Αναγνώσεις, Η Αυγή της Κυριακής, 19 Δεκεμβρίου 2010
Ένα γράμμα του Woody Guthrie στον Alan Lomax[1]
Αγαπητέ Άλαν[2]
[…] Μπορεί να ξέρεις κιόλας πως εγώ κι ο Cisco[3] τραγουδάμε εδώ και μια βδομάδα σε μια τρύπα στην 44η. «Εξομολογητήριο του Jimmy Dwyer», το λένε. Παπάδες δεν είδα εκεί μέσα. Από αμαρτωλούς όμως… Πάνε κι έρχονται συνέχεια. Ήρθαν όλοι οι διάσημοι δημοσιογράφοι και άκουσαν τραγούδια για την εποχή της σκόνης,[4] για τους ανθρώπους που έτρεχαν σαν τους κυνηγημένους σ’ εκείνη την ατέλειωτη 66η Λεωφόρο με άδειες γαβάθες, και τους άλλους που πήγαν στην Καλιφόρνια μήπως και καταφέρουν να γεμίσουν μια παλιά, ραγισμένη γαβάθα με λίγη ζάχαρη, και την αστυνομία και τους μεγάλους γαιοκτήμονες που τους εκμεταλλεύτηκαν – και οι εφημερίδες εδώ, η «Sun» και άλλες, έγραψαν πολύ ωραία πράγματα για την εποχή της σκόνης, και ειδικά η «PM»[5] και η «Sun» στις 5 Σεπτεμβρίου – κι έπεσαν μιλιούνια ο κόσμος και τους έγραφαν κι έσκουζαν πως ο δημοσιογράφος κάθεται και πιστεύει τα λόγια των κατασκόπων και των προδοτών. Με αποκαλούσαν κομμουνιστή και αγριάνθρωπο κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σου, αλλά δεν με νοιάζει ό,τι και να με λένε. Δεν είμαι μέλος κανενός κόμματος πάνω σ’ αυτή τη γη. Το πρόβλημά μου είναι πως με θεωρώ υποχρεωμένο να σηκώνομαι κάθε πρωί και να βγαίνω έξω και να σμίγω με όλους τους ανθρώπους, γιατί όλοι είναι σύντροφοί μου. Του έγραψα και τον ευχαρίστησα, και δεν με νοιάζει τι απόψεις έχει. Τα μέλη είναι σαν τον κλέφτη με το ένα χέρι. Αυτός που διαδίδει τις ιδέες τους κερδίζει. Ύστερα έγραψε για τα γράμματα που με έβριζαν και είπε πως τα τραγούδια μου του άρεσαν, άσχετα ποιος παπάς με βάφτισε και πώς, αν βαφτίστηκα ποτέ ή αν έπεσα μεθυσμένος μέσα σ’ ένα ποτάμι σκόνη – και πως του άρεσα, άσχετα ποιες ήταν οι ιδέες μου κι αν ήταν σωστές. Καλός δημοσιογράφος. Του ξανάγραψα και τον ευχαρίστησα, που βοηθάει με τα γραπτά του τους δυστυχισμένους κι αυτούς που έχουν ανάγκη. Άλλοι είναι αυτοί που πρέπει να γράψουν κάτι στις εφημερίδες τους για τους πεινασμένους. Εγώ υπερασπίζω τους πεινασμένους. Και είμαι καλός σ’ αυτό και νιώθω πάντα έναν πόνο στο χορτασμένο μου στομάχι, όταν τραγουδάω.
Από πάντα, αυτά ήθελα να λέω κι αυτά να τραγουδάω και να τρέχω δίπλα στον κόσμο που διαμαρτύρεται. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου να πουληθώ ή να σωπάσω ή να τραγουδήσω κάτι άλλο, γιατί ακόμα και να φτιάξω απ’ αυτές τις σαχλαμάρες, όταν ανοίξω το στόμα μου δεν πρόκειται να βγει κανένας ήχος.
Αν, έστω και για μια στιγμή, περνούσε από το μυαλό μου πως είπα κάτι που θα μπορούσε να κάνει κακό στην Αμερική και στον λαό της, θα έβαζα το κεφάλι κάτω και θα μπαρκάριζα από τη χώρα. Η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου είναι καλή. Με βοήθησαν, ηχογράφησαν αυτά που είχα να πω και έκαναν αντίγραφα απ’ όλα τα τραγούδια μου και τα φύλαξαν να μην μπορούν να τα βρουν οι γερουσιαστές. Βέβαια, είναι πάντα εκεί κι ανασαίνουν και φρουμάζουν και θέλουν να τραγουδήσουν. Νομίζω πως οτιδήποτε πραγματικά λαϊκό φοβίζει τα αγοράκια στην Ουάσινγκτον. Ένα λαϊκό τραγούδι λέει τι έγινε λάθος και πως μπορεί να διορθωθεί, ποιοι πεινάνε και τι πρέπει να γίνει με το στομάχι τους, ποιοι είναι άνεργοι και τι γίνεται με τις δουλειές, ποιοι παίρνουν τα λεφτά των ανέργων, ποιοι οπλοφορούν και πού πήγε η ειρήνη – αυτά τα πράγματα είναι λαϊκή παράδοση και ο λαός τραγουδάει γιατί βλέπει πως οι πολιτικοί δεν κάνουν τίποτα για να διορθώσουν τα προβλήματα, να εξασφαλίσουν τροφή και δουλειά στον κόσμο. Δεν είναι σκοπός μας να σας κάνουμε κακό ή να σας φοβίσουμε, όταν σκεφτόμαστε όπως σκέφτεται ο λαός. Προσπαθούμε να το κάνουμε όσο πιο εύκολο γίνεται για σας. Μπορώ να τραγουδάω εξήντα μέρες κι εξήντα νύχτες συνέχεια, αλλά θα έσκαγα αν έμπαινα σε γραφείο.
Το μόνο που ξέρω να κάνω σωστά, Άλαν, είναι να οργώνω τους δρόμους και να βλέπω και ν’ ακούω τα πάντα και να μαθαίνω όσα περισσότερα μπορώ γι’ αυτούς που συναντάω και να προσπαθώ να κάνω τη μια μεριά αυτής της χώρας να σκέφτεται όπως η άλλη και τη μια γωνιά της να βοηθάει την άλλη – γιατί όταν μια αλογόμυγα τριγυρίζει το αριστερό ρουθούνι του αλόγου και το ενοχλεί, η ουρά θα πάρει και θα δώσει στον αέρα και θα τη διώξει. Και καθώς ανεμίζει, ακούγεται σαν βιολί που παίζει. Οι ουρές των αλόγων κάνουν τρομερά δοξάρια για βιολί.
Μην το πάρεις στραβά – πάρ’ το στα ίσα.[6]
Woody Guthrie
19 Σεπτεμβρίου 1940, Νέα Υόρκη
——————————————————————————————————-
1. Το γράμμα αυτό, στο οποίο ο Woody Guthrie ξεκαθαρίζει την πολιτική στάση του, βρίσκεται στο Αρχείο Λαϊκού Πολιτισμού του Αμερικανικού Λαογραφικού Κέντρου, στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. Αποτελείται από σε 8 χειρόγραφα φύλλα 8.5 x 11 και ανήκει στη Συλλογή Χειρογράφων του Woody Guthrie, με αριθμό: Box 1, Folder A, Correspondence, 1940-50; A-7. Μεταφράστηκαν μόνο οι δύο τελευταίες σελίδες. Οι τέσσερις πρώτες περιέχουν περιστατικά από την παιδική ηλικία του συντάκτη.
2. Alan Lomax [1915-2002]. Αμερικανός λαογράφος και εθνομουσικολόγος. Ένας από τους πλέον δραστήριους συλλέκτες λαϊκής μουσικής σε ολόκληρο τον κόσμο. Προσέφερε ανυπολόγιστες υπηρεσίες στο Αμερικανικό Λαογραφικό Κέντρο της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ. Το FBI τον παρακολουθούσε επίσημα μέχρι το 1979.
3. Gilbert Vandine Houston ή απλά Cisco [1918-1961]. Αμερικανός λαϊκός τραγουδιστής και συνθέτης. Συνεργάστηκε στενά με τον Guthrie. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια της Εθνικής Ένωσης Ναυτεργατών να οργανώσει συνδικαλιστικά τους εργαζόμενους στη ναυτιλία, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
4. Dust Bowl ή Βρώμικο Τριάντα (Dirty Thirties). Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 -μεσούσης της μεγάλης οικονομικής κρίσης- θύελλες σκόνης δημιούργησαν τρομερή οικολογική καταστροφή στην αγροτική ύπαιθρο. Το φαινόμενο οφειλόταν στην ξηρασία σε συνδυασμό με την ερημοποίηση της γης, λόγω της εντατικής καλλιέργειάς της με μηχανικές μεθόδους. Οι φτωχοί αγρότες ζητιάνευαν στις εθνικές οδούς με γαβάθες (Bowls) στα χέρια, που γέμιζαν μόνο σκόνη (Dust) ή τριγύριζαν σε όλη τη χώρα για να βρουν δουλειά. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες των περιοχών που ήταν εύφορες, έβαζαν οικογένειες ολόκληρες να εργάζονται όλη-μέρα για ένα κομμάτι ψωμί.
5. «PM». Καθημερινή αριστερή εφημερίδα της Νέας Υόρκης, που εκδιδόταν από τον Ιούνιο του 1940 μέχρι και τον Ιούνιο του 1948. Δεν δεχόταν διαφημίσεις. Από τις σελίδες της πέρασαν μεγάλοι Αμερικανοί δημοσιογράφοι και συγγραφείς. Η κυκλοφορία της λίγο πριν κλείσει ανερχόταν στα 225.000 φύλλα.
6. Ο Woody φαίνεται πως συγκαταλέγει τον Lomax -με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά- ανάμεσα στους «γραφιάδες» και τους πολιτικούς. Ίσως ανάμεσα στα πράγματα που του είχε ζητήσει ο κομμουνιστής λαογράφος να ήταν και η στράτευσή του στις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος των Η.Π.Α.
Γιώργος Μπλάνας