Της Ρένας Δούρου, Η Αυγή της Κυριακής, 26 Σεπτεμβρίου 2010
Η 12η Σεπτεμβρίου τείνει να γίνει «μοιραία» ημερομηνία στην ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1980 ο στρατηγός Κενάν Εβρέν πραγματοποιεί πραξικόπημα, επιβάλλοντας δικτατορία και «δηλητηριάζοντας» έτσι για πολλά χρόνια την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Τριάντα χρόνια μετά, το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, που βρίσκεται στα ηνία της χώρας από το 2002, είναι βέβαιο ότι δεν επέλεξε τυχαία την ημερομηνία διεξαγωγής του δικού του δημοψηφίσματος, για την προώθηση σειράς εκσυγχρονιστικών συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, που φέρνουν κοντύτερα την Τουρκία στα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να αντιληφθεί το σαφή συμβολισμό της κυβέρνησης του συντηρητικού, ισλαμικού κόμματος AKP: με την υπερψήφιση του πακέτου των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων, οι οποίες απομακρύνουν ακόμη περισσότερο το στρατό από τη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων, ενώ παράλληλα προσφέρουν συνδικαλιστικές ελευθερίες που μέχρι πρότινος θεωρούνταν αδιανόητες (δικαίωμα απεργίας, σύναψης συλλογικών συμβάσεων), ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν φανερώνει τη βούλησή του να βάλει τέλος στην Τουρκία του χθες. Την Τουρκία των στρατηγών, (αυτόκλητων) θεματοφυλάκων του κοσμικού χαρακτήρα κράτους και κοινωνίας, την Τουρκία όπου το «βαθύ κράτος» υπαγόρευε απλά τη βούλησή του σε πολιτικούς, απλούς ιμάντες μεταβίβασής της, την Τουρκία ενός κεμαλισμού που εδώ και πολύ καιρό είχε «μουμιοποιηθεί» και χάσει τους ζωτικούς χυμούς που εκσυγχρόνισαν τη χώρα στις αρχές του 20ού αιώνα.
Οποίο παράδοξο: έναν αιώνα μετά, ένα ισλαμικό, συντηρητικό κόμμα, που αρέσκεται να συγκρίνεται με τους γερμανούς χριστιανοδημοκράτες (θέλοντας έτσι να δείξει ότι η θρησκευτική του παράμετρος είναι δευτερεύουσα), είναι αυτό που οδηγεί την Τουρκία στην οδό ενός εκσυγχρονισμού, με τη μορφή του εξευρωπαϊσμού, που δεν είναι διόλου σίγουρο ότι θα είχε αποκηρύξει ο ιδρυτής της, Κεμάλ Ατατούρκ! Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό κόμμα, υπό τη νέα ηγεσία του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, δηλαδή ο (κάποτε) φυσικός πολιτικός εκφραστής του εκσυγχρονισμού στη χώρα, φαίνεται να περνά σε δεύτερο πλάνο, όπως άλλωστε και ο στρατός, ανίκανοι και οι δύο, πάλαι ποτέ ισχυροί παράγοντες, να καθορίσουν την πολιτική και κοινωνική ατζέντα, την οποία διαμορφώνει, από θέση ισχύος πλέον, ο Ερντογάν.
«Οι ρόλοι έχουν εν μέρει αντιστραφεί, επειδή οι παλαιοί ισλαμιστές έχουν σήμερα γίνει η νέα τουρκική αστική τάξη και επιθυμούν να διοικήσουν τη χώρα ‘εξομαλύνοντας’ το σύστημα προς την κατεύθυνση μιας συντηρητικής δημοκρατίας, κατά το πρότυπο του αμερικανικού ρεπουμπλικανισμού. Ο τουρκικός στρατός, και ένα μεγάλο μέρος των κεμαλιστών, εκλαμβάνουν την άνοδο αυτού του νέου στρώματος ως απειλή για τη δική τους θέση στο στερέωμα της φυσικής πρωτοπορίας του έθνους», παρατηρούσε ορθότατα πριν από δύο εβδομάδες ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Γαλατασαράι και στη Σορβόνη, Αχμέτ Ινσέλ, σε συνέντευξή του στη Μάρθα Πύλια (Αυγή, 12/9, «Αναγνώσεις»).
Πέραν όμως των πράγματι καταιγιστικών εξελίξεων στο εσωτερικό της Τουρκίας που σηματοδοτεί η υιοθέτηση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, η νέα κατάσταση ενδιαφέρει τη χώρα μας, όπως και την Κύπρο, για την οποία το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος μπορεί να είναι μια πολύ καλή είδηση, καθώς, όπως τόνισε και ο κύπριος υπουργός Εξωτερικών, Μάρκος Κυπριανού, η τουρκική κυβέρνηση «δεν µπορεί πια να επικαλείται την ύπαρξη εσωτερικών προβληµάτων για να ολιγωρεί στο Κυπριακό». Ωστόσο, όπως άλλωστε έχει δείξει πλείστες φορές η ιστορία, δεν υφίστανται αυτοματισμοί στο Κυπριακό και τίποτε δεν εγγυάται σοβαρή βελτίωση στο άμεσο μέλλον. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τέθηκε ένα ακόμη λιθαράκι, έτσι ώστε η τουρκική πλευρά να προχωρήσει στα αποφασιστικά βήματα απεμπλοκής του προβλήματος της διζωνικής, δικοινοτικής, ανεξάρτητης ομοσπονδίας. Εξακολουθεί όμως να χρειάζεται επιτακτικά και η πίεση προς αυτή την κατεύθυνση της διεθνούς κοινότητας, δηλαδή του ΟΗΕ αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, στο εξής η Τουρκία περνά στην τροχιά μιας οικονομικά αναδυόμενης χώρας, που ακολουθεί ατζέντα εσωτερικού πολιτικού εκσυγχρονισμού, ασκώντας παράλληλα πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική, με τη χρήση πολλών χαρτιών –π.χ. διαμεσολάβηση στο Παλαιστινιακό, προσέγγιση με Τεχεράνη, γέφυρες με Δαμασκό, πολιτική/εμπορική διείσδυση σε Βαλκάνια αλλά και Κεντρική Ασία– χωρίς να φοβάται μήπως δυσαρεστήσει τον παραδοσιακό, υπερατλαντικό της σύμμαχο, τις ΗΠΑ. Είναι φανερό ότι, υπό την ηγεσία Νταβούτογλου, η εξωτερική πολιτική της γείτονος αναπτύσσει υψηλά επίπεδα διπλωματικής ευρηματικότητας, μακροπρόθεσμων στόχων και εν γένει πολιτικών που πηγαίνουν πολύ μακρύτερα από σπασμωδικές, εν θερμώ αντιδράσεις (σαν αυτή της ξαφνικής αναθέρμανσης των σχέσεων Αθήνας–Ιερουσαλήμ, στη βάση της ρήσης «ο εχθρός του εχθρού μου φίλος μου», ύστερα από την ένταση στις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις λόγω της Γάζας…). Είναι επίσης φανερό ότι η Αθήνα υπολείπεται της Άγκυρας και σε όραμα και σε στόχευση και σε μέσα – μια ενδογενής ελληνική αδυναμία που ίσχυε σχεδόν ανέκαθεν, η οποία όμως, ειδικά σήμερα, καθίσταται εξαιρετικά επιζήμια, λόγω της διεθνούς συγκυρίας (π.χ. οι ΗΠΑ, πλέον, για πολλούς συνδυασμένους λόγους, που η ανάλυσή τους υπερβαίνει τα όρια του παρόντος άρθρου, παύουν να ηγεμονεύουν στον πλανήτη με τον καταλυτικό τρόπο της προηγούμενης περιόδου).
Είναι λοιπόν επείγουσα ανάγκη η Ελλάδα να αποκτήσει επιτέλους ολοκληρωμένη, απαλλαγμένη από κάθε είδους ατλαντική προσήλωση εξωτερική πολιτική, με όραμα, στόχους, ανάλογα μέσα και, το κυριότερο, συνέχεια, αντιλαμβανόμενη ότι, π.χ., στην τουρκική ατζέντα τα θέματα του Αιγαίου βρίσκονται πολύ χαμηλά, σε σχέση με τη μεσανατολική ή την ασιατική πολιτική της…
Είναι πλέον καιρός η Αθήνα, και αρκετοί εξ επαγγέλματος εθναμύντορες, να αντιληφθούν ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να προσαρμοστεί στα δεδομένα που θέτει η νέα Τουρκία και όχι να αναζητά πάση θυσία προστάτες, υπερατλαντικούς ή μη…