fbpx

CrisisΤου Κώστα Βούλγαρη, Η ΑΥΓΗ, 23 Μαΐου 2010

Παρακολουθώντας εφημερίδες, τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, έχω την αίσθηση πως το μεγαλύτερο μέρος του εγχώριου δημόσιου λόγου αναλώνεται σε κορώνες. Κάποιοι μάλιστα θέτουν ως πολιτικό στόχο την …εθελούσια έξοδο της χώρας από την Ευρώπη και το κοινό νόμισμα, ενεργοποιώντας τα αειθαλή εθνικολαϊκά στερεότυπα και υποσχόμενοι την επιστροφή στον παράδεισο της δραχμής (χωρίς ευρωπαϊκές επιδοτήσεις;). Κάποιοι άλλοι, αναπαράγουν ανεπεξέργαστη την καφενειακή φιλολογία περί παρακμής του πολιτικού συστήματος, ενσωματώνοντας άκριτα την αντιπολιτική αμφισβήτηση της Δημοκρατίας, η οποία αμφισβήτηση δεν έχει βέβαια καμία σχέση με την αριστερή κριτική του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος. Έτσι, είναι λογικό κάθε «έξωθεν» ψύχραιμη νότα να δημιουργεί αίσθηση, έστω κι αν λέει τα αυτονόητα.
Αυτό συνέβη με την πρόσφατη αγόρευση του Ντανιέλ Κον-Μπετίτ στο Ευρωκοινοβούλιο, η οποία, μέσω του you tube, αυτές τις μέρες έκανε έναν απίστευτο κύκλο στο ίντερνετ. Δεν είπε κάποιες σοφίες ο ευρωβουλευτής, αλλά έκανε ό,τι θα έπρεπε να έχει κάνει ένας έλληνας συνάδελφός του ή ένας οποιοσδήποτε αριστερός συνάδελφός του: μίλησε για τη δυναστεία των χρηματιστών, για τις φρεγάτες και τα αεροπλάνα (γερμανικής και γαλλικής κατασκευής) που αγοράζουμε, μίλησε για το Κυπριακό και τη μείωση των εξοπλισμών Ελλάδας και Τουρκίας, για τα ληστρικά επιτόκια με τα οποία μας δανείζουν οι ευρωπαίοι εταίροι, για την εξωφρενική μείωση των μισθών των 1000 ευρώ, για την ανάγκη να μπει στο κάδρο και στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων η κοινωνία, η εργασία, οι συνδικαλιστικοί φορείς κλπ κλπ, μίλησε για την Πορτογαλία και την Ισπανία, που έπονται σε αυτό το φαύλο κύκλο.
Είπε όμως και κάτι άλλο ο Κον-Μπετίτ, επί της ιδεολογικής δεσπόζουσας που συνέχει το τοπίο της νεοελληνικής κοινωνίας: «Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ταύτιση του πολίτη με το κράτος. Καθένας για την πάρτη του».
Πριν σπεύσει κανείς να διαβάσει αυτή τη φράση ως ηθικολογικό αφορισμό, πριν τη συσχετίσει με όσα διαβάζουμε κάθε Κυριακή στις συντηρητικές επιφυλλίδες του Βήματος και της Καθημερινής, καλό θα ήταν να αναλογιστούμε την αφετηρία αυτής της απόφανσης του Κον-Μπετίτ: αφετηρία της είναι το ευρωπαϊκό κεκτημένο, δηλαδή οι αιώνες διαφωτισμού, που διαμόρφωσαν το ευρωπαϊκό κοινωνικό τοπίο∙ αφετηρία της είναι η έννοια του πολίτη, προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης∙ αφετηρία της είναι όλα όσα νοηματοδότησαν την ταύτιση του πολίτη με το δημοκρατικό κράτος, αλλά και έκαναν αυτή την ταύτιση να διαφέρει παρασάγγες από την αντίστοιχη ταύτιση στην Αμερική ή την Ασία. Και είναι αυτό το ευρωπαϊκό κεκτημένο που βάλλεται τις τελευταίες δεκαετίες από την παντοδυναμία των χρηματιστηρίων, είναι αυτή η δημοκρατική παράδοση που «ρευστοποιείται» ως ελευθερία των αγορών, εξαφανίζοντας, ακόμα και από τη συζήτηση, την ισότητα, όπως διορατικά έχει αναλύσει ο Λουτσιάνο Κάνφορα στα δύο βιβλία του περί Δημοκρατίας (εκδόσεις Μεταίχμιο), τα οποία έχουμε παρουσιάσει εκτενώς από τις σελίδες μας.
Κατά βάση, ο Κον-Μπετίτ έχει δίκιο. Οι δε αιτίες, για αυτή τη σχέση των νεοελλήνων πολιτών με το κράτος, είναι προφανές πως πρέπει να αναζητηθούν στη μακρά διάρκεια, σε όλη διαδρομή του νεοελληνικού έθνους-κράτους. Και εδώ ο λόγος είναι στην αρμοδιότητα των ιστορικών και των κοινωνικών επιστημόνων, όχι στην αυτοσχέδια ρητορεία. Αλλά, για να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα από τη διαπίστωση του Κον-Μπετίτ, αυτό ακριβώς το ιδεολογικό υπόστρωμα είναι και η αιτία για τις αναιμικές κοινωνικές αντιδράσεις απέναντι στα πρωτοφανή μέτρα της κυβέρνησης.
Χρειάζεται βέβαια μια εξήγηση, χρειάζονται εργαλεία ερμηνείας, αλλά, καθ’ όσον με αφορά, δεν μπορώ να προσφύγω παρά στο λόγο της ποίησης. Επειδή μάλιστα για τα σοβαρά θέματα προσφεύγουμε μόνο στους σοβαρούς ποιητές, που έχουν κοινωνική αίσθηση (αφήνοντας τους περιώνυμους στη χρήση της φιλολογίας και της επετειολογίας), ας δούμε μια αποστροφή του Καρυωτάκη, από την ωδή «Εις Ανδρέαν Κάλβον», όπου αντιδικεί με τον «μεγάλο Ζακύνθιο», όχι μόνο παρωδώντας τη γλώσσα και το ύφος του, αλλά και διανύοντας τη διαδρομή από το 1821 έως σήμερα, για να καταλήξει, ως γνήσιος κοινωνικός ποιητής, στο κοινωνικό συμπέρασμα:
«Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχήν έχουν αι μάζαι,
ιδιοτελή καρδίαν,
και παρειάν αναίσθητον
εις τους κολάφους.»
Έτσι όμως είναι ο ελληνικός λαός; Αυτό είναι το ιδεολογικό του προφίλ; Μήπως τον αδικούμε; Και οι αγώνες του; Το έπος της Αντίστασης και όλες οι άλλες αντιστασιακές στιγμές του πώς προέκυψαν;
Το ερώτημα δεν είναι καινούριο στην αριστερά. Με βάση αυτούς τους στίχους, το ίδιο ερώτημα έχει τεθεί το 1955 στην Επιθεώρηση τέχνης, από έναν κορυφαίο αριστερό διανοούμενο, που κόσμησε τις σελίδες της, αλλά, σήμερα, ως είναι φυσικό, παραμένει όχι μόνο στην αφάνεια αλλά και στο περιθώριο της μάλλον υπεραξιωμένης μυθολογίας του περιοδικού και των ιδεολογικών μαχών που δόθηκαν εκεί. Είναι ο Μανόλης Λαμπρίδης, και έγραφε τότε για την ποίηση του Καρυωτάκη: «Αυτό που εκφράζει αντιστοιχεί σε αυτό που υπάρχει». Και, επικαλούμενος ταυτοχρόνως και τον Βάρναλη, έγραφε για τους παραπάνω καρυωτακικούς στίχους:
«Ο ‘λαός’ είναι μια κατηγορία που δεν είναι απόλυτη, ταυτισμένη με τον εαυτό της, καθ’ εαυτήν’. Συνεπώς: και είναι και δεν είναι έτσι. Είναι έτσι, μόνο σε μιαν ορισμένη στιγμή του κοινωνικού processus. Δεν είναι έτσι, κατά το μέτρο που χειραφετείται από την πίεση της ιδεολογίας των κυρίαρχων∙ όπου οι παρειαί του γίνονται ευαίσθητοι εις τους κολάφους, το μαστίγιο του σαρκασμού τον τσούζει, κι η Καμπάνα [βλ. Σκλάβοι πολιορκημένοι του Βάρναλη] βρίσκει απήχηση κι η ηχώ της πολλαπλασιάζεται μέσα στη συνείδησή του. Μια εξακολουθητική συσσώρευση ‘μοριακών αλλαγών’ στη συνείδηση των μαζών, παράγει, σε ορισμένη στιγμή, το ‘διαλεκτικό άλμα’ της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα: ο λαός, από αδρανές βάρος ή φρένο, εμφανίζεται ως δύναμη εκρηκτική που εισβάλλει στο στίβο της ιστορίας και αίρει την κρίση».
Δεν έχει καμία σημασία να αναπαράγω εδώ τη λυσσαλέα αντίδραση που αντιμετώπισε αυτό το κείμενο, εκ μέρους της κομματικής ορθοδοξίας, η οποία, ουσιαστικά αμέτοχη της μαρξιστικής παιδείας, επικαλέστηκε όλα τα στερεότυπα περί «λαού», με επιχειρήματα που ήσαν πιστά αντίγραφα των καθεστωτικών εννοιολογικών κατηγοριών.
Όμως, όσα χρόνια κι αν πέρασαν από το μακρινό εκείνο 1955, σήμερα στην αριστερά υπάρχει πάλι το δίλημμα: θα δουλέψουμε συστηματικά και πολυεπίπεδα για την «εξακολουθητική συσσώρευση ‘μοριακών αλλαγών’ στη συνείδηση των μαζών», ή θα απαξιώσουμε όλη αυτή τη διαδικασία, φαντασιωνόμενοι πως η στιγμή για το «διαλεκτικό άλμα» ήρθε ήδη, από μόνη της;
Αφήνοντας την προφανή απάντηση να φυτοζωεί μέσα στο βάλτο των «οργανωτικών ζητημάτων», θα σημειώσω μόνο πως ο Καρυωτάκης και ο Λαμπρίδης, σφοδροί αλλά και διορατικοί πολέμιοι της «δημοκρατίας» των αγορών, όπως προκύπτει από τα κείμενά τους, ένιωθαν ευρωπαίοι πολίτες, συμπολίτες του Κον-Μπετίτ, και απεχθάνονταν τον εθνικολαϊκισμό, αφήνοντας την εκμετάλλευση της διαχρονικής φάμπρικας της «ανάδελφης» εθνικής μοίρας και της βαθιάς «ψυχής του έθνους» στους εκάστοτε εργολάβους. Γι’ αυτό και οι δυο τους μπορούν σήμερα, που τα πράγματα σοβαρεύουν, να μας μιλήσουν. Όχι ως κάτοχοι της «μεγάλης αλήθειας», αλλά ως πολίτες προς πολίτες.
Και ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ως πολίτης της πιο δημοκρατικής γαλλικής παράδοσης, ως αριστερός σκηνοθέτης μεταμυθοπλασίας, άξιος συνεχιστής της πιο πρωτοποριακής ρωσικής παράδοσης, εκείνης του Τζίγκα Βέρτοφ, ευρωπαίος συμπολίτης όλων των προηγούμενων, επέλεξε να μην παρευρεθεί στο φεστιβάλ των Καννών, αλλά να διαμηνύσει τη θλίψη του, τη θλίψη του για την Ευρώπη, επισημαίνοντας τις οφειλές της στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, δημοκρατία, τραγωδία. Γιατί Ευρώπη δεν υπάρχει χωρίς όλες τις μεγάλες παραδόσεις της και, κυρίως, χωρίς τη σύγχρονη φιλοσοφία, δημοκρατία, τέχνη, χωρίς όλα αυτά που εκμηδενίζει η «ελευθερία των αγορών». Η Ευρώπη, η σύγχρονη πατρίδα όλων των μεγάλων φιλοσοφικών, απελευθερωτικών και καλλιτεχνικών προταγμάτων, που τώρα τη
«σκυλεύουν
αλλοφρονούντα τέκνα της».

Share This