Του Niko Ago, Η Αυγή της Κυριακής, 21 Μαρτίου 2010
Μιλούν για την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού τέσσερις άνθρωποι που, από τη δική του πλευρά ο καθένας, είναι συστατικό ενός μείγματος που αποτελεί τον πυρήνα του ζητήματος. Ένα παιδί μεταναστών, ένας μετανάστης πρώτης γενιάς, μία πολιτική επιστήμονας που σπούδασε στη Γαλλία και μια ακτιβίστρια που σήμερα έχει θέση ευθύνης.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΦΟΛΑΪΑΝ – Παιδί μεταναστών από Νιγηρία
Ο ρατσισμός (είναι και) μέσα μας
Κάποτε πίστευα ότι ο ρατσισμός δεν έχει πρόσωπο και ότι ο καθένας μας έχει υπάρξει ρατσιστής με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ανάλογα με την περίσταση.
Έχω νιώσει τον ρατσισμό και τη διάκριση από κάποιους Έλληνες που ο φόβος τους για το μέλλον αναζητεί εξιλαστήρια θύματα. Έχω νιώσει τον ρατσισμό και τη διάκριση από Αλβανόφωνους μετανάστες που αρέσκονται να χαβαλεδιάζουν μεταξύ τους κοροϊδεύοντας άλλους αλλοεθνείς σαν μια μορφή εκτόνωσης από την πίεση που οι ίδιοι δέχονται. Έχω ακούσει από φίλους μου για το πόσο σνομπ και ψηλομύτες είναι οι Παριζιάνοι απέναντι σε όποιον δεν μιλάει γαλλικά. Πώς οι Κινέζοι κυριεύουν την αγορά. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να βλέπει με καχυποψία Αλγερινούς εξαιτίας κάποιων μεμονωμένων συμβάντων βίας. Έχω νιώσει έντονα τον ρατσισμό και τις διακρίσεις που ο θρησκευτικός κόσμος επιβάλλει θεωρώντας, καθένας ξεχωριστά, τη δική του θρησκεία ως την απόλυτη αλήθεια και των άλλων ως ένα λάθος που πρέπει να διορθωθεί. Έχω νιώσει τον ρατσισμό και τη διάκριση από αναρχικούς όταν, στην προσπάθειά μας για αυτοοργάνωση και επιβίωση μέσω της τέχνης που αγαπάμε, αρνήθηκαν να μας υποστηρίξουν γιατί θεωρούσαν ότι το να ζει κάποιος από την τέχνη του είναι λάθος, δίνοντάς μου να καταλάβω ότι τελικά πρέπει όλοι μας να έχουμε ένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι μας κι αυτό που αγαπάμε να μην είναι παρά μονάχα ένα χόμπι.
Ο ρατσισμός και οι διακρίσεις ίσως να μην έχουν πρόσωπο. Αν όμως κοιτάξουμε καλύτερα στον καθρέφτη, θα διακρίνουμε στο πρόσωπό μας κάποια σημάδια που αφήνουν ο φόβος, η προκατάληψη και ο δογματισμός.
ΑΡΝΤΙ ΣΤΕΦΑ – Μετανάστης από Αλβανία
Υπάρχει ρατσισμός και ανάμεσα στους μετανάστες
Μύθος η πραγματικότητα; Καθόλου μύθος, θα έλεγα εγώ. Και δεν μου το έχουν πει, το έχω δει με τα μάτια μου. Εμπλεκόμενοι και στις δυο περιπτώσεις, συμπατριώτες μου Αλβανοί. Κάπου στην Πειραιώς κοντά σε ένα φανάρι, ένα απόγευμα που γυρίζω από τη δουλειά. Πλάι μου ένα αυτοκίνητο με τρεις επιβάτες που ακούνε δυνατά αλβανική μουσική. Ο Πακιστανός προσπαθεί να καθαρίσει τα βρώμικα τζάμια του αυτοκίνητου τους. Από μέσα, οι φωνές διαπερνάνε και τη μουσική που ακούγεται στη διαπασών: φύγε, ρε μαύρε, από ‘κεί. Να πας στην πατρίδα σου, ρε κακομοίρη, που θες και Ευρώπη!!!
Και η δεύτερη περίπτωση ξανά ανάμεσα σε μετανάστες σε γραφείο του ΟΑΕΔ τούτη τη φορά. Ένας μαύρος μετανάστης προσπαθούσε να μπει εκτός σειράς. Οι άλλοι, σχεδόν όλοι μετανάστες από την Αλβανία, δεν τον αφήνουν. Φεύγει θυμωμένος και μονολογώντας και γυρνάει σε λίγα λεπτά πίσω συνοδευόμενος από δύο αστυνομικούς. Δείχνει με το δάχτυλο τον πρώτο μετανάστη που διαμαρτυρήθηκε για την «παρασπονδία» του λέγοντας ότι τον χτύπησε. Οι αστυνομικοί τού περνάνε χειροπέδες, παρά τη σύσσωμη και έντονη διαμαρτυρία των υπολοίπων, αλλά και της υπαλλήλου του ΟΑΕΔ που δεν είχε λόγο να λέει ψέματα. Μαζί με του αστυνομικούς έφυγε και ο Αφρικανός που κατήγγελλε τον «ξυλοδαρμό» του.
Τη θέση του χθεσινού “Αλβανού” στο φθηνό μεροκάματο το έχουν πάρει πλέον οι αφρικανοί. Και το «αστείο» του εργοδότη μου «αυτοί κάνουν πως δουλεύουν κι εγώ πως τους πληρώνω» δεν είναι και τόσο αστείο…
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΛ ΣΑΛΕΧ
Η διόρθωση μιας διαρκούς αδικίας
Η Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού φέτος στη χώρα μας έχει διαφορετική χροιά από τα παρελθόντα έτη. Στην Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού φέτος στη χώρα δεν θα χρειαστεί να επαναλάβουμε τα συνήθη ευχολόγια και τις λέξεις κενές περιεχομένου. Κι αυτό γιατί την Τρίτη 16 Μαρτίου έγινε ένα ιστορικό βήμα: άλλαξε ο κώδικας ιθαγενείας και τα παιδιά των μεταναστών, τα παιδιά αυτά που τα αντιμετωπίζαμε μέχρι σήμερα ως παρίες, αποκτούν το αυτονόητο δικαίωμα στην ιθαγένεια -το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στο όνειρο, το δικαίωμα στο δικαίωμα, που επί σειρά ετών τους το στερούμε. Και μαζί μ’ αυτά θα νιώσουμε κι εμείς, για λίγο, εθνικά υπερήφανοι. Και, ποιος ξέρει, ίσως και να μας παρασύρει η αισιοδοξία και η χαρά τους.
Ναι, το ψηφισθέν νομοσχέδιο ίσως να είναι δειλό, ναι, ίσως να είναι και άδικο, αλλά το βήμα έγινε και δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα επιστροφής σε πρότερες μεσαιωνικές καταστάσεις, καθώς μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου παράγονται έννομες συνέπειες από το Σύνταγμα που δεν μπορούν να καταργηθούν.
Βέβαια, η ιθαγένεια δεν είναι πανάκεια. Δεν είναι το μαγικό ραβδάκι δια μέσου του οποίου επιλύονται όλα τα προβλήματα. Ο νόμος αυτός αποτελεί ένα ιστορικό βήμα που θα αποτιμηθεί ιστορικά. Δεν θα πρέπει όμως να τον εγκαταλείψουμε στην τύχη του και να επαναπαυθούμε στα δίκαια μας καταγγέλλοντας απλώς τον διπλανό μας. Χρειάζεται κόπος και επαγρύπνηση. Χρειάζονται πολιτικές πρωτοβουλίες αλλά και πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών. Πρόκειται για ένα στοίχημα που δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε. Και το στοίχημα θα χαθεί εάν επιτρέψουμε να υπάρξουν στην Ελλάδα δύο κατηγορίες Ελλήνων. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, οδηγούμαστε στον εκφασισμό της κοινωνίας που όταν αυτός ολοκληρωθεί θα είναι τραχύς, αιματηρός, μη αντιστρέψιμος και οπωσδήποτε καθολικός, καθώς είναι σαφές ότι δεν υφίσταται επιλεκτικός φασισμός.
ΣΩΤΗΡΙΑ ΛΙΑΚΑΚΗ, Πολιτικός επιστήμων
Ο αγώνας κατά του ρατσισμού πρέπει να είναι διαρκής
Ο ρατσισμός δεν είναι μια ασθένεια που μπορούμε απλώς να την θεραπεύσουμε. Μας ενοχλεί τόσο, ακριβώς επειδή παρεισφρέει ύπουλα όταν δεν το περιμένουμε, εκεί που θεωρούμε ότι έχει σταματήσει να υπάρχει.
Κοινωνικός, φυλετικός, θεσμικός, είναι μερικά από τα πολλά πρόσωπα του σύγχρονου ρατσισμού, που ωστόσο όλα σχετίζονται με τον αποκλεισμό από κοινωνικά αγαθά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται η αναγνώριση, ο σεβασμός αλλά και οι δυνατότητες πρόσβασης ευάλωτων ομάδων σε υψηλού κύρους κοινωνικές θέσεις.
Σήμερα ο ρατσισμός εμφανίζεται στην Ελλάδα με διαφορετική ένταση από παλαιότερα: ο πάντα παρών αντισημιτισμός αλλά και η πρόσφατη ισλαμοφοβία, η ομοφοβία, η γενική ανησυχία ότι «μαύρισε ο τόπος», καθώς και η αγανάκτηση για την υποβάθμιση ολόκληρων συνοικιών, τη στιγμή που αποσιωπάται η «αποχώρηση» του κράτους και των υπηρεσιών του από αυτές.
Ο «εχθρός», ο «ξένος», είναι ο κάθε φορά διαφορετικός. Τόσο διαφορετικός, ώστε να μοιάζει καταδικασμένος στο περιθώριο μιας δήθεν ομοιογενούς κοινωνίας, η οποία ωστόσο ιστορικά ενέταξε μειονότητες, διαμόρφωσε πληθυσμούς και μαζί συγκρότησε μια συνεχώς ανανεούμενη πολιτική κοινότητα που σήμερα για άλλη μια φορά καλείται σε μετασχηματισμό και σε άνοιγμα του δημοκρατικού πεδίου. Μπορούμε λοιπόν να ελπίζουμε ότι ο ρατσισμός θα σταματήσει να υπάρχει;
Η συνεργασία πολιτικών και κοινωνικών φορέων, η συνεπής και με συνέχεια αντιρατσιστική δράση ατόμων και συλλογικοτήτων, η παρέμβαση με αντιρατσιστική εκπαίδευση ήδη από μικρή ηλικία, θα επιτρέψουν όχι μόνο την υπέρβαση του ορατού και έντονα επιθετικού εθνοφυλετικού ρατσισμού, αλλά και του υπόγειου και λανθάνοντα, που, συνδέοντας την φιλανθρωπία με τον ρατσισμό, λυπάται τους ανθρώπους ακριβώς για τη διαφορετικότητά τους.