fbpx

2011Του Κώστα Καναβούρη, Η Αυγή της Κυριακής, 2 Ιανουαρίου 2011

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, μόνο ένα πράγμα μπορούμε να ευχηθούμε για την καινούργια χρονιά: Καλό κουράγιο. Να το ευχηθούμε με όλη μας τη δύναμη και στον εαυτό μας και σε όλους τους άλλους. Ή μάλλον καλύτερα θα ήταν να μην το ευχηθούμε, αλλά να το υποσχεθούμε έτσι που το “καλό κουράγιο” να μην είναι ευχή για υποταγή και μοιρολατρία στη λαίλαπα που είναι ήδη εδώ και θα χειροτερέψει στη διάρκεια της καινούργιας χρονιάς. Να είναι υπόσχεση έγερσης. Να έχουμε το κουράγιο που χρειάζεται (και χρειάζεται πολύ) για να μην αφήσουμε να συνεχιστεί η λεηλασία της ζωής μας. Να μην αφήσουμε -κάπου στο μέλλον- να έχει ήδη λεηλατηθεί η ζωή των παιδιών μας, να έχουν ήδη ματαιωθεί τα όνειρά τους, να έχουν ήδη εξαερωθεί όλα τους τα δικαιώματα στη ζωή, στην τιμή και στην υπόληψη, στην περηφάνεια και στην αξιοπρέπεια.

Αλίμονο αν πράξουμε ως χρεώστες στα δικά τους κέρδη, αποδεχόμενοι ότι ο προορισμός μας είναι να είμαστε το κέρδος τους και ότι φταίμε κάθε φορά που δεν αποδίδουμε ως μονάδα μεγιστοποίησης του κέρδους.

Καλό κουράγιο για την επόμενη χρονιά σημαίνει όχι απλώς να διεκδικήσουμε ό,τι απέμεινε, αλλά να θυμηθούμε τον αυτοσεβασμό μας και να ξαναθυμηθούμε από την αρχή τον λόγο του Μανόλη Αναγνωστάκη, που ξαναφλέγεται υπό διαφορετικό σκοτεινό φως: “Γιατί εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα”. Καλό κουράγιο, λοιπόν, σημαίνει να νιώσουμε ώς τα τρίσβαθα της ψυχής μας (και να πράξουμε αναλόγως) ότι δεν είμαστε εμείς που έχουμε ηττηθεί. Δεν είναι οι γονείς μας που πάσχισαν πολλές γενιές μέσα σε μία και μόνη ζωή για να μας φέρουν μέχρι εδώ δίνοντας και το τελευταίο τους δάκρυ, και την τελευταία σταγόνα ιδρώτα, δεν είναι αυτοί που έχουν ηττηθεί. Ας μην τους αφήσουμε να ηττηθούν τώρα. Ούτε καν τη μνήμη τους να μην αφήσουμε να ηττηθεί. Θέλει κουράγιο αυτό, αλλά δεν γίνεται αλλιώς.

Όπως δεν γίνεται ν’ αφήσουμε να ηττηθούν τα παιδιά μας διά παντός, πριν ακόμη ξεκινήσουν να δίνουν τις δικές τους μάχες, να στρατηγεύουν στους δικούς τους πολέμους, να έχουν τις δικές τους ήττες, αυτές που τους αξίζουν σ’ αυτή την αέναη προσπάθεια για την κατάκτηση του μέλλοντός τους. Και να μην ξεχνάμε πως, όταν μιλούμε για την κατάκτηση του μέλλοντος, εννοούμε πως το επανακατακτούν και οι ανιόντες, οι πρόγονοι, αφού επανατοποθετείται και ανασυμπεραίνεται ο αγώνας τους, το επανακατακτούν και οι κατιόντες αφού επανασχεδιάζεται η προϋπόθεση του άγνωστου, πολλαπλασιάζεται δυνητικά η περατότητα της μιας και μόνης ζωής του καθενός και η θέληση αποκτά όλο και μεγαλύτερη ελευθερία έτσι ώστε όλο και περισσότεροι να μετέχουν σ’ αυτή την ελευθερία.

Θα τα αφήσουμε όλα αυτά να χαθούν; Θα πετάξουμε στην καταισχύνη όσα έγιναν και στον καιάδα της ήττας όσα πρόκειται να γίνουν; Αν μη τι άλλο, τούτο θα σήμαινε υποταγή σε μια φασιστική εκδοχή της ίδιας της ζωής. Την υποταγή, δηλαδή, σε πεποιθήσεις που άλλοι φρόντισαν να έχουμε, άλλοι θέλησαν και άλλοι πραγμάτωσαν εις βάρος μας με τη δική μας συναίνεση ή με τον δικό μας φόβο. Τερατούργημα αληθινό. Γιατί δεν ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο: η συναίνεση ή η υποταγή στον φόβο. Και το ακόμη χειρότερο: Να μην υπάρχει διαφορά τερατωδίας ανάμεσα στη συναίνεση και στον φόβο. Να μην υπάρχει δηλαδή περιθώριο για να σκεφτείς. Ίχνος αέρα για ν’ ανασάνεις. Με τον κάθε αναίσχυντο, με τον κάθε ραβδούχο, με τον κάθε απατεώνα και αχρείο οποιασδήποτε μορφής εξουσίας να σε περιγελά επιβάλλοντάς σου μια ήττα η οποία απλώς δεν υπάρχει. Μια ήττα η οποία απλώς δεν υπήρξε ποτέ. Που όμως έχει εκατομμύρια ενόχους. Ζώντες και τεθνεώτες και αγέννητους. Τερατούργημα ως σκέψη, ανοσιούργημα ως πραγμάτωση. Αλίμονο αν δεν έχουμε το κουράγιο να το κατανοήσουμε. Αλίμονο αν πιστέψουμε τον κάθε ιεροφάντη που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα τομάρι??? απλώς τομάρι. Χωρίς κορμί. Αλίμονο αν πράξουμε ως χρεώστες στα δικά τους κέρδη, αποδεχόμενοι ότι ο προορισμός μας είναι να είμαστε το κέρδος τους και ότι φταίμε κάθε φορά που δεν αποδίδουμε ως μονάδα μεγιστοποίησης του κέρδους, του δικού τους κέρδους, οπότε χρειάζεται να χάσουμε κι άλλο την ανθρωπιά μας προκειμένου να συντελεσθεί η περιλάλητη ανάπτυξη με την αναδιάρθρωση της οικονομίας. Ποιας οικονομίας, όμως; Που οικονομεί τι ακριβώς; Ελεύθερους ανθρώπους; Ασύδοτα γουρούνια; Αιδήμονες της σιωπής ή λυγρούς καταπότες της ύπαρξης; Μαχόμενους του απέραντου ή εκδοροσφαγείς των οριζόντων; Όλα αυτά κι ακόμη περισσότερα (απείρως περισσότερα). Οικονομία είναι αφού “χρημάτων πάντων μέτρον άνθρωπος”.

Το ζητούμενο επομένως είναι να έχουμε το κουράγιο ν’ αποφασίσουμε ποιο ακριβώς είναι το δικό μας “χρήμα”. Με ποιον ακριβώς τρόπο μετρούμε το είναι μας μέσα στο αρμονικό αχανές της ύπαρξης. Θέλει κουράγιο. Δεν είναι εύκολη η χρήση του μέτρου απ’ όπου παράγεται το “χρήμα”. Γιατί η εντροπία παραμονεύει. Αυτό το ξέρουν οι εξουσίες. Και μας οδηγούν στην καταστροφή, που είναι οντολογικά πιο εύκολη από τη δημιουργία πάντων των “χρημάτων”. Η καταστροφή είναι το “χρήμα” της εξουσίας, που όταν δεν συμβαίνει δημιουργεί το δικό μας “χρέος”, το δικό μας λάθος στο μέτρημα, στον ρυθμό του κόσμου. Δεν είναι έτσι. Είναι απλούστατο να το σκεφτούμε, αλλά θέλει κουράγιο για να φτάσουμε μέχρι το απλό. Έτσι ώστε να ξεπεράσουμε το “μελανό άθροισμα” του Ελύτη και να φτάσουμε στο μεγαλειώδες χρέος του Κωστή Παλαμά: “Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν και πέρασαν / σ’ αυτούς που θα περάσουν / κριτές θα μας δικάσουν / οι αγέννητοι νεκροί”. Καλό κουράγιο. Καλή χρονιά.

Share This