fbpx

EAGLETON COVERΤης Αγγελικής Σπυροπούλου, ΑΥΓΗ – ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ, 19 Δεκεμβρίου 2009

Τέρρυ Ήγκλετον, Κείμενα για τη ζωή, την ποίηση, την πολιτική, Επιμέλεια Ρένα Δούρου, Εκδόσεις Το Πέρασμα, σελ. 186

Ο παρών τόμος δεν αποτελεί απλή προσθήκη στις ήδη οκτώ ελληνικές μεταφράσεις από τα πενήντα περίπου βιβλία του διάσημου σύγχρονου θεωρητικού Τέρρυ Ήγκλετον. Παρότι υπογράφει ο ίδιος πολλά από τα συμπεριλαμβανόμενα κείμενα, το βιβλίο είναι περί του Ήγκλετον. Στις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνεται μια ανασκόπηση της ζωής και των ιδεών του Ιρλανδού θεωρητικού της λογοτεχνίας και του πολιτισμού, μέσα από το σχολιασμό των έργων του και την αναδιήγηση της πορείας του, από έλληνες και ξένους κριτικούς, καθώς και επιλεγμένα δικά του κείμενα και η ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε στον Δημήτρη Δημηρούλη επ’ ευκαιρία της επίσκεψής του στην Ελλάδα για μια σειρά διαλέξεων τον Νοέμβριο του 2008. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν πρόκειται για ένα απλό «εγκώμιο του ανδρός και του έργου του», αλλά μάλλον για κάτι καθολικότερο και πιο κρίσιμο, το οποίο υπηρετεί και προάγει ο Ήγκλετον: δηλαδή, το πρόταγμα της πολιτικής θεώρησης της λογοτεχνικής και πολιτισμικής θεωρίας και, αντίστροφα, τη στράτευση της θεωρίας για μια ενεργό πολιτική σκέψη και δράση.

Ενάντια στην καθαρά «κειμενική» εστίαση που κυριάρχησε διεθνώς στο πεδίο της θεωρίας από τη δεκαετία του ’70, ο Ήγκλετον, αντίθετα, ανέκαθεν επιδίωξε τη σύζευξη της θεωρίας με την πράξη, παρόμοια με κορυφαίους στοχαστές της μαρξικής κριτικής παράδοσης, όπως, για παράδειγμα, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Μπρεχτ και, πιο πρόσφατα, ο Ρέιμοντ Ουίλλιαμς και ο Σαΐντ, στους οποίους συχνά αναφέρεται και ο ίδιος. Ο Ήγκλετον δεν είναι απλώς ένας πανεπιστημιακός θεωρητικός, ο οποίος αρκείται σε ένα στενά προσδιορισμένο ερευνητικό πεδίο και απευθύνεται σε ειδικούς, αγνοώντας τις ηθικο-πολιτικές προκείμενες και συνέπειες, τόσο της έρευνάς του όσο και της θέσης του στην κοινωνία. Αντίθετα, αξιώνει τον τίτλο του δημόσιου διανοούμενου, ο οποίος παρεμβαίνει ενεργά στα πολιτικο-κοινωνικά τεκταινόμενα και επιδιώκει να μεταφέρει τις απόψεις και τις γνώσεις του στον ευρύτερο δημόσιο χώρο. Στο επίκαιρο θέμα της τρομοκρατίας, για παράδειγμα, ο Ήγκλετον τοποθετείται, όπως υποδεικνύει οξυδερκώς ο Νικόλας Σεβαστάκης, συγκρίνοντας την επιθυμία για απόλυτη, «αφηρημένη» ελευθερία, του φιλελεύθερου, καταναλωτικού ατομικισμού που κινεί την καπιταλιστική Δύση, με τον θεοκρατικό δογματισμό του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, ως προς την εξίσου καταστροφική στάση τους προς την ύλη, τη σάρκα των ανθρώπων.
Παρότι έχει συγγράψει ορισμένες εξαιρετικά πρωτότυπες μελέτες λογοτεχνικών κειμένων, ο Ήγκλετον δεν έχει διαμορφώσει μια δική του θεωρία. Εντούτοις, η συμβολή του στη διάδοση και την πολιτικοποίηση της θεωρίας είναι τεράστια. Στα πολυάριθμα βιβλία του επισκοπεί κριτικά τις ποικίλες θεωρίες ή προσεγγίσεις γύρω από ένα θέμα, προκρίνοντας έναν μεθοδολογικό πλουραλισμό τον οποίον, όπως υπογραμμίζει ο Τάκης Καγιαλής, θέτει στην υπηρεσία της πολιτικής κριτικής. Σε αυτή την επισκοπική και πλουραλιστική προσέγγιση που διακρίνει τα έργα του, οφείλεται εν πολλοίς και η ευρεία χρήση τους ως εγχειρίδια, συντελώντας στην εξάπλωση της θεωρίας εντός και εκτός πανεπιστημίου. Συνδυάζοντας με σπάνιο τρόπο τη διανοητική οξύτητα με ύφος εναργές, κατόρθωσε να «αποκαθηλώσει» τη θεωρία από τα έδρανα της πανεπιστημιακής κοινότητας, όπου ανακυκλωνόταν ως εσωτερική υπόθεση των «μυημένων», αποδεικνύοντας, αντίθετα, ότι η θεωρία μάς αφορά όλους στον βαθμό που οδηγεί στην κατανόηση του κόσμου.
Ο Ήγκλετον συνεισέφερε επίσης στη διεύρυνση του λογοτεχνικού κανόνα, μέσω της ανάδειξης του έργου γυναικών και άλλων περιθωριοποιημένων συγγραφέων και συνάμα στην αναθεώρηση του θεωρητικού κανόνα, ελέγχοντας τις σύγχρονες θεωρητικές τάσεις και αναβιώνοντας παλαιότερες, με γνώμονα το πολιτικό τους δυναμικό. Στις θεωρητικές μελέτες του, φέρνει στην επιφάνεια τις ιδεολογικές παραδοχές διαφόρων κριτικών προσεγγίσεων και αισθητικών θεωριών, και συνεπώς απομυθοποιεί επίσης το ιδεολόγημα ότι η λογοτεχνία και η αισθητική κείνται σε έναν χώρο πέραν του πολιτικού και του ιστορικο-κοινωνικού. Σε πολλά από τα πρόσφατα βιβλία του βάλλει κατά του μεταμοντερνισμού, ως κρατούσας ιδεολογικής/θεωρητικής τάσης μάλλον παρά ως καλλιτεχνικού ρεύματος. Στηλιτεύει τον άκρατο σχετικισμό τον οποίον υποθάλπει η μεταμοντέρνα σκέψη, αποκλείοντας έτσι κάθε δυνατότητα αναφοράς σε καθολικά αξιώματα ή προτάγματα και ανάγοντας κάθε πολιτικό ή ηθικό θέμα στο ζήτημα της παραγωγής και σύγκρουσης ταυτοτήτων εντός του πεδίου της «κουλτούρας», μια έννοια που τελευταία έχει διευρυνθεί υπερβολικά και σχεδόν φετιχοποιηθεί στο πλαίσιο των πολιτισμικών σπουδών.
Στο εγχείρημα αναθεώρησης του θεωρητικού κανόνα που αναλαμβάνει ο Ήγκλετον, δεν επικρίνει μόνο αλλά επίσης αναδεικνύει την πολιτική σημασία ορισμένων θεωριών, όπως για παράδειγμα του Ντεριντά, οι οποίες συχνά παρουσιάζονται σε αντιπαραβολή με τη μαρξική γραμμή σκέψης. Παρότι ο μεθοδολογικός πλουραλισμός του μπορεί να προκαλεί αντιφάσεις ή ακόμα να προδίδει κάποια αμφιθυμία, ωστόσο τείνει προς μια συνθετική κατεύθυνση ενός είδους κριτικής θεωρίας, που συνδυάζει την προσοχή στο κείμενο και την υφή του, στα σημεία και τους ήχους, αλλά ταυτόχρονα επίσης στις υλικές συνθήκες δημιουργίας και πρόσληψής του, καθώς και στους υπόγειους ιδεολογικούς δεσμούς του. Με άλλα λόγια, στις αναγνώσεις της θεωρίας και της λογοτεχνίας, που πραγματοποιεί ο Ήγκλετον, αναδεικνύει συγχρόνως την υλικότητα των κειμένων και την κειμενική διάσταση της υλικής, ιστορικής πραγματικότητας. Αναγνωρίζοντας ότι «τίποτε δεν είναι ίδιο μετά τον Σωσσύρ», επιχειρεί να συμπληρώσει τις θεωρίες που εστιάζουν στη γλώσσα, όπως ο φορμαλισμός, ο δομισμός και ο αποδομισμός, επανεισάγοντας την οπτική της ιστορίας και της ταξικής διαπάλης, της οικονομίας και της πολιτικής.
Από την άποψή αυτή, ισχύει η ομολογία του ότι στην πραγματικότητα εκείνο για το οποίο μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς δεν είναι τόσο οι πιθανές αντιφάσεις του, αλλά, αντίθετα, η υπερβολική συνέπειά του προς την αρχική πολιτική θέση και στόχευσή του. Η μέριμνα του Ήγκλετον, για το πώς η θεωρία μπορεί όχι μόνον να εξηγήσει αλλά και να αλλάξει τον κόσμο, παραμένει σταθερή σε όλη την προσωπική πορεία του και το έργο του. Άλλωστε, συμμερίζεται ρητά την προειδοποίηση του Μπένγιαμιν, ότι η καταστροφή δεν είναι απλώς επικείμενη αλλά μάλλον έγκειται στο ότι τα πράγματα συνεχίζουν ως έχουν. Επομένως, σύμφωνα με τον Ήγκλετον, το επείγον του σοσιαλισμού δεν είναι ουτοπικό, αλλά τουναντίον προκύπτει από μια άκρως ρεαλιστική ανάγκη συγκράτησης του αχαλίνωτου καπιταλισμού.
Τα ζητήματα ηθικής και δικαιοσύνης που απασχολούν διαχρονικά τον Ήγκλετον βρίσκονται στο κέντρο του προβληματισμού του, ακόμη και γύρω από θέματα που άπτονται του μεταφυσικού και της καθαρής μορφολογίας, όπως το νόημα της ζωής και η ποιητική, τα οποία πραγματεύεται στα τελευταία έργα του. Στον ορισμό του για την ποίηση, για παράδειγμα, σε ένα κείμενο που αποτελεί πρωτότυπη συνεισφορά του Ήγκλετον στον τόμο, αντλεί μεν σαφώς από τις θεωρίες των ρώσων φορμαλιστών και της Σχολής της Πράγας, ώστε να τη διακρίνει από άλλα γλωσσικά ενεργήματα, αλλά επίσης θεωρεί την ποίηση ως «ηθική δήλωση». Κι ακόμη, το κατά Ήγκλετον «νόημα της ζωής», το οποίο παρουσιάζει ο Γιάννης Βαρουφάκης, έγκειται, μάλλον προβλέψιμα, στην εκπλήρωση της ευτυχίας και της αγάπης, που όμως προϋποθέτει όχι την «ιδανική εικόνα του αυτόνομου ατόμου», την οποία προάγει ο άκρατος φιλελευθερισμός, αλλά, αντίθετα, τη συνθήκη μιας σύνθετης αρμονίας μεταξύ των ανθρώπων, όπως συμβαίνει σε ένα συγκρότημα τζαζ, που συνδυάζει το σόλο και τη συνεργασία, σε μια αυτοσχεδιαστική διαδικασία. Η σχεσιακή συγκρότηση του υποκειμένου, στην οποία εδράζεται η σύλληψη του Ήγκλετον για το νόημα της ζωής, σίγουρα οφείλει πολλά στην ψυχαναλυτική θεωρία και στα διδάγματα του δομισμού, αλλά επίσης στην ιδέα του δασκάλου του, Ρέιμοντ Ουΐλλιαμς για μια κοινή κουλτούρα, η οποία προϋποθέτει μια ηθική συλλογικής ευθύνης και πλήρους συμμετοχής σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής.
Η πορεία της σκέψης του Ήγκλετον, όπως επισημαίνει ο Κώστας Βούλγαρης στο καταληκτικό άρθρο του τόμου, διαγράφει και την πορεία της ίδιας της θεωρίας κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια, καθώς συνοψίζει πολλά από τα διλήμματα και τους προβληματισμούς της θεωρίας αλλά και της πολιτικής. Αντίστοιχα, ο τόμος είναι αντιπροσωπευτικός της πορείας αυτής, καθώς διατρέχει τις θέσεις και την κριτική δράση του Ήγκλετον. Τα επιλεγμένα κείμενα του ιδίου, που μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, σχολιάζουν γνωστούς θεωρητικούς, όπως ο Ντεριντά, ο Σαϊντ και ο Ζίζεκ, αναδεικνύουν τις πολιτικές προεκτάσεις του έργου ορισμένων κλασικών συγγραφέων ή επιχειρούν να διερευνήσουν ορισμένα θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα. Για παράδειγμα, σε ένα άρθρο του ο Ήγκλετον επαυξάνει την αναβίωση του παραδοσιακού έργου του Άουερμπαχ, την οποία εγκαινίασε ο Σαϊντ, τονίζοντας τη ριζοσπαστικότητα που ενέχεται στην ανάδειξη του κοινού και του επίγειου που επιχείρησε ο Άουερμπαχ, ενώ αλλού διαλευκαίνει τη σχέση φασισμού και συντηρητισμού στον αγγλοσαξωνικό μοντερνισμό.
Τα κείμενα των ελλήνων συγγραφέων, τα οποία είχαν αρχικά φιλοξενηθεί στις σελίδες των «Αναγνώσεων» της Αυγής, στο σχετικό αφιέρωμα στον Ήγκλετον, υποδέχονται το έργο του, το παρουσιάζουν και το αποτιμούν, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ένα γόνιμο διάλογο «περί της θεωρίας», που, όπως τονίζει ο Βασίλης Λαμπρόπουλος στο κείμενό του, δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς στις φιλολογικές σπουδές στη χώρα μας. Εκτός από τους έλληνες συγγραφείς που έχουν αναφερθεί προηγουμένως, γράφουν επίσης ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Γιώργος Μερτίκας, η Αθηνά Βογιατζόγλου, ο Νίκολας Ρο και προλογίζει η Ρένα Δούρου.
Εκείνο που αναδεικνύεται, εντέλει, από το σύνολο των σχολιαστών του Ήγκλετον σε αυτόν το συλλογικό τόμο, είναι το ενδιαφέρον του για το μέλλον της ανθρωπότητας καθολικά, πέραν της μεταμοντέρνας εστίασης στο επιμέρους και το τοπικό. Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, ο Ήγκλετον αξιοποιεί την κριτική στον φιλελεύθερο ουμανισμό που άσκησαν οι θεωρίες του εικοστού αιώνα, για να διασώσει ένα ουσιαστικά ουμανιστικό όραμα, δημιουργώντας, όπως ο Μπένγιαμιν, πολιτικά κατευθυνόμενες συστοιχίες μεταξύ όψεων του παρελθόντος και του παρόντος για την απελευθέρωση του μέλλοντος.

Η Αγγελική Σπυροπούλου διδάσκει Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία και Θεωρίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Share This