Της Βίκης Τσιώρου, Ελευθεροτυπία, 3 Μαρτίου 2010
Η ΕΛΙΖΑΜΠΕΤ ΜΠΑΝΤΙΝΤΕΡ «ΠΡΟΚΑΛΕΙ» ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ, ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ
Ηδη από το 1980 δήλωνε «Το μητρικό ένστικτο είναι ένας μύθος», προκαλώντας έντονες αντιδράσεις. Από τότε, η ιστορικός και φιλόσοφος Ελιζαμπέτ Μπαντιντέρ μοιράζει το χρόνο της μεταξύ του 18ου αιώνα, εποχή που μελετά με μεγάλη ευχαρίστηση, και του φεμινισμού. Σήμερα, δημιουργεί και πάλι σάλο με το νέο της βιβλίο: «Η Σύγκρουση. Η Γυναίκα και η Μητέρα».
Τι συμβαίνει σήμερα από την πλευρά των γυναικών; Πρόκειται για μια «αντίδραση», ενορχηστρωμένη από την Αριστερά, ενισχυμένη από την οικολογία και τους θαυμαστές της επιστροφής στη «Μητέρα Φύση», από τις φεμινίστριες που τελικά πίστεψαν πως η γυναίκα είναι διαφορετική, από τους παιδίατρους, τους ψυχολόγους αυτούς που πιστεύουν στο δεσμό παιδιού και μητέρας μέσα από το θηλασμό, ισχυρίζεται η Μπαντιντέρ στο νέο της βιβλίο. Αυτοί «οι αντιδραστικοί», λοιπόν, επιβάλλουν στις γυναίκες την ιδέα πως η καλή μητέρα είναι εκείνη που αφιερώνεται πλήρως στο μωρό της, στο οποίο οφείλει να προσφέρει τον χρόνο της, το σώμα της και την ελευθερία της. Το βιβλίο φυσικά ενοχλεί, θα λέγαμε ότι έχει προκαλέσει αναταραχή στην κοινή γνώμη αλλά και μεταξύ των επιστημόνων, όμως η ίδια υπερασπίζεται με σθένος τις απόψεις της. Αλλωστε, δεν είναι η μόνη που έχει πάει κόντρα στο ρεύμα της μητρότητας και της υποχρεωτικής ολοκλήρωσης της γυναίκας μέσα από τη γέννηση των παιδιών της. Ηδη από τη δεκαετία του ’60, η Σιμόν ντε Μποβουάρ το είχε δηλώσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Σύγχρονες γυναίκες λογοτέχνες το λένε και μάλιστα το γράφουν: Η Marie Darrieussecq στο μυθιστόρημά της «Το μωρό», γράφει για τον θηλασμό: «Κανείς δεν με είχε προειδοποιήσει πως θα ήταν τόσο πληκτικό – ή δεν το είχα πιστέψει». Η Eliette Abecassis στο δικό της «Ενα ευτυχές γεγονός» είναι πιο κατηγορηματική: «Ολοι μπορούν να κάνουν παιδιά και ωστόσο λίγοι μέλλοντες γονείς γνωρίζουν την αλήθεια, δηλαδή πως αυτό είναι το τέλος της ζωής τους».
«Η δυτική μας κοινωνία», λέει στο περιοδικό «Λε Πουάν» η Ελιζαμπέτ Μπαντιντέρ, σε μία από τις πολλές συνεντεύξεις που έχει δώσει πρόσφατα, «είναι σήμερα υπερ-ατομικιστική και ηδονιστική. Κάθε άνθρωπος αναζητά κατά προτεραιότητα την προσωπική του απόλαυση. Η γυναίκα έμαθε να λέει: “Πρώτα εγώ”. Ομως όταν αποφασίσει να κάνει παιδί, πρέπει να αντιστρέψει τα δεδομένα και να σκεφτεί: «Πρώτα εκείνο”. Ωστόσο, εδώ και τριάντα χρόνια, οι μητρικές υποχρεώσεις που δεν σταμάτησαν να αυξάνονται, κάνουν την κατάσταση των εργαζόμενων μητέρων όλο και πιο ανυπόφορη. Για να βγουν από το δίλημμα έχουν δύο πιθανότητες: είτε να επιστρέψουν σπίτι και να παίξουν το ρόλο της ιδανικής μητέρας με πλήρες ωράριο ή ημιαπασχόληση είτε να μην κάνουν παιδιά και να αποφασίσουν να ζήσουν για εκείνες, τη δουλειά τους και τη σχέση τους. Οι υπόλοιπες διαπραγματεύονται κακήν κακώς τις μητρικές τους υποχρεώσεις και τις απαιτήσεις της επαγγελματικής ζωής, με αποτέλεσμα λιγότερα παιδιά και μια καλή δόση ενοχών, ματαιώσεων και άγχους. Ομως, όταν πάνω από το ένα τέταρτο των Γερμανίδων γυρίζουν την πλάτη στη μητρότητα και σε πολλές χώρες ο αριθμός αυτών των γυναικών χωρίς παιδιά έχει σχεδόν διπλασιαστεί, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί».
Φαίνεται πως δεν είναι οι άντρες που οδηγούν τις γυναίκες πίσω στο σπίτι, αλλά ένας καινούργιος αφέντης, το μωρό…
«Βλέπω να αναπτύσσεται μια υπόγεια, ύπουλη συζήτηση που ασκεί μια ανεπίτρεπτη πίεση στις γυναίκες, μητέρες και μέλλουσες μητέρες. Προσπαθεί να τις κάνει να επιστρέψουν σε μια ξεπερασμένη άποψη της μητρότητας, που ίσχυε τις παλαιές εποχές. Επαναθέτει στην πρώτη θέση τη φύση. Το μωρό έγινε ο στόχος νούμερο ένα της μητέρας του. Και για να έχεις ένα τέλειο μωρό, θερμά υποστηρίζεται η παραμονή στο σπίτι, να θηλάζεις όλη την ημέρα και για όσο χρονικό διάστημα επιθυμεί το μωρό. Αυτή η θέση για επιστροφή στη φύση, που κάποιοι υποστηρίζουν, είναι αντιδραστική. Αγνοούνται τα φεμινιστικά κεκτημένα και οι οπαδοί της εκφράζουν, όπως άλλωστε όλη η σύγχρονη κοινωνία, μια ανησυχητική αμφισβήτηση της επιστήμης και της προόδου. Πολλοί από αυτούς δεν βλέπουν θετικά την αντισύλληψη, γιατί εμποδίζει μια φυσική διαδικασία. Εχει γίνει για κάποιους πηγή άγχους, γιατί θα προδώσουμε τη φύση, παραβιάζοντάς την. Τα φεμινιστικά κεκτημένα θεωρούνται αποτέλεσμα της τυφλής παντοδυναμίας των επιστημών και του ιατρικού σώματος πάνω στο γυναικείο σώμα. Σήμερα, στην ιδέα πως δεν γίνονται σεβαστοί οι νόμοι της φύσης δημιουργείται σύγχυση, καθώς η αποφυγή τους μπορεί να προξενήσει κινδύνους και τιμωρίες. Θα ήθελα να υπενθυμίσω κάτι που έχουμε την τάση να ξεχνάμε. Η φύση δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Είναι αυτό που είναι. Και μάλιστα, κάποιες φορές μπορεί να δείξει το σκληρό πρόσωπό της μέσα από φυσικές καταστροφές. Η φύση δεν είναι ένας παράγοντας μπροστά στον οποίο πρέπει να καθόμαστε σούζα, και ξέρω -λέγοντας αυτό- πόσο αντίθετα στο ρεύμα πηγαίνω. Εχω βαρεθεί να ακούω πως αν δεν αλλάξουμε ριζικά τον τρόπο ζωής μας, θα πεθάνουν τα παιδιά μας. Τι φοβερή ενοχοποίηση! Οι μεγάλες κλιματικές κρίσεις είναι μια υπόθεση πολλών αιώνων, που δεν περίμεναν την ανθρώπινη ρύπανση για να εκδηλωθούν. Ζούμε σε μια πλήρη αποποίηση της Ιστορίας!»
Στην ερώτηση μήπως η Ιατρική, με τις πολύ εξειδικευμένες εξετάσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της γέννας, έχει πλέον περάσει σε υπερβολικές πρακτικές, καθιστώντας μια φυσική διαδικασία ιατρικό πρόβλημα, η Γαλλίδα φιλόσοφος απαντά:
«Λιγότερος πόνος για τη μητέρα, μικρότερο ποσοστό θνησιμότητας για τα νεογέννητα. Ρωτήστε τις γυναίκες του Τρίτου Κόσμου τι πιστεύουν… Από τη δεκαετία του ’50, το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται κατά τρεις μήνες κάθε χρόνο. Αν οι επιλογές μας ήταν τόσο επικίνδυνες για την υγεία μας, θα το είχαμε διαπιστώσει. Αυτά τα εκατομμύρια μωρά που μεγάλωσαν για πολλές δεκαετίες χωρίς να θηλάσουν, αλλά με γάλα από το μπιμπερό, είναι αυτά που σήμερα ζουν πολύ περισσότερα χρόνια. Ισως θα μπορούσαμε να πούμε πως στις δεκαετίες ’50, ’60 και ’70 ασκήθηκαν πιέσεις στις γυναίκες να μη θηλάζουν. Κακώς. Ο δικός μου στόχος είναι να δώσω στην κάθε μία την ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει. Το αντισυλληπτικό, η επισκληρίδιος και η ιατρική παρακολούθηση είναι πρόοδος. Ας μην ντρεπόμαστε να το λέμε. Στη Γαλλία οι γυναίκες κάνουν πολλά παιδιά και συγχρόνως εργάζονται. Αντιστέκονται ακόμη, αλλά αισθάνονται σιγά σιγά να κάμπτονται. Εντυπωσιάζομαι να ακούω πολλές τριαντάρες που έχουν κάνει πολύ καλές σπουδές και καριέρα να μου λένε πως σκέπτονται να κάνουν παιδιά και να σταματήσουν τη δουλειά τους για τρία χρόνια. Λες και έχουν ξεχάσει πως ένα ζευγάρι στα δύο ή στα τρία χωρίζει στις μέρες μας, στο δυτικό κόσμο. Λες και θα τους είναι πολύ εύκολο να ξαναβρούν δουλειά».
Εχει αποτύχει ο φεμινισμός;
«Περάσαμε από έναν κραταιό φεμινισμό για όλον τον κόσμο σε έναν άλλο διαφοροποιούμενο και θυματοποιημένο. Τον κατατάσσω πια στα “αντιδραστικά” κινήματα. Πώς φτάσαμε έως εδώ; Απογοητευμένες από τη διατήρηση των ανισοτήτων των δύο φύλων, οι γυναίκες πίστεψαν πως έπρεπε να δώσουν έμφαση στις διαφορές της γυναικείας φύσης, στον αλτρουισμό της και στο ρόλο της τροφού. Να επανατοποθετηθεί η μητρότητα στην καρδιά της γυναικείας μοίρας. Μητέρες κατά βάθος, πρέπει να ενσαρκώνουμε μια νέα ηθική συμπόνιας και φροντίδας του άλλου. Κάτι που αμφισβητώ. Μητέρες ή όχι, οι γυναίκες μπορούν να υπάρξουν το ίδιο σκληρές με τους άντρες. Κάτω από την κάλυψη της “μητρικής φλέβας”, θεωρούν “φυσικό” πως ο προορισμός μας είναι η φροντίδα των παιδιών, των ασθενών και των ηλικιωμένων γονέων. Και με αυτή τη λογική, “απαλλάσσουμε” από τον γυναικείο πληθυσμό όλες εκείνες που δεν έχουν παιδιά και δεν θέλουν να έχουν, που αντιπροσωπεύουν ένα ποσοστό από 10% έως 25% των γυναικών, ανάλογα με τη χώρα. Ποσοστό που μπορεί να αυξηθεί στις επόμενες δεκαετίες».
Αν η μητρότητα δεν προσδιορίζει τη γυναίκα, τότε τι είναι η γυναίκα;
«Αυτή τη στιγμή, ένας Θεός ξέρει! Εχουμε χάσει τον ειδικό χαρακτήρα κάθε φύλου. Βέβαια, έχουμε ακόμη τις σωματικές μας διαφορές, αλλά όλοι γνωρίζουμε πως δεν αρκούν για να δημιουργήσουν ένα αίσθημα ταυτότητας. Με το μοίρασμα των ρόλων και των λειτουργιών καταργήσαμε τα όρια. Εδώ και είκοσι χρόνια, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε την ανδρική ταυτότητα. Βρισκόμαστε στη μέση μιας επανάστασης που αφορά την προσωπική μας ταυτότητα. Αντίθετα με πολλούς που τη φοβούνται, εγώ τη βρίσκω απελευθερωτική και ενδιαφέρουσα».