Της Ρένας Δούρου, Η Αυγή της Κυριακής, 20 Νοεμβρίου 2011
DERINGIL SELIM, Η καλά προστατευόμενη επικράτεια. Ιδεολογία και νομιμοποίηση της εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία 1876-1909, μετάφραση (από τα αγγλικά) – επιμέλεια: Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 535
«Η καλά Προστατευόμενη Επικράτεια, Ιδεολογία και νομιμοποίηση της εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1876 – 1909)», είναι ο τίτλος ενός κλασικού πια έργου του Selim Deringil -καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Βοσπόρου (Bogaziçi) της Ιστανμπούλ- σημείου αναφοράς για τη συγκεκριμένη περίοδο. Πρόκειται για ένα έργο που, στηριζόμενο σε σπάνιες πηγές, πραγματεύεται τα ζητήματα εξουσίας και ιδεολογίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν την περίοδο της μακράς, 32χρονης διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας από το σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ ΙΙ (1876-1909). Η πλούσια χρήση των πηγών από τον Deringil συνδυάζεται και με μια οξυδερκέστατη ανάλυση που επικεντρώνεται στην ανατομία του τρόπου, ή, ακριβέστερα, των τρόπων που χρησιμοποίησε η οθωμανική ελίτ της περιόδου του Αμπντουλχαμίτ, προκειμένου να αποκτήσει την απαραίτητη, για την εδραίωση της κρατικής εξουσίας, νομιμοποίηση της Υψηλής Πύλης, σε μια περίοδο που η μοναδική μουσουλμανική δύναμη δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις από τις άλλες ευρωπαϊκές, χριστιανικές δυνάμεις.
Ο Deringil αποδεικνύει τεκμηριωμένα ότι η απάντηση στο «έλλειμμα νομιμοποίησης» που είχε σωρευτεί λόγω -σύμφωνα με τον Χάμπερμας (Legitimation crisis, σελ. 71)- «της δομικής ανομοιότητας μεταξύ περιοχών διοικητικής δράσης και περιοχών πολιτισμικής παράδοσης, που συγκροτεί τότε ένα συστηματικό όριο σε προσπάθειες να συμψηφιστούν μειονεκτήματα νομιμοποίησης μέσω ενσυνείδητων χειρισμών», δεν συνιστά κάποιου είδους «ανωμαλία» ή κάτι το «εξωτικό» εκ μέρους της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά αντιθέτως μια προσπάθεια προσαρμογής στη φθορά της πραγματικής εξουσίας, όπως αυτή παρατηρείται στα προ-νεωτερικά κράτη. Όπως και οι άλλες πολυεθνικές αυτοκρατορίες της εποχής (αυστροουγγρική, ρωσική, κ.λπ.), έτσι κι η Οθωμανική επί Αμπντουλχαμίτ επεδίωξε, προκειμένου να επιβιώσει, την ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, με πρότυπο την αρχή της νεωτερικότητας. Και μάλιστα ο συγκεκριμένος σουλτάνος, που κατά κόρον έχει γίνει αντικείμενο παραπλανητικών χαρακτηρισμών (με την έννοια ότι χάνουν την ουσία, δίνοντας έμφαση σε δευτερεύοντα χαρακτηριστικά, όπως «Κόκκινος Σουλτάνος»), θέλησε την ανάδειξη, με ό,τι μέσα διέθετε, μιας οθωμανικής νομιμοποίησης στο πλαίσιο ενός διεθνούς περιβάλλοντος, όπου η μουσουλμανική αυτοκρατορία δεχόταν τις έντονες πιέσεις των αντιπάλων της. «Η Υψηλή Πύλη βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα σε χριστιανικά κράτη. Ακόμη κι αν οι φυσικοί και διπλωματικοί μας πόροι είναι απεριόριστοι, εμείς θα παραμείνουμε υποχρεωμένοι να επιζητούμε τη βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων… Όμως η οποιαδήποτε βοήθεια μεταξύ κρατών είναι βασισμένη στην αμοιβαία καχυποψία και στο υπολογισμένο συμφέρον», παρατηρούσε σε υπόμνημά του προς τον Σουλτάνο, ο Μεχμέντ Σαΐντ Πασάς, ένας από τους σημαντικότερους οθωμανούς πολιτικούς του 19ου αιώνα, κεντρική προσωπικότητα της χαμιτικής περιόδου, επί εννιά χρόνια μεγάλος βεζίρης του Αμπντουλχαμίτ. Άρα η πρόκληση που αντιμετώπισε ο τελευταίος όταν ανέλαβε τα ηνία της μοναδικής μουσουλμανικής δύναμης της εποχής, της δύναμης που οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες αντιμετώπιζαν ως «ανωμαλία» που έπρεπε να διορθωθεί, ήταν διπλή: αφορούσε τη δικαιολόγηση της ύπαρξης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τόσο έναντι των άλλων κρατών όσο μπροστά στους δικούς της υπηκόους. Ο συγγραφέας εξετάζει έτσι τους βασικούς άξονες της εσωτερικής πολιτικής του Αμπντουλχαμίτ, μέσω της ενίσχυσης της κεντρικής εξουσίας του χαμιτικού κράτους και της εδραίωσης υπερεθνικής συνεκτικής ιδεολογίας, του οθωμανισμού.
Δηλαδή ο Deringil εξετάζει το πώς οι νομιμοποιητικές ιδεολογίες αντανακλώνται στις πολιτικές του Αμπντουλχαμίτ, στη βάση κυρίως της συγκολλητικής ουσίας του πανισλαμισμού, με την έννοια της οθωμανοποίησης του Ιερού Νόμου (σεριάτ). Ο τελευταίος προτάσσεται πλέον από τον σουλτάνο ως όχημα νομιμοποίησης της κεντρικής του εξουσίας: δεν αρκούσε πλέον ο υπήκοος να είναι σουνίτης μουσουλμάνος, σημασία είχε τι έγραφε το διαβατήριό του. Δεν επρόκειτο για κάποια επιστροφή στις ισλαμικές ρίζες αλλά για τη χρήση ισλαμικού λεξιλογίου και ισλαμικών ιδεολογικών εργαλείων, προκειμένου να θεμελιωθεί μια εθνική κρατική ιδεολογία. Στο πλαίσιο αυτό ακριβώς εξετάζεται και ο ρόλος του Αμπντουλχαμίτ ως χαλίφη όλων των μουσουλμάνων (ένας ρόλος δοτός σε ό,τι αφορά τους προηγούμενους σουλτάνους) που όμως στα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποιείται «ως ενοποιητικό είδωλο στο νέο θρησκευτικο-εθνοτικό στοιχείο αναγνώρισης» (Χόμπσμπαουμ, Nations and Nationalism, σελ. 73).
«Το οθωμανικό χαλιφάτο αποδύθηκε σε μια μείζονα πρωτοβουλία στοχεύοντας στην επιβολή μιας νέας βάσης αλληλεγγύης μεταξύ των μουσουλμάνων υπηκόων του» σημειώνει χαρακτηριστικά (σελ. 166) ο συγγραφέας, φέρνοντας σχετικά παραδείγματα της προσπάθειας μονοπώλησης της επίσημης ιερότητας, όπως, π.χ. την εμμονή της Υψηλής Πύλης να ελέγχει την τυπογραφία και την κυκλοφορία των Κορανίων, θέλοντας έτσι να αποφύγει ανταγωνισμό από τον σιϊσμό αλλά και από μια εγκεκριμένη πηγή του σουνιτικού ισλάμ, όπως τη θρησκευτική σχολή Αλ Άζχαρ στην Αίγυπτο…
Στα τέλη του 19ου αιώνα η οθωμανική ελίτ εξερευνά οδούς νομιμοποίησης, εντός κι εκτός της οθωμανικής επικράτειας, σκιαγραφώντας το πώς παρατηρούσε η Ινστανμπούλ τον έξω κόσμο, το πώς μετείχε στα διεθνή, πολιτικά και πολιτισμικά δρώμενα της περιόδου, το πώς προβαλλόταν η εικόνα της αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων, το πώς επιχειρούσε να… μιμηθεί τους χριστιανούς ιεραποστόλους (τους οποίους καταπολεμούσε στο εσωτερικό της), προσηλυτίζοντας επισήμως στη χανεφιτική ορθοδοξία, με απόπειρες να ενσταλλαχθεί αυτή η νέα ορθοδοξία στους γεζιντίδες στο Ιράκ (σελ. 227 κι επ.). Περιγράφει, δηλαδή, την «Αυτοκρατορική Νοοτροπία» (σελ. 21) της «Καλά Προστατευμένης Επικράτειας», επιχειρώντας να «αναγνώσει» την οθωμανική αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο μιας «οθωμανοκεντρικής προσέγγισης»: οι οθωμανοί, όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές μοναρχίες, αναγκάζονται, μπροστά στις καταλυτικές ανατροπές που έχει φέρει η γαλλική επανάσταση, και κυρίως ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας με την δημιουργία εθνικών-ανεξάρτητων κρατών, «να δανειστούν τις ιδέες των εθνικιστών και των φιλελεύθερων και να τις χρησιμοποιήσουν υπέρ της διαφύλαξης και της άμυνας της αυτοκρατορίας» (σελ. 22). Πρόκειται δηλαδή για μια «περίπτωση αυτοκρατορικής προσάρμοσης στις απαιτήσεις των καιρών, συγκρίσιμη σε πολλά επίπεδα με εκείνο που παρατηρούνταν σε άλλα πολυ-εθνοτικά νομιμοποιημένα συστήματα» (σελ. 472). Ωστόσο, οι νομιμοποιητικές προσπάθειες του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ και της ελίτ της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε όλα τα επίπεδα, δεν στάθηκαν ικανές για να αποτρέψουν το μοιραίο: το τέλος της οθωμανικής αυτοκρατορίας – με το χαλιφάτο να τελειώνει με την εκθρόνιση του Αμπντουλχαμίτ ΙΙ.
Τέλος; Όχι ακριβώς, γιατί, όπως παρατηρεί τεκμηριωμένα ο Deringil, «η γενιά που έφερε την Τουρκία στον 20ό αιώνα έμπηξε τα ιδεολογικά της δόντια σε ένα συγκεκριμένο σώμα ακατέργαστου διανοητικού υλικού» (σελ. 493). Πρόκειται για την «υπόρρητη γνώση» που διαπότισε τους κεμαλικούς πυρήνες μέσα από την εξάπλωση της επιρροής της Επιτροπής για την Ένωση και την Πρόοδο, που ιδρύθηκε το 1889 στην Αυτοκρατορική Ιατρική Σχολή ως σπουδαστική οργάνωση, διαδόθηκε στις άλλες σχολές και εναντιώθηκε στην ιδεολογία και την εξουσία της Υψηλής Πύλης, βάζοντας τις βάσεις για το νεωτεριστικό κίνημα των Νεότουρκων… Η άνοδος των τελευταίων ευνοήθηκε ακριβώς από τις συνθήκες που είχε δημιουργήσει η διαπολιτισμική σύνθεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επί Αμπντουλχαμίτ.
Κλείνοντας, δύο καταληκτικές παρατηρήσεις:
-Το έργο του Deringil ξεχωρίζει γιατί εξετάζει την περίοδο του Αμπντουλχαμίτ μακριά από τους παραμορφωτικούς φακούς είτε της κεμαλικής αριστεράς, που ομνύει στη νεωτερικότητα (και που επιδιώκει τη συστηματική αμαύρωση της συγκεκριμένης περιόδου), είτε της νέο-οθωμανικής σχολής, που τείνουν προς την εξιδανίκευση της προσωπικότητας του σουλτάνου και των πολιτικών του. Ο Deringil, κάνοντας χρήση πρωτογενών πηγών, θέτει την ανάλυσή του στο ιστορικό πλαίσιο, και προχωρά στην αποτίμηση, μακριά από απλουστεύσεις και αφορισμούς, των πολιτικών και διοικητικών διεργασιών στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποφεύγοντας τις παγίδες είτε μιας κοινωνιολογίζουσας προσέγγισης που υποβαθμίζει το ιστορικό υπόβαθρο είτε μιας επιφανειακής, γραμμικής περιγραφής. Έτσι η μελέτη του δεν έχει σημασία μόνο για την Τουρκία, αλλά και για όλα τα πρώην εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
-Επίσης, το έργο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τον έλληνα αναγνώστη, καθώς εξετάζει ένα θέμα ελάχιστα γνωστό στη νεοελληνική δημόσια ιστορία, καθώς έχουν γίνει μελέτες γι’ αυτό (κυρίως για όλες τις προσωπικότητες που έδρασαν στην υπηρεσία της Πύλης καθώς και ένα επιστημονικό συνέδριο με το ίδιο θέμα που οργάνωσε και εξέδωσε το 2001 ο Όμιλος Μελέτης της Καθ’ ημάς Ανατολής “Ρωμιοί στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης”): την παρουσία και τη λειτουργία των «Οθωμανών Ελλήνων» – εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η περίπτωση του Κωστάκη Μουσούρου, του πρώτου μη μουσουλμάνου οθωμανού πρέσβη, που διορίστηκε στην Αθήνα, ως ο πρώτος επιτετραμμένος στο βασίλειο της Ελλάδας, επί Όθωνα. Πολλοί οθωμανοί έλληνες είχαν καταλάβει υψηλότατες θέσεις στα υπουργεία Εσωτερικών, Οικονομικών, Εξωτερικών… «Αποτελεί ειρωνεία, όταν σκεφτόμαστε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ήταν ένα ισλαμικό κράτος, επέτρεψε ακόμη και ενθάρρυνε μη-μουσουλμάνους να εισέρχονται στη γραφειοκρατική της μηχανή (…) Και, αντίθετα, στη λαϊκή Τουρκική Δημοκρατία, να υπάρχει ένας άγραφος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο Αρμένιοι, Εβραίοι ή Έλληνες, όλοι πλήρεις πολίτες της Δημοκρατίας, να αποκλείονται από κυβερνητικά πόστα», παρατηρεί ο Deringil. Βέβαια στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η παρουσία μη μουσουλμάνων ήταν σχεδόν απαραίτητη για τη λειτουργία της πολυεθνικής αυτοκρατορίας, καθώς η μουσουλμανική παράδοση απαγόρευε τη γνώση των ξένων γλωσσών, τις χρηματιστικές λειτουργίες, και αποθέωνε τις στρατιωτικές-διοικητικές υπηρεσίες….