fbpx

HEINZ A RICHTERΤης Ρένας Δούρου, Η Αυγή της Κυριακής, 8 Ιανουαρίου 2012

Οι απαρχές ενός χρονίζοντος προβλήματος και οι αφετηρίες της «γονιδιακά λαβωμένης» Κυπριακής Δημοκρατίας

HEINZ A RICHTER, Ιστορία της Κύπρου, τόμος πρώτος (1878 – 1949), μτφρ. Κ. Σαρρόπουλος, σελ. 806
HEINZ A RICHTER, Ιστορία της Κύπρου, τόμος δεύτερος (1950 – 1959), μτφρ. Χ. Παπαχρήστου, σελ. 1019

Είναι γνωστή η φράση του Ουίνστον Τσώρτσιλ σχετικά με τα Βαλκάνια, ότι δηλαδή έχουν την τάση να παράγουν περισσότερη ιστορία απ’ όση μπορούν να καταναλώσουν. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το «χρυσοπράσινο φύλλο το ριγμένο στο πέλαγο», την Κύπρο, η οποία από μόνη της συμπυκνώνει ολόκληρα κομμάτια που άπτονται της σύγχρονης ιστορίας της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Αποτελεί «τόπο» ανάλυσης, παράδειγμα εφαρμογής θεωριών διεθνών σχέσεων σχετικά με την επίλυση βαθιών και πολυεπίπεδων κρίσεων, σε συνδυασμό με τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων, από τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Το μείγμα όλων αυτών εκρηκτικό αλλά και εξόχως περίπλοκο, για όλους ανεξαιρέτως τους δρώντες παράγοντες: τις δύο κυπριακές κοινότητες, τις μητέρες-πατρίδες, τις ηγέτιδες δυνάμεις, τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.

Ο Τζωρτζ Χιλ, το 1952, στο κεφαλαιώδες έργο του A history of Cyprus, έγραφε πως «όποιος θέλει να γίνει και να παραμείνει Μεγάλη Δύναμη στην Ανατολή πρέπει να έχει στα χέρια του την Κύπρο». Αυτό προτάσσει ο γερμανός ιστορικός Χάιντς Α. Ρίχτερ, στον πρώτο τόμο της δικιάς του Ιστορίας της Κύπρου, ένα έργο που αναμένεται να ολοκληρωθεί σε τέσσερις τόμους. Το εγχείρημά του έχει όλα τα εχέγγυα για να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την ιστορία του νησιού, για δύο λόγους: πρώτον, για το γεγονός ότι ο Ρίχτερ, που είναι βαθύς γνώστης της ελληνικής και της κυπριακής ιστορίας, καθώς και της βρετανικής παρεμβατικότητας, επέλεξε την αναλυτική χρονολογική εξιστόρηση της ιστορίας της Κύπρου, καταδεικνύοντας έτσι το πώς ένα καταρχήν κλασικό αποικιοκρατικό πρόβλημα μετατράπηκε με το πέρασμα του χρόνου σε διακρατική διένεξη (Ελλάδα/Κύπρος – Τουρκία), με σοβαρές διεθνείς παραμέτρους, σε μια από τις πιο «εκρηκτικές» περιοχές του κόσμου, τη λεκάνη της νοτιο-ανατολικής Μεσογείου. Δεύτερον, για την αποτελεσματική χρήση διασταυρούμενων πηγών, που προσφέρουν στο έργο πληρότητα, καθιστώντας παράλληλα την ανάγνωσή του ενδιαφέρουσα. Τούτο σημαίνει ότι ο Ρίχτερ «φωτίζει» από διαφορετικές οπτικές γωνίες τις στιγμές που καθόρισαν την κυπριακή ιστορία, με τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης να έχει την αίσθηση ότι διαβάζει όχι κάποιο «στεγνό» ιστορικό σύγγραμμα αλλά ένα ιστορικό διήγημα, με πρωταγωνιστές/ήρωες που βρίσκονται αντιμέτωποι με εξελίξεις, κυπριακές μεν, οι οποίες ωστόσο τροφοδοτούνται από διεθνείς αντιθέσεις, στις οποίες τελικά εγγράφονται, ως αναπόσπαστο μέρος τους.

Έτσι, η κυπριακή ιστορία, ειδικά όπως την περιγράφει ο Ρίχτερ, ξεχωρίζει για δύο λόγους: καταρχήν λόγω της γεωστρατηγικής θέσης του νησιού και δεύτερον λόγω του γεγονότος ότι, σε αντίθεση με άλλα χρονίζοντα διεθνή ζητήματα, στην Κύπρο έπαιξαν ανέκαθεν πρωταγωνιστικό ρόλο όχι τόσο οι ιδέες ή τα κινήματα αλλά οι ισχυρές προσωπικότητες που τα ενσάρκωναν – και τούτο αφορά όλα τα μέρη, ελληνοκύπριους, τουρκοκύπριους, βρετανούς, αφορά προσωπικότητες πρώτης και δεύτερης τάξης, όλους σχεδόν όσοι είχαν κάποιου είδους παρέμβαση στα τεκταινόμενα του νησιού, από την εποχή της μετάβασης από την οθωμανική κυριαρχία στην αποικιακή βρετανική κτήση, έως σήμερα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα πρόσωπα ήσαν εκείνα που καθόρισαν αποκλειστικά τις τύχες του νησιού: υφίσταται, και αυτό αναδεικνύεται από την εμπεριστατωμένη περιγραφή/ανάλυση του γερμανού ιστορικού, μια σχέση αλληλεπίδρασης των πρωταγωνιστικών προσωπικοτήτων με τη γεωστρατηγική θέση του νησιού.

Η τελευταία είναι αυτή που σε μεγάλο βαθμό έχει καταστήσει την Κύπρο, και συνακόλουθα το «κυπριακό» όπως το ξέρουμε σήμερα, ένα περίπλοκο, πολυεπίπεδο πρόβλημα, που συγκαταλέγεται μαζί με εκείνο του Κασμίρ ή και την ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη στην κατηγορία των χρονιζόντων θεμάτων, τα οποία πλέον η διεθνής κοινότητα τείνει να αντιμετωπίζει ως «άλυτα», μέσω «ειδικών απεσταλμένων», «μέτρων δημιουργίας εμπιστοσύνης», «ενδιάμεσων λύσεων», κ.ο.κ.

Οι Βρετανοί αποικιοκράτες, που είχαν νοικιάσει το νησί από την οθωμανική αυτοκρατορία, στα τέλη του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο του Μεγάλου Παιγνίου και της αντιπαράθεσής τους με την τσαρική Ρωσία, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ασφαλή οδό προς τις Ινδίες, στις αρχές του 20ού αιώνα έκαναν κάποιες σκέψεις για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα (σελίδες 164 έως το 198 του α’ τόμου), κυρίως λόγω της μετατροπής της Αιγύπτου σε προτεκτοράτο τους. Ωστόσο, η σημασία της Κύπρου θα επανέλθει στο προσκήνιο την εποχή του Ψυχρού πολέμου, όταν ο βρετανικός λέων είναι αναγκασμένος να οπισθοχωρήσει παντού, εγκαταλείποντας υπό την πίεση των αντι-αποικιοκρατικών κινημάτων (Ινδία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, κ.α.) τις κτήσεις του. Στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, η απώλεια της Αιγύπτου (ύστερα από την εθνικοποίηση το 1956 της διώρυγας του Σουέζ από τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ) σφραγίζει την τύχη της Κύπρου, καθώς το βρετανική επιτελείο θα την επιλέξει ως την καλύτερη και ασφαλέστερη λύση για την εγκατάσταση των βάσεών της, προκειμένου να ελέγχει την ανατολική Μεσόγειο.

Το έργο του Ρίχτερ ξεχωρίζει και λόγω της σφαιρικότητάς του, δηλαδή του γεγονότος ότι δεν περιορίζεται σε μια γεωπολιτική ανάλυση αλλά τη συνδυάζει με τις εξελίξεις στο εσωτερικό του νησιού, τον τρόπο δηλαδή που οι Βρετανοί, κυρίως από το 1949 και ύστερα, χρησιμοποίησαν την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», προκειμένου να διατηρήσουν την επικυριαρχία τους σε μια τόσο κρίσιμης σημασίας περιοχή. Ο γερμανός ιστορικός, στους δύο πρώτους τόμους, εξετάζει το πώς, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, η βρετανική κυβέρνηση απλά εκμεταλλευόταν τις υφιστάμενες διαφορές ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, και το πώς, λόγω των εντάσεων που δημιούργησε ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ των δύο στρατοπέδων (ΗΠΑ και Βρετανίας / ΕΣΣΔ και δορυφορικών κρατών), κυρίως μετά τη διεθνοποίηση του κυπριακού το 1954, μαζί με τις εσωτερικές αντιθέσεις χρησιμοποιεί εργαλειακά και το χαρτί της Τουρκίας, παραβιάζοντας τις συμφωνίες της Λοζάννης κι επαναφέροντας στο παιχνίδι την Άγκυρα. Ωστόσο, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ρίχτερ, το παιχνίδι αυτό, αν και αρχικά φάνηκε να ευνοεί το Λονδίνο, εντέλει του γύρισε μπούμερανγκ, καθώς πλέον δεν μπορούσε να αποφασίζει μόνο του για το κυπριακό, αλλά θα έπρεπε να παίρνει υπόψη του τις επιδιώξεις και τους στόχους της Άγκυρας. Το κυπριακό αρχίζει έτσι να αποκτά τις διαστάσεις της διεθνούς, πολύπλευρης και πολυεπίπεδης διένεξης που γνωρίζουμε σήμερα.

Παράλληλα, ο Ρίχτερ, με πολύ μαεστρία και με χρήση πλήθους πηγών (βιογραφιών, αυτοβιογραφιών, ιστορικών βιβλίων, κρατικών ντοκουμέντων, κ.ά.) περιγράφει και τον τρόπο με τον οποίο αυτό το πρόβλημα μεταξύ των δύο κοινοτήτων καταλήγει πρόβλημα μεταξύ των δύο μητέρων-πατρίδων. Ενδεικτικά, μπορεί να αναφερθεί η ίδρυση του Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζόμενου Λαού, του ΑΚΕΛ (στον α’ τόμο η λεπτομερής περιγραφής της μετάβασης από ένα ΚΚΚ των 60 μελών στο νέο σχήμα), και ο τρόπος που το νέο κόμμα θα υιοθετήσει (β’ τόμος) τη θέση υπέρ της «ένωσης και μόνο ένωσης» με την Ελλάδα, ύστερα από την παρακίνηση/επιβολή του Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος στα τέλη του 1948 οραματιζόταν «μια ελεύθερη Κύπρο σε μια ελεύθερη Ελλάδα». Ο γερμανός ιστορικός περιγράφει λοιπόν την εξέλιξη της κατάστασης μετά από τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και τις συνέπειες στην κυπριακή πολιτική σκηνή, με έμφαση στις σχέσεις ΑΚΕΛ και της συντηρητικής εθναρχίας, φωτίζοντας παράλληλα το ρόλο του υπομνήματος του «Εθνικού Απελευθερωτικού Συνασπισμού» που υιοθέτησε το κόμμα τον Νοέμβριο του 1949 και απέστειλε στο Σ.Α. του Ο.Η.Ε., ανοίγοντας «μια νέα σελίδα στην ιστορία της Κύπρου, γιατί αποτέλεσε το πρώτο βήμα για τη διεθνοποίηση του προβλήματος» (σελ. 30, στο β’ τόμο).

Ταυτόχρονα, η μελέτη του Ρίχτερ δεν εστιάζει μόνο στο νησί: φωτίζει και τα τεκταινόμενα στη βρετανική πολιτική σκηνή, τον τρόπο που λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις, υπό την πίεση του Τύπου αλλά και της κοινής γνώμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ιστορία του περιβόητου «ουδέποτε» του υφυπουργού Αποικιών του στέμματος, Χένρυ Χόπκινσον, στην ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων, στις 28 Ιουλίου του 1954. «Ορισμένα εδάφη της Κοινοπολιτείας ουδέποτε θα τύχουν πλήρους ανεξαρτησίας», δηλώνει, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων εντός κι εκτός Βουλής, εντός κι εκτός Βρετανίας. Στην Κύπρο αυτή θα ήταν η αφορμή για να καταγάγει ο Μακάριος την πρώτη του νίκη κατά της αποικιακής εξουσίας, μέσα από μια τεράστια συγκέντρωση που διοργάνωσαν ο ίδιος με το ΑΚΕΛ στις 22 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, με κεντρικό σύνθημα «Ένωση και μόνο Ένωση» (σελ. 180, β’ τόμος).

Εν κατακλείδι, το έργο του Ρίχτερ (αναμένονται ο γ’ τόμος για την περίοδο 1960-‘65 και ο δ’ έως το 1977) είναι πολύτιμο, γιατί η συνολική αντιμετώπιση του κυπριακού, από το 1878 και εντεύθεν, συμβάλλει στη χαρτογράφηση των αιτίων που το έχουν καταστήσει το δυσεπίλυτο, πολυεπίπεδο πρόβλημα που είναι σήμερα: πάνω στο υπέδαφος της αποικιοκρατίας έχουν προστεθεί η εθνοτική σύγκρουση των δύο κοινοτήτων, ο ελληνοκυπριακός (και αργότερα ελληνικός) αλυτρωτισμός, η ελληνοβρετανική διένεξη που θα μετεξελιχθεί σε τριμερή (μεταξύ Ελλάδας, Βρετανίας, Τουρκίας, με τις δύο τελευταίες να λειτουργούν σε ενιαίο μέτωπο). Ο β’ τόμος κλείνει με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, που ανοίγουν το δρόμο για την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Αύγουστο του 1960. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Ρίχτερ (σελ. 982), λόγω της δράσης της ΕΟΚΑ του Γρίβα (1955 – 1959), που έδωσε χαρακτηριστικά εμφυλίου στις αντιθέσεις των δύο κοινοτήτων, «η Κυπριακή Δημοκρατία ξεκινούσε την πορεία της με μια βαριά υποθήκη».

Δεν μπορεί κανείς παρά να αναμένει με ενδιαφέρον τους επόμενους τόμους, που θίγουν ακριβώς τη δύσκολη πορεία της γονιδιακά λαβωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας.

Share This