Το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη
Fuoco di Etna / Αταξινόμητο
Από την Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Ελευθεροτυπία, “Βιβλιοθήκη”, Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011
Κώστας Βούλγαρης, Αερσίλοφος χώρα
εκδ. Το Πέρασμα, σ. 221, ευρώ 19,17
«μόνος δε του μεγαλείου κοινωνός ο της θαλασσίου δίνης οφθαλμός, εισπνοή και εκπνοή των υδάτων εν ταυτώ εμποιούμενος, κλίνη και σκέπη και γένος ουκ έχων και μόνο εκ της ατάκτου των κυμάτων δυνάμεως ενδιαιτώμενος, ώσπερ έπος την αείρυτο αναγέννηση του λόγου εμφωλεύει, εις τους αιώνας».
«Ιστορία, της επιστήμης κορωνίς και τέχνης επιστέγασμα. (…) Εις την ανά χείρας βίβλον, των εγκειμένων χρονικών διηγημάτων επιτομήν εν προόδω θέλω παραδώσω εις τους φιλακροαμένους. Οτι κέρδος νομίζω και ουχί ζημία του κάτω χρόνου τα σπουδαία εις τον εξής χρόνο μεταθέσω, άνευ της αρρωστηματικής επιδιώξεως παλινζωίας και παλιγγενεσίας. (…) Οτι λαού δυστυχούντος, μόνα μέσα δραπέτευσης εκ βίου κενού παντομίμας τα δρώμενα. (…) Ω τέχνη του λόγου (…) Επιστήμη ουκ είσαι, ίνα σε σπουδάσω, ούτε δόξα Θεού, ίνα τα καθάρσια θύσω. Αρμονίας και ευαρμοστίας και ευρυθμίας επιστατείς, και ευρεσιλογία δυναστεύεις, και εμπειρία εκάστου πράγματος παραδίδεις, ως προσταγή αυθεντική. Μα και των ουρανών τις δυνάμεις επιπλήττεις, και πάντες άγγελοι, αρχάγγελοι, αρχές, εξουσίες, θρόνοι, κυριότητες, τα χερουβείμ και τα σεραφείμ και πάσα άνωθεν στρατιά, εν φόβω και τρόμω εμπρός σου συστέλλεται».
Τι μας παραδίδει, λοιπόν, εδώ ο Κώστας Βούλγαρης, συγγραφέας της τετραλογίας Το εμφύλιο σώμα και του μυθιστορήματος Η μέρα με τις δεκατέσσερις νύχτες, αλλά και γνωστός δοκιμιογράφος; Οσα παρετέθησαν προ ολίγου δείχνουν μια γλωσσική απόκλιση από τα προηγούμενα συγγραφικά προϊόντα, αλλά, ταυτόχρονα, και μια επιμονή στην αφήγηση της Ιστορίας σε συνδυασμό με την τέχνη της αληθοπλασίας (για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο γράφει ο Κώστας Βούλγαρης, «Ζώντας με τις φωνές της Ιστορίας», οι δηλώσεις του στη στήλη τού Μισέλ Φάις «Θαμμένοι σε λέξεις», Βιβλιοθήκη / Ελευθεροτυπία, 17.10.2008, τχ. 524, είναι σαφέστατες). Ωστόσο, ο προσδιορισμός του νέου προϊόντος αποδεικνύεται δυσχερέστατος, τόσο περισσότερο αφού αυτή ακριβώς η δυσχέρεια αποτελούσε, ως φαίνεται, έναν από τους προγραμματικούς στόχους του συγγραφέα: «Προσώρας, την μορφή του μόνο γνωρίζω, αυτή δε ασύμμετρος και ατελεύτητος και αυτοέλικτος, ως των κυμάτων ο φλοίσβος, και δυσπρόσιτος και λιποφεγγής και υπερφίαλος, ως της ανταρσίας τα κινήματα, και πολύαρχος και πολύγονος και πολύφωνος, ως της ζωής τα καθέκαστα».
Είναι γεγονός ότι λόγω της ως άνω μορφής το παρόν μπορεί να αναγνωσθεί τμηματικά και μάλιστα ούτε καν γραμμικά, ενώ ο συγγραφέας του επανέρχεται τακτικά ενώπιον του αναγνώστη είτε ως «ρέκτης της εμπειρίας» (στο κεφάλαιο με τον εν λόγω τίτλο είναι που παραθέτει, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, και τις “πηγές” του, θυμίζοντάς μας το αντίστοιχο στο Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο), είτε ως «προσφεύγων στους προγόνους», προκειμένου να λάβει το χρίσμα τής «χρονικής διήγησης», «του σύμπαντος λόγου», είτε ως «χρονικογράφος», υπηρέτης της Ιστορίας, η οποία αποτελεί κορωνίδα της Επιστήμης και επιστέγασμα της Τέχνης, είτε ως «εξομολογούμενος» τις βαθύτερες αιτίες τής συγγραφής του, είτε, τέλος, ως ταλαιπωρούμενος από τον εφιάλτη των ευθυνών αυτής της τελευταίας. Ενα είναι, πάντως, το ασφαλές συμπέρασμα, που αποδεικνύεται, εξάλλου, και στην πράξη: το νέον έπος δεν μπορεί παρά να εδράζεται στα παλαιά, αλλιώς δεν θα γνώριζε τι να απορρίψει και, βέβαια, δεν μπορεί παρά να κρατά και να φροντίζει το νήμα της γλώσσας τους. Δανείζεται, μάλιστα, ο συγγραφέας (αν πρόκειται για συνειδητή πράξη), εκτός από την αρχαιοπρεπή «Παράβαση» της αττικής κωμωδίας και την «Πάροδο» της τραγωδίας, μόνο που εδώ η Πάροδος δεν βρίσκεται στην αρχή του έργου, αλλά στο μέσον (να θυμηθούμε εδώ το Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη). Η Πάροδος αυτή αποτελείται από τριάντα πέντε λήμματα – έννοιες, όπως Σοφία, Λύπη, Ισότητα, Υπακοή, Σιωπή, Ερως, Ηδονή, Τύχη, Ομορφιά, Δικαίωση, Πρόνοια, Μεγαλείο, Υφος, Αγνοια, Κενοδοξία, Επανάσταση, οι οποίες, παρατιθέμενες, συγκεκριμενοποιούνται, μέσω γλαφυρών παραδειγμάτων, προσδιορίζονται και περιγράφονται ή, διά της αλληγορίας, αναπαριστώνται και εκ νέου νοηματοδοτούνται ή κρίνονται.
Το υπόλοιπον του κειμένου, τώρα, που εκατέρωθεν πλαισιώνει την Πάροδο, αταξινόμητο στην πραγματικότητα και εκ προθέσεως ανατρεπτικό και εποικοδομητικό συνάμα, σαν την Αιτναία φωτιά στο ολοπόρφυρο χρώμα του εξωφύλλου, θα μπορούσε: να αποτελεί μέρος μιας Γενεαλογίας του Ανθρώπου, όπως, βέβαια, και της Τέχνης του Λόγου· θα μπορούσε να είναι, μεταξύ άλλων, η ποιητική Εισαγωγή σε μια ιστορική αναδρομή στις θρησκείες και τις πλάνες τους· θα μπορούσε να είναι μία συλλογή διηγημάτων ή και παραινετικών ή εγκωμιαστικών ή παραμυθικών ή ακόμη και (αυτο)σαρκαστικών λόγων, πλήρης συμβολισμών, μεταξύ άλλων, και για την ίδια την τέχνη της γραφής. Θα μπορούσε να είναι: μία εξιστόρηση (που ζηλεύει κάποτε τις ομηρικές παρομοιώσεις και περιγραφές) αιμοσταγών ρωμαϊκών και βυζαντινών πράξεων και Υβρεων· ένας ιδιότυπος Καζαμίας, γραμμένος από υπόπτου ειλικρινείας ερημίτη· ένας κατάλογος επαγγελμάτων· μία ανθολόγηση δημοτικών τραγουδιών και σατιρικών διστίχων, όχι απαραίτητα σε γλώσσα «δημοτική», αλλά και μια ανθολογία παντός είδους λαϊκών δοξασιών, ηθών και εθίμων (του εθιμικού δικαίου συμπεριλαμβανομένου) και, ταυτόχρονα, μια ιλαρή -δηκτική επισκόπηση των παραπάνω, με έμφαση στις ανδρογυνικές ερωτικές σχέσεις. Θα μπορούσε να είναι: μια (πρωτοπρόσωπη) εξιστόρηση ενδόξων κατακτήσεων αλλά και λεηλασιών και τραγικών πτώσεων· μια γείωση των συμβολισμών που συγκεντρώνονται γύρω από την εικόνα του Ποταμού του Χρόνου· ένας καταγγελτικός, αντι-διδακτικός Διάλογος, που ζήλεψε τους αρχαίους προγόνους του. Θα μπορούσε να είναι, όπως και είναι, σε μικρογραφία, ένα έπος ερωτικό, μια διαρκής ερωτική επιστολή προς την απόλυτη θηλυκότητα, που χαρίζει την ηδονή στους οφθαλμούς και στο σώμα, αλλά η οποία, από την άλλη, είναι, ουσιαστικά, και η αναπόφευκτη «ενεργός αλλά αντιοργανωτική αρχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας» (κατά τους Judith Still και Michael Worton), καθώς, εν προκειμένω, δίνει και τον τίτλο στο ανά χείρας δημιούργημα. Θα μπορούσε, τέλος, να είναι μία συλλογή επιτύμβιων επιγραμμάτων, τα οποία, συχνά, δοξάζουν τη ζωή, όπως, επίσης, θα μπορούσε να είναι και μια λογοτεχνίζουσα πραγματεία περί εξουσίας και διαχείρισης του κράτους και περί του έκλυτου βίου των αρχόντων και του ευμετάβλητου της λαϊκής γνώμης. [Οσο για τη (συναισθηματική) «σφραγίδα» του έργου, δεν λείπει ούτε και εδώ η αναφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα.]
Και είναι όλα αυτά τα επιμέρους, στο κάθε κεφάλαιο ξεχωριστά και, ταυτόχρονα, στο σύνολο του βιβλίου. Ως κίνητρο, όμως, και ως πρόθεση το παρόν είναι Λόγος περί Ιστορίας, όπου ο έρωτας για τον πρώτο υπερισχύει, αναπόφευκτα ίσως, του πόθου για τη δεύτερη. «Προσέτι δε», το παρόν έργο προσδοκά να αναιρέσει «ποιήσεως και ιστορίας την αρχαία εκείνη σχάση», ευρισκόμενο οπωσδήποτε πολύ κοντά (χωρίς, ωστόσο, το ίδιο να είναι μυθιστόρημα) στην άποψη του Avrom Fleishman, σύμφωνα με την οποία «το ιστορικό μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί είδος ποίησης», καθώς «ασχολείται με το γενικό και για τον λόγο αυτό μπορεί να προβάλει τις φιλοσοφικές αξιώσεις της ποίησης». Διότι ο Αριστοτέλης ακριβώς αυτήν τη διάκριση έκανε στο Περί Ποιητικής· πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα και με την απόδοση του Μανόλη Ανδρόνικου στο ομώνυμο βιβλίο του: ότι η ποίηση στοχάζεται και παρασταίνει «το καθόλου», ενώ η ιστορία έργο της έχει να εξακριβώσει «το καθ’ έκαστον». Ο συνδυασμός των δύο δεν μπορεί, βεβαίως, παρά να οδηγήσει στον «αφετηριακό» Ομηρο, το πρώτο γραπτό ποιητικό κεφάλαιο της Ιστορίας των Ελλήνων. Μόνο που ο Οδυσσέας έχει πεθάνει· έτσι διακηρύσσει ο τίτλος του τελευταίου κεφαλαίου του Κώστα Βούλγαρη. Το Παρόν παρήλθε και το Μέλλον είναι γεγονός τετελεσμένο· στη σκηνή αναμένονται απλώς οι πρωταγωνιστές. *