Του ΣΤΑΘΗ ΓΟΥΡΓΟΥΡΗ, “Ελεύθερο βήμα”, Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 13 Μαΐου 2010
Σε κείμενο που είχα γράψει μετά τις καταιγιστικές φωτιές στην Ηλεία («Οι εμπρηστές είμαστε εμείς» «Ελευθεροτυπία», 13-9-2007) είχα φτάσει στο συμπέρασμα ότι «ως κοινωνία έχουμε σαφείς τάσεις αυτοκτονίας» και ότι «αν συνεχίσουμε έτσι θα δολοφονήσουμε και τα παιδιά μας».
Το θεωρώ δυστυχία οι προβλέψεις αυτές να έχουν επαληθευτεί ήδη από τον Δεκέμβριο 2008 και να συνεχίζουμε ακάθεκτοι σε ακόμη μεγαλύτερα βάθη αυτοκαταστροφής.
Οι θέσεις μου δεν έχουν αλλάξει. Εξακολουθώ να θεωρώ το «εμείς» κύριο υποκείμενο ευθύνης. Η κοινωνία μας, όχι το κράτος ή το σύστημα ή δεν ξέρω τι άλλο και τι ξένο, είναι υπεύθυνη για το αν θα επιζήσει ή θα καταστραφεί. Αυτό, αν στοιχειωδώς επιθυμούμε την αυτονομία μας. Προφανώς και δεν αντιπροσωπεύω τη λογική ΔΝΤ ή την οριενταλιστική στάση των Γερμανών και λοιπών «δυτικών» ή την αμείλικτη βία των χρηματικών αγορών, που βλέπουν στην Ελλάδα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία κερδοσκοπίας. Ούτε, δε, την ηθική τάξη κάποιας αφ’ υψηλού διανόησης. Γιατί, όσον τουλάχιστον αφορά το οικονομικό πρόβλημα, κανείς μας δεν έχει χέρια καθαρά. Το λέω με την απλούστερη έννοια: ποιος δεν έχει πληρώσει, έστω μία φορά, σε συνεργείο αυτοκινήτων τον κατά τα άλλα ικανότατο και τιμιότατο μηχανικό του χωρίς ΦΠΑ;
Με απασχολεί η αντίδραση της κοινωνίας, η πρωτοφανής -δικαιολογούμενη μεν, αλλά ανεξέλεγκτη και απέλπιδα- οργή της. Υπερασπίζομαι το δικαίωμα μιας κοινωνίας στην εξέγερση. Οι εξεγέρσεις πολιτών είναι συστατικό της δημοκρατίας. Στην κοινωνική φαντασία των Αθηναίων, η στάσις θεωρείται μεν πρόβλημα που πρέπει να λυθεί, αλλά ποτέ δεν απαξιώνεται. Ο,τι και να λέει ο φιλελευθερισμός, απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατίας δεν είναι η συμφωνία, αλλά η διαφωνία. Δημοκρατία μπορεί να λειτουργήσει χωρίς συμφωνία, έστω και δύσκολα, αλλά χωρίς διαφωνία η δημοκρατία δεν λειτουργεί καθόλου. Παύει να υφίσταται.
Γιατί, η ίδια η έννοια της διαβούλευσης στη δημοκρατία είναι μια αγωνιστική διαδικασία, όχι απλώς ανταλλαγή απόψεων. Εκεί φαίνεται η σημασία της ισηγορίας και της παρρησίας. Η ισηγορία μετράει σε συνθήκες σύγκρουσης -εκεί διακυβεύεται η ισότητα του λόγου και η ισονομία των πολιτών, ασχέτως των κατά τα άλλα κοινωνικών τους διαφορών. Η δε παρρησία αποτρέπει τη συγκατάβαση σε σχέση με τον λόγο του άλλου, που θα επέφερε την οικειοποίησή του προς όφελος μιας δήθεν σύμβασης και συμφωνίας.
Ομως, καμία εξέγερση δεν νομιμοποιείται αφ’ εαυτής. Κάθε εξέγερση πρέπει να κερδίσει το δίκιο της γιατί καμία εξέγερση δεν έχει το δίκαιο με το μέρος της εξ ορισμού, ακόμη κι αν έχει το δικαίωμα.
Η πρώτη μου σκέψη για τη μαζική αντίδραση της 5ης Μαΐου ήταν, γιατί όχι νωρίτερα; Γιατί όχι εκείνο το επαίσχυντο καλοκαίρι του 2007 όταν κάηκε ολόκληρη η χώρα; Οταν κυβερνούσαν οι πολιτικοί αυτουργοί μιας καταστροφής των στοιχειωδών προϋποθέσεων μιας υγιούς ζωής σε αυτή τη χώρα, με επιπτώσεις σε μέλλουσες γενιές που, αν τις σκεφτούμε σε αυστηρά χρονικά πλαίσια, υπερβαίνουν κατά πολύ τα χρονικά πλαίσια μιας νομισματικής δουλείας τύπου ΔΝΤ. Ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι μετά από εκείνη την καταστροφή, η κοινωνία μας επανεξέλεξε την κυβέρνηση που της είχε κάψει το μέλλον. Για να εισπράξει το αναμενόμενο: τη μεγαλύτερη κυβερνητική ανομία που έχουμε δει στη μεταπολίτευση, με αποκορύφωμα την αυθαιρεσία που οδήγησε στη δολοφονία ενός 15χρονου.
Αν υποθέσουμε ότι υπήρξε εντέλει τιμωρία αυτής της κυβέρνησης στην κάλπη, αυτή ήρθε αργά. Η τωρινή -τόσο αργοπορημένη- εξέγερση σε τι αποβλέπει; Να ρίξει την τωρινή κυβέρνηση; Μα, αυτή είναι δέσμια τετελεσμένων πολιτικο-οικονομικών δεδομένων, στα οποία έχουμε συμβάλει – προσοχή: όχι προκαλέσει – όλοι μας. Η επίθεση στο Κοινοβούλιο – με αυστηρά ιστορικούς όρους, επαναστατική πράξη – στοχεύει σε τι; Να τρομάξει μήπως το ΔΝΤ; Να διδάξει στους Ευρωπαίους κάποιο μάθημα; Να εμπνεύσει τους ανά τον κόσμο καταπιεσμένους;
Κατανοώ ότι η οργή δεν έχει λογική. Δεν μπορεί όμως να μην έχει στόχους. Αλλιώς παύει να έχει πολιτική σημασία. Και τώρα χρειάζεται να αναλάβουμε τεράστιες πολιτικές ευθύνες ως κοινωνία, ακριβώς επειδή εξωτερικές δυνάμεις μάς επιβάλλουν οικονομικές ευθύνες. Αν αμφισβητούμε το κράτος ως φορέα της αυτονομίας της χώρας, προφανώς και δεν μπορούμε να ζητάμε από το κράτος να τα βγάλει πέρα για πάρτη μας. Το στοίχημα παίζεται στο δικό μας τραπέζι.
Τούτο δεν σημαίνει ότι, ρεαλιστικά, εξωτερικές δυνάμεις δεν μας πιέζουν, και μάλιστα εξοντωτικά. Πότε, όμως, η Ελλάδα στη σύγχρονη ιστορία καθόρισε εξ ολοκλήρου κυρίαρχα το μέλλον της; Οταν η οργή μας αγνοεί τις δυνάμεις της ιστορίας, επειδή, συναισθηματικά, είμαστε δεμένοι σε κάτι που πρέπει να είναι εντελώς δικό μας, τότε εμφανίζονται επικίνδυνες εθνικιστικές τάσεις στην ορμή της εξέγερσης. Η επίθεση στη Βουλή γίνεται τσαμπουκάς.
Αναμφισβήτητα, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, η κυβέρνηση πρέπει να φέρει στη Δικαιοσύνη, με απτά στοιχεία, υπεύθυνους σε όλα τα επίπεδα: βουλευτές, δικαστικούς, γιατρούς, εργολάβους, βιομήχανους, εκπαιδευτικούς, γραφειοκράτες. Αν δεν το κάνει, ακόμα και η ειλικρινής αφιέρωσή της στη σωστή διαρρύθμιση θα χάσει κάθε κύρος. Ο στόχος όμως της αντίστασής μας δεν πρέπει να είναι η κυβέρνηση, αλλά η δική μας επιλεγμένη αλλαγή τρόπου ζωής.
Στην Αργεντινή, στις δύσκολες στιγμές που είχαν γονατίσει τη χώρα, είδαμε μορφές αυτοδιαχείρισης που είχαν ξεχαστεί από την εποχή του Ισπανικού Εμφυλίου. Δεν ξέρω ποια θα ήταν μια γνήσια ελληνική μορφή αυτοδιαχείρισης, αλλά θα ήθελα να πιστεύω ότι είναι δυνατή. Η αυτοδιαχείριση είναι η πιο μεγαλειώδης εξέγερση μιας κοινωνίας.
*Ο Στάθης Γουργουρής διδάσκει Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια
ssg93@columbia.edu