Του Κώστα Βούλγαρη, “Αναγνώσεις”, Η Αυγή, 18 Ιουνίου 2011
Η κριτικός Κάρμεν Καλίλ παραιτήθηκε από την τριμελή επιτροπή του Διεθνούς Βραβείου Μπούκερ, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη βράβευση του συγγραφέα Φίλιπ Ροθ, ο οποίος, στις έως τώρα δημοσιογραφικές παρουσιάσεις, τις πάμπολλες συνεντεύξεις και τις copy-paste «κριτικές» που κυκλοφορούν από χώρα σε χώρα (και στη δική μας), χαρακτηριζόταν, ελαφρά τη καρδία, ως ο κορυφαίος εν ζωή αμερικανός συγγραφέας. “Γράφει ξανά και ξανά το ίδιο θέμα, σχεδόν σε κάθε του βιβλίο», δήλωσε η Κάρμεν Καλίλ, «δεν τον κατατάσσω καν στους συγγραφείς», συνέχισε, «σε 20 χρόνια από τώρα κανείς δεν θα διαβάζει τον Φίλιπ Ροθ».
Κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει με ασφάλεια τη μελλοντική τύχη κανενός συγγραφέα, κανενός βιβλίου, όμως είναι η πρώτη φορά που τίθεται, με αυτόν τον έντονο αλλά και συμβολικό τρόπο ένα μείζον ζήτημα: η λογοτεχνία «εποχής», που καταναλώνεται ως «σύγχρονη λογοτεχνία», και καταναλώνεται ακριβώς γιατί κολακεύει και νομιμοποιεί την περί λογοτεχνίας μαζική εντύπωση, είναι όντως λογοτεχνία; Κομίζει έστω και το παραμικρό εις τέχνην;
Το ερώτημα δεν είναι φιλολογικό. Ούτε αισθητικό. Είναι πρώτα απ’ όλα πολιτικό. Γιατί η λογοτεχνία εποχής αναπαράγει τους «όρους αναπαραγωγής» της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής. Επιπλέον δε, οι αναγνώστες του Ροθ, τόσο στην Αμερική και την Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, είναι κυρίως μεσοαστοί της ευρύτερης κεντροαριστεράς. Το ίδιο και όσοι διά του Τύπου έχουν αναλάβει, όλα αυτά τα χρόνια, σχεδόν εργολαβικά, την προβολή του έργου του: «Με το Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή και με το Ανθρώπινο στίγμα η οπτική του [Φίλιπ Ροθ] ανοίγεται και γράφει το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα» (Κατερίνα Σχινά).
Αλλά, γίνεται να κάνεις προωθημένη πολιτική, να έχεις προωθημένη σκέψη, να έχεις τη φιλοδοξία να «δείξεις» στην κοινωνία αιτίες και προοπτικές, δηλαδή όλα αυτά που δεν «βλέπει», όντας πνιγμένη μέσα στα μαζικά στερεότυπα, όταν, εσύ ο ίδιος, κολυμπάς μέσα στα ίδια, μαζικά αισθητικά στερεότυπα της εποχής; Γιατί, όπως όλοι γνωρίζουμε πια, η ιδεολογία αρθρώνεται εν πολλοίς μέσω της αισθητικής και του πολιτισμού.
Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι αυτή η βίαιη, και γενναία κίνηση της Κάρμεν Καλίλ, παρ’ ότι άνοιξε έναν μεγάλο κύκλο συζητήσεων, αρκεί για να τεθεί ευρύτερα ένα τέτοιο ερώτημα, ως «υπαρξιακό» ερώτημα κάθε σοβαρού, πόσω μάλλον και αριστερού αναγνώστη πεζογραφίας. Γιατί, ακόμα και αν εγκαταλείψουν κάποιοι αναγνώστες τον Ροθ, υπάρχουν χιλιάδες άλλοι Ροθ διαθέσιμοι.
Θα υπάρξουν όμως και κάποιοι αναγνώστες, που θα σκεφτούν τις ενστάσεις της Κάρμεν Καλίλ. Θα κάνουν και δεύτερες σκέψεις, δεν θα συρθούν όλοι στον επόμενο Ροθ. Όπως δεν υποδέχθηκαν όλες οι στήλες βιβλίου του ελληνικού Τύπου με ανοικτές αγκάλες τον Ροθ. Αρχής γενομένης προ αρκετών ετών, έχω επανειλημμένα σχολιάσει την κοινοτυπία της γραφής του Ροθ και την υπερτίμησή του. Μάλιστα, σχετικά πρόσφατα, ένα από τα κείμενά μου είχε έναν χαρακτηριστικό τίτλο, που εξέφραζε τη διακύμανση των αισθητικών κριτηρίων, την έκπτωση και την ανάγκη επιστροφής: «Από τον Τζίγκα Βέρτοφ στον Φίλιπ Ροθ, και πάλι στην τέχνη». Μόνο που για να φθάσει ο αναγνώστης στην τέχνη, πρέπει να κοπιάσει και λίγο, πρέπει να θέλει να αφήσει πίσω του τα μαζικά στερεότυπα, τη βολή του. Εν τέλει, πρέπει αυτή η πραγματικότητα που ζει, όχι μόνο η κοινωνική και η πολιτική αλλά και η πραγματικότητα της κουλτούρας του, να μην τον ικανοποιεί. Να θέλει να αλλάξει ο ίδιος, γιατί η εικόνα του «εαυτού του», που του επιφυλάσσει και του επιστρέφει η πραγματικότητα, διά της «λογοτεχνίας εποχής», δεν τον ικανοποιεί. Μόνο τότε μπορεί να αποφασίσει να φθάσει στην τέχνη. Και μόνο έτσι μπορεί να είναι κάποιος αριστερός, θα πρόσθετα.
Αλλά ας επανέλθουμε στα βραβεία, αφού ο Φίλιπ Ροθ επί σειρά ετών προαλείφεται και για το Νόμπελ, και ίσως κάποια στιγμή το πάρει. Αντίθετα, ο όντως μεγαλύτερος αμερικανός συγγραφέας της εποχής μας (νοουμένης ως ιστορικού παρόντος), ο Τόμας Πύντσον (αυτός που δεν φωτογραφίζεται, που δεν γνωρίζει κανείς πού ζει και τι κάνει, κλπ, κλπ), όταν κάποιοι κριτικοί τόλμησαν να τον βραβεύσουν, στην τελετή απονομής έστειλε στη θέση του έναν κλόουν… Απλούστατα, γιατί ο Πύντσον αρνείται να υποδυθεί και να περιφέρει την περσόνα του συγγραφέα, επικυρώνοντας, και έτσι, τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται μέσα στη μεταμοντέρνα συνθήκη, τρόπος που βέβαια συνάδει με το αισθητικό πρόταγμα των βιβλίων του, το οποίο αρνείται μετωπικά την «πολιτική ορθότητα». Αντίστοιχα, ο δημόσιος τρόπος του Φίλιπ Ροθ, που περιφέρεται από συνεντεύξεως σε συνέντευξη και από κοινοτυπία σε κοινοτυπία, συνάδει με το αισθητικό πρόταγμα των δικών του βιβλίων του, δηλαδή με τον «ορισμό» της κατάφασης στις συμβάσεις της πολιτικής ορθότητας. Ο αναγνώστης διαλέγει και παίρνει. Με την ευθύνη βέβαια να είναι όλη δική του.