Της Ρένας Δούρου, Δημοσιεύθηκε στο Modern Diplomacy / www.presscode.gr, 30 Δεκεμβρίου 2011
Οι εξεγέρσεις στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη αλλά και οι συνεχιζόμενες αναταραχές στη Συρία, την Υεμένη ή το Μπαχρέιν, που σφράγισαν το 2011 υπό την ονομασία «Αραβική Άνοιξη», είχαν, όπως είναι φυσικό, κερδισμένους και χαμένους. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό επίπεδο. Για παράδειγμα, στο εσωτερικό επίπεδο τα τμήματα εκείνα των κοινωνιών που επί δεκαετίες είχαν βρει ένα modus vivendi με τα αυταρχικά καθεστώτα, σήμερα είναι αναγκασμένα να κάνουν όσο μπορούν πιο διακριτική την παρουσία τους. Επίσης, τα ισλαμιστικά κινήματα (Ενάχντα στην Τυνησία, Αδελφοί Μουσουλμάνοι και Σαλαφιστές του κόμματος Νουρ στην Αίγυπτο) φαίνεται, όπως έδειξαν οι κάλπες, ότι συγκαταλέγονται μεταξύ των, προς το παρόν, κερδισμένων.
Στο εξωτερικό επίπεδο, είναι βέβαιο, από στρατηγικής απόψεως ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ συγκαταλέγονται στους χαμένους καθώς το status quo εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Π.χ. τι επιπτώσεις θα έχει στη συμφωνία ασφαλείας μεταξύ της χώρας και του Ισραήλ ενδεχόμενη προοδευτική επικράτηση των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο; Είναι επίσης βέβαιο ότι σήμερα η Ουάσινγκτον προσπαθεί εναγωνίως να ρίξει γέφυρες με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, με άγνωστα αποτελέσματα.
Από την άλλη, μεταξύ των αναμφισβήτητα κερδισμένων συγκαταλέγεται η Τουρκία του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν που βρίσκεται στην εξουσία από το 2002, στις εκλογές στις 12 Ιουνίου και που στις φετινές εκλογές απέσπασε, για τρίτη συνεχόμενη φορά, συντριπτική νίκη με 50%, χάνοντας για λίγες ψήφους την απόλυτη πλειοψηφία των 2/3 των εδρών…
Μέλος του ΝΑΤΟ, πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης (μέσα σε οκτώ χρόνια το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τριπλασιάστηκε) σε μια περίοδο που η ευρωπαϊκή και αμερικανική οικονομία χειμάζονται, η μόνη χώρα που έχει τη δυνατότητα να αντιπαρατεθεί στο Ισραήλ (όπως φάνηκε και στην περίπτωση του Μάβι Μαρμαρά το 2010 αλλά και στην αντίδρασή της φέτος στο πόρισμα του ΟΗΕ που απάλλαξε ευθυνών για το πολύνεκρο επεισόδιο το εβραϊκό κράτος), σουνιτική χώρα που ισορροπεί επιδέξια μεταξύ κοσμικού χαρακτήρα και ενός μετριοπαθούς Ισλάμ, η σημερινή Τουρκία διαθέτει όλα τα εχέγγυα να καταστεί πρότυπο των λαών της «Αραβικής Άνοιξης». Ενδεικτική των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Άγκυρας η παρατήρηση του υπουργού ευρωπαϊκών υποθέσεων Μπαγίς: «Ο Τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι «ο μόνος ηγέτης που μπορεί να προσευχηθεί μαζί τους (με τους άραβες ηγέτες) και μετά να τους μιλήσει για δημοκρατία και υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους».
Του λόγου το αληθές αποδεικνύεται και από την πρόσφατη ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Brookings σχετικά με τις απόψεις της κοινής γνώμης, την οποία διεξήγαγε ο Shibley Telhami σε Αίγυπτο, Μαρόκο, Ιορδανία, Λίβανο, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Σαουδική Αραβία. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων, η Τουρκία έπαιξε «εποικοδομητικό» ρόλο στα γεγονότα του 2011 ενώ ο Ερντογάν αναδεικνύεται, με διαφορά, ο ηγέτης με τους περισσότερους θαυμαστές στη Μέση Ανατολή. Συγκεκριμένα, από έναν κατάλογο εννιά ξένων ηγετών που οι Αιγύπτιοι θα επιθυμούσαν να δουν να αναλαμβάνουν τα ηνία της χώρας, ο τούρκος πρωθυπουργός ήλθε επικεφαλής με 38%, πολύ μπροστά από τον ιρανό πρόεδρο Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ (11%) ή τον Νέλσονα Μαντέλα (9%)και τον σαουδάραβα βασιλιά Αμντάλα (8%). Για την ιστορία ο Ομπάμα αναφέρθηκε από μόλις 5% των ερωτηθέντων. Αλλά και στο σύνολο των ερωτηθέντων, ο Ερντογάν προηγείται με 31%, ακολουθούμενος από τους Αμπντάλα, Μαντέλα, τον Χασάν Νασράλα (της Χεζμπολάχ) και τον Αχμαντινεζάντ.
Τα ευρήματα αυτά έρχονται να επιβεβαιώσουν σειρά παρατηρήσεων. Πρώτον: ότι το θεοκρατικό, σιϊτικό μοντέλο του Ιράν δεν αποτελεί πόλο έλξης για τους λαούς της βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, παρά τις άοκνες προσπάθειες του προέδρου Αχμαντινεζάντ να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο στο παλαιστινιακό ζήτημα. Η στήριξη δε της Τεχεράνης στο καθεστώς Άσαντ στη Συρία, την απομονώνει ακόμη περισσότερο (όπως άλλωστε συμβαίνει και με τη λιβανέζικη σιϊτική Χεζμπολάχ, σύμμαχο της Τεχεράνης, που δεν έχει καταδικάσει την αιματηρή καταστολή της Δαμασκού) από τους Άραβες γείτονές της. Δεύτερον, συνέπεια του πρώτου: τα ισλαμιστικά κινήματα που αναδεικνύονται νικητές από τις κάλπες στρέφονται για έμπνευση στο μετριοπαθές κυβερνητικό, σουνιτικό Ισλάμ της Άγκυρας και όχι στη σιϊτική εκδοχή διακυβέρνησης της Τεχεράνης. Η τελευταία εκλαμβάνεται ως απειλή για την περιοχή, την οποία επιθυμεί να ηγεμονεύσει μέσω της Συρίας και της επιρροής της σε Χεζμπολάχ (κυρίως) και την παλαιστινιακή Χαμάς. Τρίτον: η Τουρκία αντιλαμβάνεται τη «λεωφόρο» που ανοίγεται μπροστά της. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν περιόδευσε το Σεπτέμβριο σε Τυνησία, Αίγυπτο και Λιβύη, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό.
Σήμερα η Άγκυρα φαίνεται λοιπόν ότι έχει επίγνωση του ιστορικού ρόλου που καλείται να παίξει στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής. Ωστόσο τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο καθώς το «τουρκικό μοντέλο» είναι μεν φιλόδοξο, είναι όμως ημιτελές και έχει ακόμη σοβαρές αδυναμίες. Κυρίως στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πληθαίνουν τελευταίως οι φωνές που κάνουν λόγο για αυταρχική διακυβέρνηση Ερντογάν ενώ ο πρόσφατος, στα τέλη Δεκεμβρίου, θάνατος 35 Κούρδων στα σύνορα με το Ιράκ, από βομβαρδισμούς του τουρκικού στρατού, φέρνουν στην επιφάνεια το άλυτο ακόμη κουρδικό ζήτημα, που μπορεί να αποτελέσει την ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της τουρκικής κοινωνίας. Μια κατάσταση που επιτείνεται από το γεγονός ότι στο βόρειο Ιράκ λειτουργεί η σχεδόν αυτόνομη κουρδική επαρχία που αποτελεί καταφύγιο των ανταρτών του PKK, συνιστώντας απειλή διαρκείας. Άρα ισχύει η γνωστή ρήση ότι «έξω» η Άγκυρα πάει καλά – «μέσα» τα προβλήματα καραδοκούν απειλητικά… Το 2012 θα είναι μια καθοριστική χρονιά σχετικά με τη βιωσιμότητα και τις δυνατότητες εξαγωγής του τουρκικού μοντέλου.