fbpx

ΥalomΤης  Ρένας Δούρου, Η Αυγή της Κυριακής, 7 Μαρτίου 2010

MARILYN YALOM, Ο καιρός των καταιγίδων. Η Γαλλική Επανάσταση στη μνήμη των γυναικών. Αριστοκράτισσες, αστές και χωρικές αφηγούνται, Μετάφραση: Έυη Κλαδούχου, Eκδόσεις Άγρα, σελ 405

«Μου ήταν εύκολο να παίζω το ρόλο του άνδρα γιατί πάντοτε με ταπείνωνε η υποτέλεια και οι προκαταλήψεις με τις οποίες η ανδρική υπεροψία κρατούσε το φύλο μας καταπιεσμένο»
(από το βιβλίο, σελ. 41)

Η Μαίριλιν Γιάλομ διευθύνει τις σπουδές για τις Γυναίκες και το Φύλο στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και μας έχει «συνηθίσει» στους περιέργους τίτλων ερευνών και συγγραμμάτων: «Η ιστορία του γυναικείου στήθους», «Η γέννηση της βασίλισσας του σκακιού» και άλλα βιβλία, μεταφρασμένα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Άγρα.

Σε τούτο το βιβλίο το κεντρικό θέμα είναι το πώς θυμήθηκαν και κατέγραψαν την Γαλλική Επανάσταση οι γυναίκες οι οποίες τόλμησαν να γράψουν απομνημονεύματα. Τι επέλεξαν να θυμηθούν, πώς μετέτρεψαν αυτές τις αναμνήσεις τους σε απομνημονεύματα, πως επεξεργάστηκαν τα ιστορικά γεγονότα της Επανάστασης, η οποία ξεκίνησε με το γενικό σάλπισμα για συμμετοχή όλων και τελείωσε αρνούμενη στις γυναίκες την επίσημη ιδιότητα του πολίτη και βεβαίως το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι σε ιδιωτικές λέσχες. Οι Γαλλίδες θα έπρεπε να περιμένουν 150 χρόνια ωσότου τους δοθεί το δικαίωμα ψήφου, το 1945, σχεδόν έναν αιώνα μετά την κατοχύρωση του «καθολικού» δικαιώματος ψήφου των ανδρών, το 1848.

Με βασικό στόχο την αποκατάσταση, στην ιστοριογραφία της Επανάστασης, του τρόπου που την αντελήφθησαν οι γυναίκες, η συγγραφέας επιχειρεί με εξαιρετικά επιτυχημένο τρόπο την έμφυλη περιοδολόγηση αυτής της τόσο κρίσιμης εποχής για την Γαλλία και τον κόσμο ολόκληρο. Σε αυτό το αποτέλεσμα για την ελληνική έκδοση, σημαντική συμβολή έχει και η μεταφράστρια, Ε. Κλαδούχου, η οποία με την παράθεση καίριων σημειώσεων φωτίζει ενδελεχώς το ιστορικό πλαίσιο. Να σημειωθεί, ότι ενώ πλέον των χιλίων ανθρώπων της εποχής επιχείρησαν να μοιραστούν τις αναμνήσεις τους από την Επανάσταση με κάποια μορφή δημοσιευμένου κειμένου, αλλά μονάχα δεκαοκτώ ήταν γυναίκες. Κανέναν, βεβαίως, δεν εκπλήσσει, όπως ορθά επισημαίνει η συγγραφέας, ότι τα δυο τρίτα των γυναικών που έγραψαν απομνημονεύματα ανήκαν στην αριστοκρατική τάξη. Τούτο θα μπορούσε να αποδοθεί αποκλειστικά στο μορφωτικό πλεονέκτημα της ταξικής τους προέλευσης, αλλά υπήρχαν και πολιτικοί λόγοι. Μετά το 1815, όπου παρατηρείται η δημοσίευση των περισσοτέρων εξ αυτών των κειμένων, οι αντεπαναστατικές αφηγήσεις των συγγραφέων -είτε ήταν κυρίες της Αυλής, είτε απλές συγγενείς της βασιλικής οικογένειας από την επαρχία- είχαν την επίσημη ευλογία των νέων μοναρχών, του Λουδοβίκου ΙΗ’ και του Καρόλου Ι.

Κι όπως είναι εύλογα κατανοητό, τα απομνημονεύματα αυτά είναι ενδεικτικά παραδείγματα που συνδέουν την πρόοδο των γυναικών στη συγγραφική δραστηριότητα με τη σχέση τους με κάποιο διάσημο άνδρα. Πρόκειται για μια περίοδο όπου οι γυναίκες γίνονται αντιληπτές «ως συγγενή όντα». Άλλωστε, μια σειρά μελετητών των γαλλικών αυτοβιογραφικών κειμένων, του 18ου και 19ου αιώνα, ισχυρίζονται ότι οι γυναίκες συγγραφείς αυτοβιογραφιών, όπως η πλειονότητα αυτών που συναντάμε και στο βιβλίο της Γιάλομ, προσδιορίζουν τον εαυτό τους «σε σχέση με το βιολογικό τους φύλο». Πιστεύουν στην ύπαρξη μιας προκαθορισμένης γυναικείας φύσης και συμμορφώνονται με προδιαγεγραμμένους ρόλους. Παρόλο που πράγματι οι γυναίκες και τούτου του βιβλίου σκέφτονται τον εαυτό τους, κυρίως σύμφωνα με το ρόλο τους στην οικογένεια και συναινούν με την κυρίαρχη έμφυλη ιδεολογία της εποχής, του τόπου και της τάξης τους, η Γιάλομ κατορθώνει να μην περιοριστεί στην έλλειψη ατομικότητας και στην ανεπάρκειά τους. Οι ογδόντα γυναίκες απομνημονευματογράφοι που αποτελούν τις περιπτώσεις μελέτης διαθέτοντας διαφορετικές εμπειρίες ζωής και σίγουρα σημαντική προσωπικότητα, δεν συνδράμουν επ΄ ουδενί στην αφοριστική γενίκευση της ύπαρξης «γυναικείας συλλογικότητας» της εποχής.

Αυτό όμως που τις χαρακτηρίζει συλλογικά είναι η «ενοχή του επιζώντος», όρος που εισήχθηκε μεταγενέστερα, στον εικοστό αιώνα, για την εμπειρία του Ολοκαυτώματος. Η εμπειρία τού να έχει κανείς επιβιώσει, όταν τόσοι πολλοί έχουν χαθεί, οδηγεί και στην περιβόητη ρήση της Κόμισσας de Bohm: «Σ’ αυτή την εποχή της φρικτής ανάμνησης, κάθε Γάλλος ήταν είτε συνένοχος είτε θύμα» (σελ. 15).

Περιορισμένες στην ιδιωτική σφαίρα, χωρίς δικαιώματα, χωρίς τις ευθύνες της δημόσιας παρέμβασης -με εξαίρεση ίσως των δύο δημοκρατικών, Ρολάν και Ντε Σταλ- καμιά δεν είχε τη δυνατότητα να γίνει καταστροφική συνένοχος. Αντίθετα, συμπεριλαμβανομένων και των προαναφερθέντων κυριών, είδαν όλες τον εαυτό τους ως θύμα. Κυρίως συσχέτισαν τη θυματοποίησή τους με το φύλο τους, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, τόπου και τάξης. Θυμούνται πώς αντιστέκονταν στις ερωτικές προτάσεις των δεσμοφυλάκων τους. Μας εξηγούν με τρόπο εύγλωττο τι σημαίνει να αποβάλεις κατά τη διάρκεια μιας αιματηρής διαδήλωσης, να ιππεύεις έγκυος στο πεδίο της μάχης, να έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στο θηλασμό του μωρού ή στο να ακολουθήσεις το σύζυγο στο πεδίο των μαχών. Η μητρότητα στο επίκεντρο∙ και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Κατά τη δεκαετία του 1790, ολόκληρο το γαλλικό έθνος βρισκόταν υπό την επήρεια των ρουσσοϊκών στοχασμών, που ήθελαν τις γυναίκες περιορισμένες στο ρόλο της αφοσιωμένης συζύγου και της μητέρας που θηλάζει. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η συγγραφέας, «στη μυθολογία της Γαλλικής Επανάστασης το μητρικό γάλα ρέει μαζί με το αίμα των πατριωτών». Οι διαφωνούντες ελάχιστοι, όπως ο Κοντορσέ που αναρωτιόταν πώς είναι δυνατόν οι γυναίκες να ήταν τόσο παθιασμένες με κάποιον [Ρουσσώ] που τις αντιμετώπιζε ως εκ φύσεως κατώτερες από τους άνδρες κι ικανές μόνο για τις οικιακές εργασίες. Ακόμη και οι Ρολάν και Ντε Σταλ, γυναίκες με αυξημένη πολιτική δραστηριότητα, για τα περιθώρια που τους δίνονταν, υπήρξαν φανατικές οπαδοί του Ρουσσώ.

Τόσο στο βασιλικό, όσο και στο δημοκρατικό στρατόπεδο δεν ήταν όμως λίγες οι γυναίκες που αγνόησαν την απαγόρευση της γυναικείας στράτευσης και, μεταμφιεσμένες σε άνδρες, πολέμησαν. Κόντρα στους κυριάρχους έμφυλους κανόνες, επέδειξαν πρωτοφανή δράση, αρνήθηκαν να υιοθετήσουν παθητική στάση, συμμετείχαν στο επαναστατικό έπος, χειρίστηκαν τους πολιτικούς κανόνες, τους φτιαγμένους για να τις αποκλείουν, και μας κληρονόμησαν απομνημονεύματα και μαρτυρίες μεγάλης τεκμηριωτικής αξίας. Από τη σύζυγο του δεσμοφύλακα της Μαρίας-Αντουανέττας και την Ζανλί, από τη Ρενέ Μπορντερώ και τη Ντε Τουνζέλ, από την Ολυμπία ντε Γκούζ και την Ντε λα Τούρ ντυ Πεν ακούγεται αιώνες μετά δυνατά κι εύληπτα το «Ήμασταν κι εμείς εκεί!».

Η Ρένα Δούρου είναι μέλος του Δικτύου Γυναικών ΣΥΡΙΖΑ

Share This