπορούμε να το κάνουμε, να το ορίσουμε μόνοι μας. «Ότι κανένα νόημα δεν μπορεί να οριστεί, το οποίο να αφορά μόνο τον εαυτό μας». Με αυτές τις δυο παρατηρήσεις, που κινούνται στο πεδίο της ηθικής, ο Ήγκλετον ορίζει ταυτόχρονα άξονες μιας πολιτικής αριστεράς, μιας αριστερής αλληλεγγύης, άξονες πάλης για το πώς θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, με αγάπη και μουσικότητα, με τζαζ και με σεβασμό, μακριά από μοναδικές αλήθειες και νοήματα, δογματισμούς και αρχηγούς-μουσικούς.
Ο Ήγκλετον προτείνει ότι η μαρξιστική κριτική μπορεί να ενσωματώσει τόσο τους οικονομικούς όσο και λογοτεχνικούς τρόπους παραγωγής και να επαναφέρει μια πολιτικοποιημένη ηθική. Άλλωστε, η διαφορά του από άλλους αριστερούς διανοουμένους είναι η αντίσταση που επιδεικνύει στην αφομοίωση του μαρξισμού σε μια «ακαδημαϊκιστική» συνθήκη. Μάχεται για τη συγκρότηση μιας χαρακτηριστικά κινηματικής αντίληψης, με συμμετοχή στο θεωρητικό γίγνεσθαι, και αισιοδοξεί για ένα μέλλον όπου θα έχουν δυναμικά επιστρέψει τα ζητήματα της ηθικής, της δικαιοσύνης και της αισθητικής.
Με μπρίο στις περιγραφές του, γεμάτες από μασέλες, ανανάδες, και χοιρινά παιδάκια, προσεγγίζει το ρεαλισμό, την αναπαραστισιμότητα, την εικονοποιία της ποίησης, όχι ως παραφράσιμο νόημα, αλλά ως σημαίνουσα μορφή, «ως το μοναδικό εκείνο είδος γλώσσας που μας προσφέρει να βλέπουμε το νόημα να παίρνει σχήμα». Τέλος, θέλοντας να συμβάλει στην αναγνώριση αυτής της ηθικής αλλά και υλικής πραγματικότητας των ποιητικών μορφών, μας έχει υποσχεθεί εδώ και καιρό ακόμη κάτι πιο φιλόδοξο: την ιστορία των ποιητικών μορφών, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά «ένας τρόπος να γραφτεί η ιστορία των πολιτικών πολιτισμών», ένας ολόκληρος κόσμος νοήματος αποκρυσταλλωμένος πλέον σε ποιητική τέχνη.