Της Ρένας Δούρου, Η Αυγή της Κυριακής, 19 Φεβρουαρίου 2012
Τούτες τις ημέρες η κρίση δεν αφορά πλέον αποκλειστικά τη χώρα μας αλλά συνολικά την Ευρώπη, και συγκεκριμένα τον μέχρι σήμερα τρόπο της οικοδόμησής της. Είναι πλέον απολύτως σαφές ότι η νεοφιλελεύθερη, μονεταριστική προσέγγιση, προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους της -εκείνους της ολοκλήρωσης της αγοράς προς όφελος του κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας, των τραπεζών σε βάρος των κοινωνιών, των κερδοσκόπων σε βάρος των πολιτών και των αναγκών τους- δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει μεθόδους απροκάλυπτα αντιδημοκρατικές, αυταρχικές. Και στο θέμα αυτό η Ελλάδα χρησιμεύει ως πειραματόζωο. Όπως έχει ήδη γίνει με την επιβολή της λιτότητας με αφορμή το πρόβλημα του χρέους – πρόβλημα που τεχνητά διογκώθηκε από την κυβέρνηση Παπανδρέου προκειμένου να ανοίξει η κερκόπορτα εισόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε ευρωπαϊκό έδαφος, μια εξόχως αρνητική πρωτιά με ανυπολόγιστες συνέπειες, που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε ότι χρεώνεται στους Έλληνες σοσιαλιστές.
Έτσι λοιπόν σήμερα, με αφορμή την Ελλάδα, παρατηρούμε ότι γίνονται νέες “ασκήσεις” περιορισμού της άσκησης εθνικής κυριαρχίας των δημοσιονομικά απείθαρχων κρατών – μια αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία την οποία εγκαθιδρύει το προωθούμενο σχετικό Σύμφωνο ήδη από τη σύνοδο της 9ης Δεκεμβρίου 2011. Έτσι, αναφορικά με την “ελληνική περίπτωση”, έχουμε ήδη ακούσει να κυκλοφορούν υπό μορφή ιδεών, προτάσεων, απόψεων, που όμως είναι σίγουρο ότι σύντομα θα αποκρυσταλλωθούν, σκέψεις για επιβολή κάποιου είδους επιτροπείας (αν και θα μπορούσε να πει κανείς ότι με τον μη εκλεγμένο πρωθυπουργό κ. Παπαδήμο κάτι τέτοιο υφίσταται ήδη), επιτήρησης, δημιουργίας δύο ελεγχόμενων ταμείων (προκειμένου να είναι βέβαιοι οι δανειστές μας για την αποπλήρωση των δανείων τους) και εσχάτως περιορισμού της προσφυγής στις κάλπες, μέσα από “όρους”, που όμως συνιστούν ελάχιστα κεκαλυμμένες απειλές. Γιατί πώς διαφορετικά μπορούν να εκληφθούν οι δηλώσεις – παροτρύνσεις, π.χ. του κ. Σόιμπλε ή του κ. Μόντι, για σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών; Ή τι σημαίνουν οι αξιώσεις για γραπτές δεσμεύσεις των κομμάτων εξουσίας (ή μήπως όχι μόνο αυτών;) για την εφαρμογή του προγράμματος λιτότητας και μετά από τις εκλογές – δεσμεύσεις που έσπευσαν να δώσουν οι κ.κ. Παπανδρέου και Σαμαράς;
Να θυμηθούμε εδώ επίσης το παράδειγμα του πώς διεξήχθησαν οι εκλογές στην Πορτογαλία και στην Ισπανία: οι ψηφοφόροι είχαν να επιλέξουν μεταξύ κομμάτων (πλην των αριστερών) που είχαν προηγουμένως ορκιστεί πίστη, χωρίς ιδιαίτερες πιέσεις, στο πρόγραμμα λιτότητας… Άρα οι επιλογές των πολιτών ήσαν εκ των προτέρων περιορισμένες. Το ίδιο γίνεται τώρα και στην Ελλάδα: με την 180 μοιρών στροφή του Α. Σαμαρά προς μνημονιακές θέσεις, επιχειρείται να περιοριστεί όσο το δυνατόν περισσότερο η γκάμα των επιλογών. Ωστόσο η ραγδαία αποσύνθεση του ΠΑΣΟΚ και η φθορά της Ν.Δ. μετά από τη ψηφοφορία της περασμένης Κυριακής και τις απώλειες σε βουλευτές, αλλά και σε επιρροή (όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις), καθιστά το σκηνικό εξαιρετικά ρευστό και δυσκολεύει την επανάληψη του προαναφερθέντος σεναρίου, καθώς τα αντιμνημονιακά κόμματα πλησιάζουν το 40%. Εξ ου και οι δηλώσεις / εκκλήσεις / όροι / απειλές των εταίρων – δανειστών μας.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι το σαφές μήνυμα, “ή εφαρμόζετε μόνοι σας την καταστροφική για τον κοινωνικό ιστό λιτότητα ή σας αναγκάζουμε να την εφαρμόσετε”, δεν συνιστά απλώς απειλή προς την Ελλάδα: υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ίδια στιγμή που το μέλλον της Ευρωζώνης απειλείται σοβαρά από την ακολουθούμενη πολιτική σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας, η δημοκρατική οπισθοδρόμηση, που επιβάλλεται παράλληλα με αυτή, συνιστά άρνηση της ίδιας της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Το SOS για έναν ευρωπαϊκό χώρο περισσότερο πολιτικό και ανθρωπιστικό, που εκπέμπει ο Γιούργκεν Χάμπερμας στο τελευταίο βιβλίο του (κυκλοφορεί εντός των ημερών στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, με τίτλο “Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης”), δεν είναι τυχαίο. Ο μετά-δημοκρατικός δρόμος που άνοιξαν η γερμανική και γαλλική δεξιά, είναι αυτός των αγορών που θεωρούν τη δημοκρατία περιττή πολυτέλεια. Σήμερα, στην Ελλάδα δεν διακυβεύεται μόνο το οικονομικό μέλλον της Ευρώπης, αλλά η ίδια η ψυχή της Ευρώπης ως σημείου αναφοράς πολιτισμού, δημοκρατίας, δικαιοσύνης.