fbpx

greek_cinemaΤου Κώστα Βούλγαρη, Η Αυγή της Κυριακής, 24 Οκτωβρίου 2010

Ο πρόσφατος θάνατος τού συμπαθούς, ως ανθρώπου και ως πολίτη, Γιάννη Δαλιανίδη μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για κάποιες σκέψεις σχετικά με το ερώτημα τι απέγινε εκείνη η ακμαία μεταπολεμική λαϊκότητα, η οποία δεν ήταν απλά μια μίζερη κατάφαση στη φτώχεια και την ανέχεια. Αυτή η λαϊκότητα που, μέσα από μια κοσμογονία ιδεολογικών και καλλιτεχνικών εκφράσεων (λόγου, εικόνας, ήχου, δρώμενων κ.λπ.), έφθασε να είναι και να σημαίνει μια ταυτότητα, και κάτι ακόμη περισσότερο: ένα κοσμοείδωλο, έναν τρόπο οι λαϊκοί άνθρωποι να βιώνουν τον κόσμο, να ζουν τη ζωή τους, να πράττουν ανάλογα, ως λαός και όχι απλά ως φτωχοί άνθρωποι. Αυτή είναι η δύναμη των ιδεών και της τέχνης, να μετασχηματίζουν μια «διάθεση» σε «υλική δύναμη», όπως έλεγε ο Γκράμσι, αυτή ακριβώς η συνθήκη ακυρώθηκε στις δεκαετίες που μεσολάβησαν έκτοτε.

Μεταξύ άλλων, υπήρξαν δύο βασικοί τρόποι ακύρωσης της μεταπολεμικής λαϊκότητας: από τη μια η αδιαμεσολάβητη, «λαϊκότροπη» αναπαραγωγή της (οι ταινίες του Νίκου Ξανθόπουλου, ένα μεγάλο μέρος των τραγουδιών του Καζαντζίδη κλπ), με όχημα το κλάμα, το οποίο φυσικά πολύ απέχει από τον θρήνο, και από την άλλη ο ευνουχισμός της και η υποκατάστασή της με το χαζοχαρούμενο γέλιο, το οποίο βέβαια πολύ απέχει από τη σάτιρα ή το λυτρωτικό ξέσπασμα (όπως, αντίθετα, συμβαίνει στις περισσότερες ταινίες του Βέγγου) ή την τέχνη-«απόδραση» από τα γκρίζα συμφραζόμενα της φτώχειας και της ανέχειας (όπως στο λεγόμενο «νέο κύμα»).

Από τα χρόνια της χούντας και τη μετάβαση από το λαϊκό τραγούδι του μεταπολέμου στο είδος του Βοσκόπουλου, από εκεί στον Πανταζή, μετά στην Πέγκυ Ζήνα και σήμερα στα ψώνια που άδουν στους ριάλιτι σχετικούς διαγωνισμούς, έχουμε να κάνουμε με μια διαδρομή με ειρμό και συνέχεια. Ανάλογη είναι και η μετάβαση από τις ασπρόμαυρες ταινίες των πολυτάλαντων του «παλιού ελληνικού κινηματογράφου» στο φανταχτερό υπερθέαμα που υπέγραφε ο μετρ του είδους Δαλιανίδης, μέχρι τα σήριαλ του Φώσκολου (με πρωταγωνιστή και πάλι τον Φαίδωνα Γεωργίτση…), έως τα σημερινά ριάλιτι, όπου επίσης έχουμε να κάνουμε με μια διαδρομή με ειρμό και συνέχεια. Σε όλη αυτή τη διαδικασία εκφυλισμού, η «λαϊκή συμμετοχή» ήταν μεγάλη, σχεδόν πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα, ο λαός «συμμετείχε», κατανάλωνε «τέχνη» μαζικά, τώρα μάλιστα συμμετέχει αυτοπροσώπως και στην ίδια την «καλλιτεχνική δημιουργία», υπό το άγρυπνο βλέμμα του Ηλία Ψινάκη και άλλων «ειδικών».

Όλη αυτή η διαδικασία περιγράφει τη μετάβαση από το λαϊκό μεταπολεμικό κοσμοείδωλο στο λαϊκίστικο, ποπ συνονθύλευμα. Πρόκειται για τη διαδικασία δημιουργίας μιας νέας αισθητικής-ιδεολογικής ηγεμονίας, που βέβαια συναρθρώθηκε απρόσκοπτα με τον πολιτικό λαϊκισμό, ο οποίος άλλωστε την ανατροφοδοτεί αδιαλείπτως. Ένα λαϊκίστικο συνονθύλευμα που και σήμερα συνιστά τη «βαθειά Ελλάδα» και τον «βαθύ λαό». Απόδειξη, τα τραγούδια με τα οποία αυτός ο λαός διασκεδάζει και χορεύει στα χιλιάδες κιτς λαϊκά μαγαζιά ανά την επικράτεια, τα νούμερα της τηλεθέασης, οι χιλιοστές επαναλήψεις των ταινιών του Δαλιανίδη. Άμεση συνέχεια όλων αυτών ο δημοσκοπικός, και πιθανόν εκλογικός θρίαμβος του Γιάννη Δημαρά στην περιφέρεια Αττικής, έτσι χωρίς πρόγραμμα, αλλά με μπόλικο συναίσθημα, προφίλ καλού λαϊκού παιδιού, αφελούς φυσικά και καθόλου διανοούμενου, μετρίως πολιτικοποιημένου, φυσικά εναντίον του μνημονίου αλλά μέχρις εκεί, με κάθε λογής πολιτικές συνεργασίες αλλά με «μεταπολιτικό» πρόσημο. Ο ποπ εκφυλισμός της πολιτικής, στη σύγχρονη «ριζοσπαστική» του εκδοχή.

Βέβαια, στα χρόνια της χούντας και της μεταπολίτευσης, μια ολόκληρη γενιά κινηματογραφιστών αναδύθηκε, ακριβώς ως άρνηση της αισθητικής του Δαλιανίδη, μια μεγάλη μερίδα της νεολαίας της εποχής μεγάλωσε αναζητώντας, στον «κουλτουριάρικο» κινηματογράφο και στην αριστερά, τα αισθητικά και ιδεολογικά ερείσματα για τη δημιουργία μιας νέας ταυτότητας, για τη συγκρότηση ενός νέου λαϊκού κοσμοειδώλου. Όλη αυτή η διαδικασία είχε ειρμό και συνέχεια, είχε μόνιμο αντίπαλο τη «σχολή» Δαλιανίδη. Όμως, αυτός ο κινηματογράφος, αυτή η αναζήτηση, αυτή η κουλτούρα, αυτές οι ιδέες, αυτοί οι νέοι της Μεταπολίτευσης, ηττήθηκαν, και συνεχίζουν να ηττώνται. Και αυτοί είναι οι όροι της ήττας τους, αυτοί είναι οι όροι της ήττας της αριστεράς, οι όροι της σημερινής κρίσης της, οι όροι της ανάδυσης της υποψηφιότητας Δημαρά, ως «απάντηση» σε ό,τι εξοργίζει την κοινωνία.

Θα πρότεινα, λοιπόν, όταν, βαριεστημένοι από τα βάσανα της μέρας, καθόμαστε στον καναπέ, χαζεύοντας σε κάποιο κανάλι μία από τις ταινίες του Δαλιανίδη, τουλάχιστον να σπουδάζουμε το «έργο» του, δηλαδή να σπουδάζουμε πώς το κλάμα ή το γέλιο μας, αντί για λύτρωση, καταντά κλάψα και ανοησία, σκεπτόμενοι πώς ο λαός από υποκείμενο της ιστορίας καταντά μελαγχολικό, χαζοχαρούμενο πλήθος. Άλλωστε, με αυτή την αριστερά, η σύνθεση ενός νέου λαϊκού κοσμοειδώλου, απ’ ό,τι φαίνεται, θα περιμένει για πολύ… Παρ’ ότι και σήμερα υπάρχει φτώχεια και ανέχεια, παρ’ ότι υπάρχουν κινηματογραφιστές, συγγραφείς, ζωγράφοι, τραγουδιστές και, κυρίως, πλείστοι όσοι διανοούμενοι, που, αρνούμενοι τα κυρίαρχα ψυχαγωγικά προϊόντα και ιδεολογήματα, φτιάχνουν ψηφίδες ενός νέου, ανατρεπτικού προτάγματος, αυτό δεν μπορεί να αρθρωθεί σε αντίπαλο δέος με ειρμό και συνέχεια, όσο η αριστερά είναι αυτή που είναι.

Share This