Της Ρένας Δούρου, Δημοσιεύθηκε στο www.statesmen.gr
Μετά από τη συνάντηση στη Νέα Υόρκη, υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν, των κ.κ. Έρογλου και Χριστόφια, μπορεί να μην έχουμε “τρανταχτές” αποκαλύψεις, ωστόσο κοινή είναι η αίσθηση ότι το Κυπριακό εισέρχεται σε μια εξόχως κρίσιμη φάση, η οποία θα καθορίσει την εικόνα του στο άμεσο μέλλον. Μια βεβαιότητα: στα τέλη του ερχόμενου Ιανουαρίου, στη Γενεύη, υπό την πίεση του Γ.Γ. του Διεθνούς Οργανισμού, οι δύο άνδρες είναι αναγκασμένοι να επιδείξουν κάποια πρόοδο.
ΗΠΑ και ΟΗΕ θεωρούν ότι το Κυπριακό πρέπει να πάψει να είναι το άλυτο πρόβλημα των διεθνών σχέσεων, ενώ είναι πλέον σαφές ότι η ανάμειξη του Μπαν Κι Μουν θα είναι από εδώ και στο εξής πιο έντονη, καθώς θα εμπλέκεται προσωπικά, και θα ελέγχει στενότερα τη διαδικασία. Ωστόσο, το αξιοπρόσεκτο είναι μέχρι στιγμής η αντίδραση της τουρκικής/τουρκοκυπριακής πλευράς: σαν έτοιμη από καιρό, μοιάζει να είναι πιο δεκτική, στο να υποδεχθεί μια πιο επιθετική στάση του ΟΗΕ στο θέμα, σε αντίθεση με την ελληνική πλευρά, που φαίνεται μουδιασμένη, σαν αυτή η εξέλιξη -δηλαδή ο πιο έντονος ρόλος του Διεθνούς Οργανισμού στις διαπραγματεύσεις– να μην εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της. Οι επόμενες ημέρες θα αποδειχθούν καθοριστικές για το μέλλον του Κυπριακού, φανερώνοντας το πού τελικά θα γείρει η πλάστιγγα…
Η αίσθηση, ότι οι εξελίξεις στο Κυπριακό αποτελούν συνάρτηση της εσωτερικής κατάστασης στην Τουρκία, δεν είναι υπερβολική. Ούτε είναι υπερβολή να πει κανείς ότι εξαρτώνται από το ευρύτερο πλαίσιο των σχέσεων Άγκυρας–Αθήνας, με τη δεύτερη, και εδώ, να δίνει την εικόνα ότι παρακολουθεί τις εξελίξεις τις οποίες χαράσσει η πρώτη.
Για παράδειγμα, η αναθεώρηση του περίφημου «κόκκινου βιβλίου» (πρόκειται για Πολιτικό Έγγραφο Εθνικής Ασφάλειας που συντάσσεται από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, ανανεώνεται κάθε πέντε χρόνια αλλά το σώμα και τα παραρτήματά του αναθεωρούνται κάθε χρόνο και αφορά στις εξωτερικές απειλές της χώρας) και η ταυτόχρονη απαλοιφή της Ελλάδας από τις χώρες που απειλούν τη γείτονα, χαιρετίστηκε και σχολιάστηκε εξαιρετικά θετικά, ως απόρροια της προσωπικής συνάντησης των δύο ηγετών, από το σύνολο σχεδόν των τουρκικών Μέσων, και παρουσιάστηκε ως προπομπός μιας ακόμη, ευρύτερης συνεργασίας ανάμεσα στις δυο χώρες. Στον ελληνικό Τύπο ωστόσο δεν παρατηρήθηκε η αντίστοιχη έκταση, ούτε καλλιεργήθηκε η προσδοκία για καλύτερο κλίμα στο άμεσο μέλλον. Κυρίως υπήρξε η αναφορά στο γεγονός, καθώς και η διαπίστωση ότι υπάρχει πλέον πρόσφορο έδαφος για βελτίωση των διμερών σχέσεων. Διαπιστώνει κανείς εύλογα στο σχολιασμό των όποιων τουρκικών ανοιγμάτων καχυποψία ή τουλάχιστον περισσή συγκράτηση.
Η καλή διάθεση που επιδεικνύεται, για το ακανθώδες και χρόνιο πρόβλημα της Χάγης, δεν αποτελεί αρκετό κίνητρο για ουσιαστική αναγνώριση και επιβράβευση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Οι διερευνητικές συνομιλίες μεταξύ Π. Αποστολίδη και Φ. Σινιρλίογλου, με επίκεντρο τα όρια της υφαλοκρηπίδας, προχωρούν, και εφόσον προχωρήσει η διευθέτηση των ορίων, τότε προβλέπεται η από κοινού τοποθέτηση, κάτι που αναμένεται μάλλον προ των τουρκικών εκλογών που έχουν οριστεί τον Ιούνιο 2011.
Η τοποθέτηση της ευρωπαϊκής ομάδας Frontex, με σκοπό την αντιμετώπιση της μετανάστευσης στα ελληνικά σύνορα, δημιουργεί ένα νέο καθεστώς στη μεθοριακή γραμμή, πόσο μάλλον όταν αντίστοιχα η Τουρκία, και συγκεκριμένα ο Ερντογάν, προωθεί σταδιακά (μέχρι το 2015) το πέρασμα της ευθύνης των συνόρων από τον στρατό στο υπουργείο Εσωτερικών. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδος Bugun (27-10-2010), βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα συγκρότησης της Γενικής Διευθύνσεως Συνοριοφυλακής, που θα υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικών και θα είναι υπεύθυνη για τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα της χώρας. Το προσωπικό της Διεύθυνσης αυτής θα εκπαιδευθεί στην Ακαδημία Συνοριοφυλακής που θα ιδρυθεί, και κατόπιν θα επανδρώσει αντίστοιχες μονάδες, αρχικά στα ελληνοτουρκικά σύνορα το 2014 και ακολούθως στα τουρκο-συριακά σύνορα το 2015, οπότε και ο έλεγχος-ασφάλεια των περιοχών αυτών θα περάσει στη Γενική Διεύθυνση Συνοριοφυλακής του υπουργείου Εσωτερικών. Μια τέτοια εξέλιξη σηματοδοτεί περαιτέρω εξελίξεις στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, με την προοπτική βέβαια ότι το θέμα της Κύπρου δεν θα αποτελέσει εμπόδιο και ανασταλτικό παράγοντα.
Ωστόσο, η πολιτική βούληση και η ισχυρή κυβέρνηση του Ερντογάν υποδεικνύει ότι η Τουρκία μπορεί να ξεπεράσει σκοπέλους και εσωτερικές διαμάχες, προκειμένου να προωθήσει την επίλυση των ελληνοτουρκικών, ενώ η ελληνική Κυβέρνηση αδυνατεί προσώρας να ακολουθήσει, ή να δρομολογήσει έστω, την αντίστοιχη πολιτική.