Της Ρένας Δούρου, Δημοσιεύθηκε στο Eco Left (http://ecoleft.wordpress.com),
31 Μαΐου 2011
Και λοιπόν; Τώρα πώς τοποθετούνται τα αριστερά κόμματα, σε αυτό που βρίσκεται σε εξέλιξη τις τελευταίες μέρες στην πλατεία Συντάγματος αλλά και σε άλλες πλατείες της χώρας; Τώρα που η αγανάκτηση ξεχείλισε και οι αγανακτισμένοι βγήκαν στους δρόμους, με I-phones, I-pads, I-pods, ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές αλλά και κατσαρόλες και σημαίες, όχι μόνο ελληνικές αλλά και γαλλικές, ισπανικές, ιρλανδικές, κ.ά., και χιούμορ, πολύ χιούμορ, καυστικό χιούμορ, μη polically correct, χιούμορ πρωτίστως ενάντια στα κόμματα της εξουσίας βέβαια, αλλά, δευτερευόντως, ενάντια σε ΟΛΑ τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των αριστερών; Λοιπόν; Τι κάνει, τι λέει η Αριστερά; Τώρα που το κοινωνικό «υποκείμενο», το οποίο δοξάζει και επαινεί σε άρθρα επί άρθρων, με λέξεις επί λέξεων, χιλιάδες λέξεις, παρεμβάσεις, αναλύσεις, κλπ, ξύπνησε επιτέλους, σηκώθηκε από τη γαλήνια απραγία του καναπέ, της τηλεόρασης, του ποδοσφαίρου, και πήγε Σύνταγμα για να φωνάξει: «Πάρε το ποδήλατο και πήδα στον γκρεμό», «Παπανδρέου παπατζή δεν τα φάγαμε μαζί», «Αέρα, αέρα, να φύγει η χολέρα, θέλουμε πρωθυπουργό και όχι καμαριέρα», «κλέφτες, κλέφτες», «Ελλάς, Ελλάς», και πολλά, πολλά άλλα, λιγότερο ή περισσότερο ευρηματικά, όχι όμως, και αυτό είναι το σημαντικότερο, καθοδηγούμενα από τον οποιοδήποτε κομματικό ή άλλο φορέα. Πώς αντιδρά λοιπόν η Αριστερά σε αυτή την υλοποίηση μιας ενός από τους στόχους της: να κατέβει επιτέλους ο κόσμος στους δρόμους μπροστά σε αυτή τη βία της φοροεισπρακτικής λαίλαπας που έχει εξαπολύσει εναντίον του η κυβέρνηση Παπανδρέου; Ακούω ήδη, όχι τον αντίλογο, αλλά τον προβληματισμό των συντρόφων μου: «Πρόκειται για απολύτως θετική αντίδραση, ωστόσο λείπουν οι συγκεκριμένες διεκδικήσεις, γεγονός που καθιστά ευάλωτες αυτού του είδους τις κινητοποιήσεις, καθώς ανά πάσα στιγμή μπορεί να διεισδύσουν σε αυτές στοιχεία διαλυτικά (ακροδεξιοί, προβοκάτορες, όσοι θέλουν να εκφυλίσουν τη δυναμική της αμφισβήτησης, μπαχαλάκηδες, αναρχικοί)». Ίσως μάλιστα να την έχετε ακούσει ήδη να διατυπώνεται αυτή την κριτική, με αυτούς περίπου τους όρους. Όμως, χωρίς κανείς να παραγνωρίζει όλους τους πιθανούς κινδύνους και τα ενδεχόμενα αρνητικής μεταξέλιξης του κινήματος αυτού, οφείλουμε να δούμε, χωρίς επιφυλάξεις, ότι πρόκειται για κίνημα με ανατρεπτική, πρωτοποριακή στόχευση, για ένα φαινόμενο, με άλλα λόγια, που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως κάτι εντελώς νέο, χωρίς τις παρωπίδες των κλασικών μας αριστερών αντανακλαστικών – ναι, πράγματι, μπορεί τα πράγματα στο μέλλον να εξελιχθούν σε μια νέα Βαϊμάρη αλλά είναι δυνατόν αυτό το ενδεχόμενο (που μέχρι στιγμής τίποτε δεν επιβεβαιώνει) να μας κόβει τα πόδια, να μας απενεργοποιεί μπροστά στην πρώτη προσπάθεια από τη μεταπολίτευση λαϊκής, μαζικής αντίδρασης έναντι μιας ισοπεδωτικής πολιτικής αλλά και του συστήματος που τη γέννησε; Αν εμείς οι Αριστεροί δεν πάρουμε το ρίσκο να αφουγκραστούμε, να πιάσουμε τον παλμό και να μετέχουμε στο φαινόμενο αυτό, τότε θα ξεβραστούμε στο περιθώριο των εξελίξεων και δικαίως.
Αν δεν είναι τούτη εδώ η «μεγάλη ώρα» για την Αριστερά, τότε ποια θα είναι; Τώρα είναι η ώρα να αφουγκραστεί επιτέλους αυτούς που τόσα χρόνια επιδιώκει να εκπροσωπήσει, να τους δώσει φωνή, τώρα που ακούει επιτέλους τη φωνή τους, δεν είναι δυνατόν να… ψιλολογάει «τι» και «πώς» και «μήπως» και «αν» και «μπορεί να» και «υπάρχει φόβος να». Φοβάμαι πολύ, ότι η Αριστερά κινδυνεύει να χάσει άλλο ένα (από τα πολλά) τρένα: να βρεθεί περιθωριοποιημένη, μαζί με τα κόμματα εξουσίας -αν και έχει τις λιγότερες ευθύνες, καθώς ουδέποτε κυβέρνησε ή καταχράστηκε δημόσιο χρήμα-, στο πλαίσιο μιας αναγεννητικής διαδικασίας αμφισβήτησης συνολικά του συστήματος εξουσίας, με ό,τι αυτό περιλαμβάνει (κόμματα, συνδικάτα, οργανώσεις, κ.α.), μια διαδικασία που μόλις τώρα ξεκινάει. Να ταυτιστεί, με άλλα λόγια, με τον κύκλο της μεταπολίτευσης που κλείνει τόσο επώδυνα, αποδεικνύοντας ότι είναι ανίκανη να ανταποκριθεί στα σύγχρονα διακυβεύματα. Γιατί ποιος έχει ανάγκη μια εκτός τόπου και χρόνου Αριστερά, που επαναλαμβάνει σχεδόν τελετουργικά τα παλιά συνθήματα;
Επείγει να αλλάξουμε λογισμικό, τρόπο σκέψης. Να περάσουμε στην εποχή του Facebook, του Twitter και του I-pad. Όπως πλέον οι νέοι, και οι λιγότεροι νέοι, επικοινωνούν με νέα μέσα, διακινούν τα συνθήματα, τις αγωνίες, τις διεκδικήσεις τους, γιατί οι αγανακτισμένοι του Συντάγματος ΕΧΟΥΝ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ, αρκεί να τις ακούσουμε, να τις διαβάσουμε στη δικιά τους γλώσσα. Έτσι κι εμείς, όσοι διεκδικούμε την ονομασία του «αριστερού», οφείλουμε να περάσουμε στον 21ο αιώνα και να ασκήσουμε την αντίστοιχη πολιτική και όχι αυτή του 19ου ή του 20ού, να μιλήσουμε τη σύγχρονη γλώσσα. Διαφορετικά, θα είμαστε καταδικασμένοι να περάσουμε αργά ή γρήγορα σε κάποιο μουσείο, κέρινων ή μη, ομοιωμάτων, με την πινακίδα: homo sinister (και με τις δύο έννοιες της δεύτερης λέξης)…