Από τη ΒΙΚΗ ΤΣΙΩΡΟΥ, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010
Στην καρδιά του καλοκαιριού, το θέμα της «συνάντησης» απασχολεί τον φιλόσοφο Αλέν Μπαντιού. Είτε πρόκειται για συνάντηση δύο ανθρώπων, ενός άντρα και μιας γυναίκας, είτε για συνάντηση πολιτική, καλλιτεχνική ή όποιας άλλης φύσεως, μπορούμε να μιλούμε για την αρχή μιας περιπέτειας. Σε έναν κόσμο όλο και πιο κλειστό, ατομικιστικό, με τους ανθρώπους να επιδιώκουν την ένταξή τους μόνο σε «μικρο-περιβάλλοντα», αφού εκεί αισθάνονται σχετικά ασφαλείς, η έννοια και κυρίως η πράξη της συνάντησης αποκτά άλλη διάσταση.
«Μια πραγματική συνάντηση περιλαμβάνει πάντα την ιδέα της αρχής μιας πιθανής περιπέτειας», λέει ο Γάλλος φιλόσοφος στο περιοδικό «Telerama». «Δεν γίνεται να ζητάμε να υπογράφουμε κάποια ασφαλιστήρια ζωής με αυτούς που κάθε φορά συναντιόμαστε. Η συνάντηση είναι ένα στοιχείο που δεν μπορεί να υπολογιστεί και αν επιχειρήσουμε να περιορίσουμε αυτή την ανασφάλεια, τότε καταργούμε την ίδια τη συνάντηση, δηλαδή την αποδοχή πως κάποιος μπαίνει στη ζωή μας.
‘Οταν συναντάμε κάποιον και αισθανόμαστε πως πρόκειται για κάτι δυνατό, παρατηρείται το φαινόμενο της έλξης ή και της απώθησης – ενίοτε και τα δύο μαζί- γι’ αυτό που θα αναστατώσει το ρυθμό της ύπαρξής μας. Μια ερωτική εμπειρία μπορεί να ενσωματωθεί τέλεια στις επαγγελματικές ή οικογενειακές δραστηριότητές μας, ενώ η συνάντηση είναι κάτι διαφορετικό, είναι μια νέα αρχή. Αλλά η αρχή τίνος πράγματος; Εκεί βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το θέμα της αποδοχής, και είτε δεχόμαστε είτε απορρίπτουμε αυτό που μας συμβαίνει. Αν πάρουμε για παράδειγμα την ερωτική συνάντηση, όλο το θέμα είναι να αποφασίσουμε αν θα τη δηλώσουμε. Αν ναι, τότε μιλούμε για ερωτική δήλωση. Πρέπει η συνάντηση να δηλωθεί, δηλαδή να γίνει αποδεκτή. Είναι ο όρος για να υπάρξει πραγματικά. Κάποιος βρέθηκε μαζί σας, την ίδια στιγμή, αλλάξατε ματιές, κάτι συνέβη. Αλλά όσο δεν έχει αναγγελθεί, δηλωθεί, σφραγιστεί, η συνάντηση παραμένει μετέωρη».
Υπάρχουν άραγε άνθρωποι με μεγαλύτερες ικανότητες από άλλους για συναντήσεις;
«Στο Διαδίκτυο, στα διάφορα sites όπου μπορεί κανείς να κάνει γνωριμίες και συναντήσεις, προσπαθούν να περάσουν κάποιες οδηγίες προκειμένου να καθοδηγούνται “σωστά” οι ενδιαφερόμενοι προς το στόχο τους. Ομως, δεν προχωρούμε σε μια συνάντηση παρά μόνο με το κατάλληλο πρόσωπο, με αυτό που θα περιορίσει στο ελάχιστο το περιθώριο ανασφάλειάς μας. Χρειάζεται μια διαθεσιμότητα υποδοχής του άλλου, επομένως μια ουσιαστική σχέση εμπιστοσύνης. Και μάλλον, περιέργως, μια παθητική ικανότητα, ένα είδος αρετής, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την παλαιά λέξη: την αρετή να δεχτούμε πως έρχεται κάτι που δεν το είχαμε προβλέψει».
Τα διάφορα είδη συναντήσεων -ερωτικών, πολιτικών, καλλιτεχνικών- υπακούουν στους ίδιους κανόνες;
«Υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Παραδείγματος χάριν, η μέγιστη πολιτική μου συνάντηση είναι ίσως περισσότερο η συνάντηση συλλογικών καταστάσεων παρά ατομικών. Επίσης, η καλλιτεχνική συνάντηση είναι η κατανόηση του πώς ένας οργανωμένος τύπος του φαντασιακού επιδρά σε εμάς. Ωστόσο, το κοινό στοιχείο είναι πάντα αυτή η αίσθηση πως “κάτι μου συμβαίνει”. Ενα μυθιστόρημα που μας μεταλλάσσει, πρέπει να το δεχτούμε, ακόμη κι αν αργότερα αλλάξουμε γνώμη και αναρωτηθούμε: “Γιατί μου άρεσε αυτό το βιβλίο όταν ήμουν νέος;”, ακριβώς όπως ο ήρωας του Προυστ αναρωτιέται γιατί αγάπησε μια γυναίκα “που δεν ήταν του τύπου του”…»
Είμαστε σε μια εποχή που ευνοούνται οι συναντήσεις;
«Από τη μια πλευρά, ο χώρος της πιθανής συνάντησης διευρύνεται λόγω των μεταφορικών και επικοινωνιακών μέσων. Από την άλλη, αυτή η διεύρυνση, όπως πάντα, εξαργυρώνεται με μια μείωση της έντασης. Οι συναντήσεις είναι τόσο εύκολες, τόσο πολλές, ώστε η ένταση της αλλαγής που μπορούμε να δεχτούμε από αυτές δεν είναι πια η ίδια. Εισάγουμε ένα σύστημα προστασίας: βρίσκομαι με κάποιον αρκετά όμοιό μου ελπίζοντας να κάνω έναν δρόμο με αυτόν, παραμένοντας ωστόσο ακριβώς εκεί που ήμουν. Είναι μια τάση του σύγχρονου κόσμου να εισάγει μια ψεύτικη αλλαγή στο εσωτερικό μιας μεγάλης στασιμότητας».
Δεν πρόκειται για συναντήσεις;
«Οχι. Πρόκειται για καταναλώσεις. Γιατί το κρυφό μοντέλο σε όλα αυτά είναι η αγορά. Σας προτείνουν πολλά προϊόντα που συνεχώς αλλάζουν αλλά είναι το ίδιο πράγμα. Η κατανάλωση από τη φύση της είναι επαναληπτική. Μπορείτε να αλλάζετε τύπο γυναίκας, αλλά γι’ αυτό δεν είναι απαραίτητο ότι χρειάζεστε μια συνάντηση».
Υπάρχουν και συναντήσεις που παραμένουν σε εικονικό στάδιο…
«Η διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και το εικονικό ποτέ δεν μου είχε φανεί σπουδαία. Αλλωστε, μπορεί να έχουμε σημαντικές συναντήσεις σε μορφές απουσίας, αποχής ή εικονικότητας. Μπορεί να υπάρξει έρωτας μεταξύ ανθρώπων που ζουν πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον: η Ελοϊζα και ο Αβελάρδος, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη. Είναι μύθοι που δηλώνουν πως οι επινοήσεις της ερωτικής πίστης είναι ποικίλες. Εχουμε περιπτώσεις πίστης σε καταστάσεις απουσίας, όπως και απιστίες σε καταστάσεις εγγύτητας, όταν ο ένας ζει δίπλα στον άλλον».
Αληθεύει ότι οι συναντήσεις όλο και περισσότερο γίνονται «μεταξύ» μας;
«Υπάρχουν πολύ αυστηροί κοινωνικοί διαχωρισμοί, που χρονολογούνται από παλιά. Στον 19ο αιώνα μια κόρη αστικής οικογένειας δεν μπορούσε να συναντήσει κάποιον εργάτη, δεν τον έβλεπε καν. Ωστόσο, πάντα υπάρχουν πιθανές υπερβάσεις των κανόνων. Τα ωραιότερα μυθιστορήματα του Κόνραντ έχουν αυτό ως θέμα: τον έρωτα ενός Εγγλέζου τυχοδιώκτη για μια Αφρικανή, και η μυθιστορηματική ουσία έγκειται στην ανάδειξη της έντασής του, παρόλο που οι πιθανότητες επιτυχίας είναι ελάχιστες.
Ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου οι συναντήσεις θα είναι λιγότερο κωδικοποιημένες από κοινωνικά, επαγγελματικά, πολιτισμικά και γλωσσικά περιβάλλοντα. Για να χρησιμοποιήσω τη λέξη που δεν είναι πια του συρμού, από ταξικά εμπόδια…»
Φαίνεται πως αυτά πληθαίνουν…
«Ναι. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στα μέσα της δεκαετίας του ’70 συναντούσαμε πάρα πολλούς ανθρώπους που δεν είχαμε ξανασυναντήσει ούτε πριν ούτε, δυστυχώς, και μετά. Το να μιλάμε με ανθρώπους διαφορετικής με τη δική μας κουλτούρα δεν μας εμπόδιζε να κάνουμε κοινά σχέδια. Η σημερινή οπισθοδρόμηση είναι θεαματική. Εχει την τάση να διαμορφώνει όχι την αλληλεγγύη των τάξεων, αλλά μικρο-περιβάλλοντα κατ’ εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας, που είναι μια συλλογή γκέτο».
Υπάρχει απειλή για τη Γαλλία;
«Καθώς το εμπόρευμα είναι η κυριότερη κινητήρια δύναμη της κοινωνίας, καθένας καλείται ενώπιον της αγοράς ως υποκείμενο-καταναλωτής. Οι άνθρωποι αναδιπλώνονται στις ταυτότητές τους, γιατί το να ζεις ως άτομο σε αυτό τον συγκεχυμένο κόσμο είναι ένας ατελείωτος εφιάλτης. Γαντζωνόμαστε λοιπόν σε οικογενειακές, εθνικές, γλωσσικές, θρησκευτικές ταυτότητες. Διαθέσιμες ταυτότητες που προέρχονται από παλαιούς καιρούς. Είναι ένας κόσμος αντίθετος από αυτόν των συναντήσεων, ένας κόσμος αμυντικής αναδίπλωσης.
Ωστόσο, δεν πιστεύω πως η αγορά έχει καταστρέψει την κοινωνικότητα. Αυτή η καταστροφολογική άποψη ανήκει περισσότερο στον μακαρίτη συνάδελφό μου Ζαν Μποντριγιάρ. Υπάρχει αλληλεγγύη, συναντήσεις, καλλιτεχνική παραγωγή. Δεν βλέπω τα πράγματα νιχιλιστικά. Ομως αυτό που βλέπω είναι πως όλα οδηγούν σε έναν ατομικισμό της κοινωνίας, η οποία απαρτίζεται από ελεύθερους καταναλωτές που πηγαίνουν να αναζητήσουν στην παγκόσμια αγορά αντικείμενα που τους ενδιαφέρουν».
Αυτός που περιγράφετε είναι ένας «δεξιός» κόσμος, ενώ ο κόσμος των συναντήσεων είναι ένας κόσμος της Αριστεράς;
«Φοβούμαι πως η τόλμη της Αριστεράς δεν είναι τόσο μεγάλη. Κάνει τόσες υποχωρήσεις όσον αφορά την αναδίπλωση ταυτοτήτων και τις ιδιωτικοποιήσεις κάθε πράγματος. Για τους ανθρώπους του 19ου αιώνα, ο διεθνισμός ήταν μια έννοια-κλειδί που εναντιωνόταν σε πολέμους, σε εθνικούς εγωισμούς».
Θα μπορούσε ένας συγγραφέας ή ένας φιλόσοφος να αλλάξει την ύπαρξή σας;
«Βεβαίως! Ο άνθρωπος που άλλαξε περισσότερο την ύπαρξή μου ήταν ο Σαρτρ, αλλά δεν του έμεινα πιστός για πολύ καιρό. Στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου ήθελα να γίνω δασολόγος. Το μέλλον μου ήταν σαφές και καθορισμένο. Τότε διάβασα τα έργα του Σαρτρ και στράφηκα προς τη λογοτεχνία. Ηταν μια συναρπαστική συνάντηση».
Με ποιους καλλιτέχνες είχατε τέτοιου είδους συναντήσεις;
«Στην ποίηση, ο Μαλαρμέ μού έμαθε πως η δύναμη της τέχνης εξαρτάται από την έννοια του γεγονότος: το να συλλάβεις και να μορφοποιήσεις αυτό που συμβαίνει ως προς αυτό που συμβαίνει και όχι ως προς αυτό που είναι. Στη μουσική, ο Χάιντν μου έμαθε πως μπορούμε να δημιουργήσουμε εξαιρετικά αποτελέσματα με πολύ μικρά στοιχεία, περιορισμένα μουσικά και σχεδόν κοινά κύτταρα. Αυτό μου έγινε συνήθεια και αναζητώ το παράξενο μέσα στο συνηθισμένο. Στη ζωγραφική, ο Τιντορέτο μου έδειξε πως ένας ζωγράφος μπορεί να συλλάβει με μεγαλειώδη τρόπο το πέρασμα κάποιου πράγματος και συγκεκριμένα του πνεύματος…»
Άνισες συναντήσεις
Η ισότητα όμως μεταξύ ανδρών και γυναικών όταν συναντώνται δεν είναι δεδομένη, και αυτό δημιουργεί προβλήματα. Πώς και από πότε προέκυψαν; Η διεθνούς φήμης ανθρωπολόγος και παλαιά μαθήτρια του Λεβί -Στρος, Φρανσουάζ Εριτιέ, δίνει εξηγήσεις σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Μαριάν»:
«Το να θέλουμε να προσδιορίσουμε την αρχή των ανισοτήτων μεταξύ των δύο φύλων θα ήταν σαν να θέλαμε να ισχυριστούμε πως κάποτε υπήρξε ένας χαμένος παράδεισος χωρίς καμία ανισότητα, όμως στην πραγματικότητα πάντα υπήρχε αυτή η ανισότητα, από τότε που εμφανίστηκε ο σκεπτόμενος άνθρωπος. Αυτή η ανισότητα είναι η μήτρα για όλες τις άλλες.
Δημιουργήθηκε από μια πνευματική ερμηνεία στην οποία οι άνθρωποι της προϊστορίας θέλησαν να πιστέψουν, προκειμένου να κατανοήσουν γεγονότα που διαπίστωναν αλλά δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Αυτό το ονομάζω “φράγμα της σκέψης”. Παραδείγματος χάριν, στο ζωικό είδος, όποιο είδος κι αν εξετάσουμε, υπάρχει μια εκδοχή αρσενική και μια θηλυκή. Αυτή η παρατήρηση που αντιπαραθέτει το ίδιο με το διαφορετικό χρησιμοποιήθηκε ως βάση μιας σκέψης που τροφοδοτεί όλα τα συστήματα σκέψης του κόσμου. Τα αρσενικά είναι όμοια μεταξύ τους και διαφορετικά σε σχέση με τα θηλυκά. Το αντίστοιχο συμβαίνει και με τα θηλυκά. Πάνω σε αυτά χαράσσεται μια σειρά αντιθέσεων: κρύο/ζεστό, ανώτερο/κατώτερο, παθητικό/ ενεργητικό, δυνατό/αδύνατο…, αντιθέσεις που ποτέ δεν είναι ουδέτερες, όμως οι όροι αυτοί θεωρούνται είτε αρσενικοί είτε θηλυκοί. Ετσι λοιπόν, οι άντρες είναι θερμοί, ανώτεροι, ενεργητικοί ή δυνατοί και οι γυναίκες ψυχρές, κατώτερες, παθητικές και αδύναμες, σύμφωνα με τον δυτικό τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα. Αυτό το πέρασμα από το θετικό στο αρνητικό δεν έχει καμία σχέση με την κύρια σημασία κάθε λέξης αλλά με την όψη του αρσενικού και του θηλυκού. Βλέπουμε λοιπόν πως, από την αρχή, οι άνθρωποι διαπίστωσαν την ανατομική διαφορά των φύλων και προσπάθησαν να κατασκευάσουν ένα σύστημα σκέψης πάνω σε αυτό».
Υπάρχουν και άλλα «φράγματα» στη σκέψη;
«Ασφαλώς. Και πάνω απ’ όλα, το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν αυτή την εκπληκτική και ακατανόητη ικανότητα να αναπαράγουν ανθρώπους του ίδιου με αυτές φύλου, αλλά και διαφορετικού. Το να γεννήσει μια γυναίκα ένα κορίτσι, το καταλαβαίνουμε, αλλά το να γεννήσει ένα αγόρι είναι μεγάλο μυστήριο και έως τον 18ο αιώνα και τις αρχές του 19ου έτσι σκέπτονταν, γιατί δεν γνώριζαν την ύπαρξη των γαμητών. Επρεπε λοιπόν να δοθεί μια εξήγηση και η λογική απάντηση ήταν: οι γυναίκες γεννούν παιδιά γιατί οι άντρες τούς τα βάζουν στο σώμα τους!»
Πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτές τις ανισότητες;
«Αυτές οι ανισότητες δεν έχουν καμία λογική που να βασίζεται στη φύση των ανθρώπων. Πρόκειται για μια πνευματική κατασκευή που μας διακατέχει παρά τη θέλησή μας και απαντά ακόμη και σε προηγμένες κοινωνίες. Μπορούμε λοιπόν να την αλλάξουμε με μια άλλη πνευματική κατασκευή. Πιστεύω άλλωστε πως αυτό έχει αρχίσει να γίνεται, στη Δύση πιο γρήγορα από ό,τι αλλού. Ομως ζούμε σε έναν κόσμο ανυπομονησίας. Αυτές οι ανισότητες κατασκευάστηκαν στη διάρκεια πολλών χιλιετιών και δεν μπορούν να εξαφανιστούν μέσα σε δέκα χρόνια. Πρέπει να περιμένουμε εκατοντάδες χρόνια.
Οι εικόνες που έχουμε για τα φύλα αλλάζουν αργά, όπως και τα κοινωνικά συστήματα, χάρη στις συλλογικές δράσεις. Πρέπει οι άνδρες να καταλάβουν πως υπάρχουν πλεονεκτήματα στο να δεχθούν πως οι γυναίκες είναι ελεύθερες να σκέπτονται ό,τι θέλουν και να κάνουν όποια ζωή επιθυμούν. Πως είναι μεγάλη απόλαυση να συνομιλείς ως ίσος προς ίσον. Πως θα νιώσουν μεγάλη ανακούφιση όταν δεν θα πρέπει να νοιάζονται για το πώς πρέπει να φερθούν, να αποδεικνύουν την αρρενωπότητά τους. Οι ιδέες και οι συμπεριφορές πρέπει να χαράσσονται από πολύ μικρή ηλικία, πριν εγγραφεί στο μυαλό των παιδιών το κυρίαρχο μοντέλο. Μελέτες πάνω σε παιδιά ηλικίας 3 και 4 χρόνων, έδειξαν πως αγόρια και κορίτσια δεν θέλουν όταν μεγαλώσουν να γίνουν γυναίκες, γιατί αυτή η κατάσταση δεν είναι ελκτική».