Της Ρένας Δούρου, Δημοσιεύθηκε στο Red Notebook, 7 Ιουνίου 2011
Με το δεύτερο μνημόνιο προ των θυρών και τις απαιτήσεις της «Τρόικας» για άμεσες αποκρατικοποιήσεις, βλέπουμε να αναπτύσσεται πλέον πλήρως η συνολική επιχείρηση που αφορά στη χώρα μας και ξεκίνησε εδώ και δύο χρόνια από την κρίση χρέους που ήλθε στο προσκήνιο μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009
Στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Our kind of traitor» (δηλ. «ο δικός μας προδότης»), ο γνωστός συγγραφέας Τζων Λε Καρέ, που πλέον έχει αφήσει πίσω του τα ψυχροπολεμικά κατασκοπευτικά έργα, και έχει προσαρμοστεί στη σύγχρονη πραγματικότητα, κάνει μια τολμηρή υπόθεση: κι αν τα χρήματα από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών ήσαν εκείνα που έσωσαν τις τράπεζες στη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 2008; Αυτό που κάτω από την επιδέξια πένα του Λε Καρέ μεταμορφώνεται σε ένα γεμάτο σασπένς θρίλερ, με αναπάντεχες εξελίξεις, ίσως τελικά να μην είναι απολύτως προϊόν μυθοπλασίας. Και τούτο γιατί τον Δεκέμβριο του 2009, η βρετανική εφημερίδα «Ομπσέρβερ» δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο ο τότε γενικός διευθυντής του στη Βιέννη και παράλληλα επικεφαλής της υπηρεσίας του διεθνούς οργανισμού κατά των Ναρκωτικών και του Οργανωμένου Εγκλήματος, Αντόνιο Μαρία Κόστα, δήλωνε ότι υπάρχουν αποδείξεις σύμφωνα με τις οποίες ορισμένες διατραπεζικές συναλλαγές χρηματοδοτήθηκαν με χρήματα προερχόμενα από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και από άλλες παράνομες δραστηριότητες και ότι αυτά ακριβώς τα δις ΄ξεπλύθηκαν΄προκειμένου να διασωθεί το σύστημα, τη στιγμή που βρισκόταν αντιμέτωπο με έλλειμμα ρευστότητας και κινδύνευε να καταρρεύσει.
Για τι ποσό μιλούσε ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος του ΟΗΕ; Ούτε λίγο ούτε πολύ, για 352 δις δολάρια! Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα ο Μαρία Κόστα επισήμανε ότι αυτά τα χρήματα, που εντάχθηκαν με τον τρόπο αυτό στο σύστημα, ήταν «η μόνη επένδυση σε ρευστά κεφάλαια», σε μια στιγμή γενικευμένου πανικού, ενώ αποδίδει τις πληροφορίες του σε «υπηρεσίες πληροφοριών και δικαστές». Έκτοτε, οι υπηρεσίες του ΟΗΕ δεν έχουν δώσει συνέχεια σε αυτό το θέμα-ταμπού, ενώ τον Μαρία Κόστα διαδέχθηκε ο ρώσος Γιούρι Φεντότοφ.
Ποιο το δίδαγμα της μικρής αυτής ιστορίας; Πέραν του κλασικού, ότι δηλαδή το χρήμα δεν έχει χρώμα, μυρωδιά, κτλ, και άρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε είδους σκοπούς, ακόμη και για τη χρηματοδότηση του παραπαίοντος τραπεζικού συστήματος, υπάρχουν άλλα δύο σημεία που πρέπει να παρατηρήσουμε: πρώτον, ότι το θέμα «θάφτηκε», τα mainstream ΜΜΕ δεν ενδιαφέρθηκαν να δώσουν συνέχεια σε αυτό που ξεκίνησε ο Ομπσέρβερ και δεύτερον, ότι στο όνομα ακριβώς χρηματιστικών (περιλαμβανομένων και τραπεζικών) συμφερόντων, ελληνικών και ξένων, ακριβώς αυτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που δεν διστάζει την ΄κολεγιά΄και με ναρκωδολάρια προκειμένου να συντηρήσει το αποτυχημένο μοντέλο της, επιχειρείται σήμερα η μεγαλύτερη άλωση, όχι απλά της ελληνικής οικονομίας αλλά συνολικά της ελληνικής κοινωνίας… Με άλλα λόγια, αυτό το κομμάτι των ξένων συμφερόντων (με ντόπιους συνεργάτες τους είναι η αλήθεια) ενδύεται το μανδύα της… ηθικής και άριστης διαχείρισης, προκειμένου να προωθήσει στη χώρα μας σειρά δομικών αλλαγών που θα μας οδηγήσουν δεκαετίες πίσω, σε καταστάσεις που θα συγκρίνονται με υπανάπτυκτες, αφρικανικές οικονομίες. Όχι ότι οι αλλαγές στην παραγωγική δομή της χώρας δεν είναι απαραίτητες, και μάλιστα επειγόντως, αλλά όχι στην κατεύθυνση που επιθυμούν όσοι, σήμερα, στο όνομα της κρίσης χρέους, προωθούν άρον-άρον αποκρατικοποιήσεις κρίσιμων τομέων για την οικονομία και την ανάπτυξη.
Ένα προκατασκευασμένο δράμα σε δύο φάσεις
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους. Με το δεύτερο μνημόνιο προ των θυρών και τις απαιτήσεις της «Τρόικας»για άμεσες αποκρατικοποιήσεις, βλέπουμε να αναπτύσσεται πλέον πλήρως η συνολική επιχείρηση που αφορά στη χώρα μας και ξεκίνησε εδώ και δύο χρόνια απότην κρίση χρέους που ήλθε στο προσκήνιο μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009. Σε πρώτη φάση, κι ενώ
προεκλογικά ο σημερινός πρωθυπουργός δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει αυτό που σήμερα έχει γίνει η πιο αιχμηρή ατάκα εναντίον του, δηλ. «λεφτά υπάρχουν», η κυβέρνηση, προσφεύγοντας στην υπογραφή του πρώτου Μνημονίου με την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έβαζε σε εφαρμογή, τον Απρίλιο του 2010, το πρώτο (όπως σύντομα αποδείχθηκε) πακέτο λιτότητας, στοχεύοντας στη μείωση μισθών, συντάξεων, στη δραστική περικοπή δημόσιων δαπανών, ενώ την ίδια στιγμή αποτύγχανε παταγωδώς να ελέγξει την καλπάζουσα φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή.
Και το αποτέλεσμα; Πενιχρό. Παρότι ο ελληνικός λαός, και ιδιαίτερα οι πιο αδύναμες κοινωνικά τάξεις, «μάτωναν» από τις θυσίες στο βωμό τής πιο ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, το αποτέλεσμα ήταν ανύπαρκτο. Και αυτό δεν ήταν ένας κεραυνός εν αιθρία, αλλά το προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα της συγκεκριμένης πολιτικής: δεν χρειάζεται κανείς να διαθέτει διδακτορικό στην οικονομία, για να γνωρίζει ότι οι κρίσεις χρέους δεν αντιμετωπίζονται με πολιτικές ύφεσης και λιτότητας. Την επώδυνη εμπειρία έχουν βιώσει ήδη χώρες της Λατινικής Αμερικής, της νοτιο-ανατολικής Ασίας και της Βαλτικής… Η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε πού θα οδηγούσαν τα μέτρα της: ηθελημένα, με πρόγραμμα, επέλεξε την αποδόμηση του κοινωνικού ιστού και την υπονόμευση κάθε είδους κοινωνικού κεκτημένου. Η πολιτική της δεν έχει τίποτε να «ζηλέψει» από ένα είδος τριτοκοσμικού θατσερισμού, που στοχεύει στη συρρίκνωση των πρωτογενών δαπανών στο 30%, ποσοστό που δεν αρμόζει σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά σε αφρικανική…
Παράλληλα, γινόταν φανερό ότι βρισκόμασταν μόνο στην πρώτη φάση του δράματος. Η δεύτερη φάση είναι αυτή που βιώνουμε τώρα και έχει τη μορφή του «κυρίως πιάτου»: οι όροι του δεύτερου μνημονίου στοχεύουν πλέον στην εκποίηση δημόσιας περιουσίας, μέσω σειράς ιδιωτικοποιήσεων κρίσιμων τομέων για την εθνική μας οικονομία, στο όνομα των εγγυήσεων των πιστωτών μας. Πρόκειται, αν το σκεφθεί κανείς προσεκτικά, για μια πολύ ιδιαίτερη πορεία της κυβέρνησης Παπανδρέου, η οποία μάλιστα διεκδικεί και τον τίτλο της «σοσιαλιστικής»: τη στιγμή που τα πιο επίσημα, νεοφιλελεύθερα χείλη ομολογούν ότι η περίφημη «συναίνεση της Ουάσινγκτον», το οικονομικό δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, πνέει πλέον τα λοίσθια, η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου επιλέγει να αποδεχθεί τις αποτυχημένες συνταγές της Κομισιόν, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου!
Και τι λένε αυτές οι αποτυχημένες και ξεπερασμένες πλέον συνταγές, που ξεκίνησαν εδώ και τριάντα χρόνια με τους Θάτσερ και Ρέηγκαν, στην περίπτωση της χώρας μας; Ιδιωτικοποιήσεις, σωρηδόν, των πιο ζωτικών (και «ζουμερών» οικονομικά, με την έννοια της διασφαλισμένης απόδοσης) κομματιών της ελληνικής οικονομίας. Ιδιωτικοποιήσεις κρίσιμες, γιατί δεν ξεπουλούν απλά τη δημόσια περιουσία αλλά υπονομεύουν για πολλά χρόνια ένα μοντέλο κοινωνικής ανάπτυξης που θα τη χρησιμοποιούσε ως κινητήριο μοχλό.
Με άλλα λόγια, το περιβόητο «μεσοπρόθεσμο», αλλά και όποιο άλλο παρεμφερές πρόγραμμα μας σερβίρουν οι Παπανδρέου, Μπαρόζο, Τρισέ, Λίπσκι (μεταβατικός επικεφαλής του ΔΝΤ) και λοιποί, δεν στοχεύει παρά στην αναπαραγωγή του ίδιου χρεοκοπημένου μοντέλου, αυτού ακριβώς που οδήγησε τη χώρα μας στα σημερινά αδιέξοδα. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε: οι σημερινές δημόσιες επιχειρήσεις κρατικοποιήθηκαν κάποτε, προκειμένου να απαλλαγεί η χώρα από έναν σπάταλο, διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό τομέα, και έκτοτε αναπτύχθηκαν στη βάση του καπιταλιστικού μοντέλου.
Κυβέρνηση Παπανδρέου: επιστροφή στο… παρελθόν
Σήμερα λοιπόν επιχειρούνται δύο πράγματα: πρώτον, επιστροφή στα χέρια των ιδιωτικών συμφερόντων κρίσιμων κομματιών της ελληνικής οικονομίας (καίριων δηλαδή υποδομών, όπως λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμοι, κ.ά.) μεστόχο την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση δημοσίων αγαθών – ας μην ξεχνάμε ότι η έννοια του δημόσιου αγαθού τυγχάνει προστασίας από την ίδια την Ε.Ε. Δεύτερον, επιχειρείται παράλληλα εκμηδένιση του συνδικαλιστικού παράγοντα, προκειμένου να απαξιωθεί στη συλλογική συνείδηση (στην προσπάθεια βοήθησε και η απάθεια της Αριστεράς έναντι της ανάπτυξης εκφυλιστικών φαινομένων στο εσωτερικό τού συνδικαλιστικού κινήματος, ήδη από τη δεκαετία του 1980).
Σε αυτή την ολομέτωπη επίθεση, ποια η θέση της Αριστεράς; Η απάντηση εστιάζεται σε τρία σημεία: πρώτον, στην απόρριψη του προτεινόμενου, ή, καλύτερα, επιβαλλόμενου μοντέλου, τονίζοντας ότι είναι ξεπερασμένο, αναποτελεσματικό και (όπως φάνηκε και από την υπόθεση εργασίας του Λε Καρέ) διεφθαρμένο. Να καταδείξουμε την αποτυχία αυτού του νέου κρατικοδίαιτου καπιταλισμού. Δεύτερον: αυτή η απόρριψη πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται από θετική πρόταση. Η χώρα μας χρειάζεται βαθιές δομικές αλλαγές. Χρειάζεται παραγωγική ανασυγκρότηση, με εξειδίκευση, με έμφαση στις υποδομές και τα δημόσια αγαθά. Στο πλαίσιο ενός επεξεργασμένου στρατηγικού σχεδίου, πρέπει να σταθμιστεί ο ρόλος της κάθε ΔΕΚΟ, στη βάση των αναγκών που εξυπηρετεί. Ωστόσο, στις περιπτώσεις ΔΕΗ, ΟΤΕ, τραπεζών, πρέπει να διασφαλιστεί ο δημόσιος έλεγχος, προκειμένου να κατοχυρωθεί ο ρόλος της χώρας στο διεθνές οικονομικό σκηνικό.
Ο ρόλος της χρήσιμης Αριστεράς
Στην κυβέρνηση που επιμένει στα εκβιαστικά διλήμματα, του τύπου <<εντός ή εκτός του ευρώ>>, που επιχειρούν να μεταφέρουν το βάρος της ευθύνης, η Αριστερά οφείλει, χωρίς λαϊκισμούς και καταγγελτικές ευκολίες, να απαντήσει, προωθώντας τη διεκδικητική αναδιαπραγμάτευση, συντονίζοντας τις δυνάμεις της με εκείνες των λαών της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, στο πλαίσιο της αλληλεγγύης του ευρώ. Μέσα στο ευρώ ας διεκδικήσουμε λύσεις, όχι μεμονωμένες αλλά συλλογικές, μαζί με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς που υφίστανται κι αυτοί τις πολιτικές σκληρής λιτότητας.
Οι σημερινές συγκυρίες στις οποίες καλείται να δράσει η Αριστερά είναι εξαιρετικά δύσκολες, καθώς έχουμε συνδυασμό εξωτερικών και εσωτερικών πιέσεων, προκειμένου να συντηρηθεί το αποτυχημένο μοντέλο που μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Ωστόσο, σε αυτές ακριβώς τις συγκυρίες χρειάζεται ο τόπος μια Αριστερά τολμηρή, ευρηματική, που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, προτείνει λύσεις και ζητά ανατροπές. Μια Αριστερά χρήσιμη: της καταγγελίας αλλά και των προτάσεων. Μια Αριστερά υπέρ των αναγκών της κοινωνίας, υπέρ των αναγκών των αδυνάτων.