Της Ρένας Δούρου, Η Εποχή, 27 Φεβρουαρίου 2012
Καθημερινά οι ειδήσεις που προέρχονται από τη Συρία ακολουθούν μια μονότονη λιτανεία: δεκάδες νεκροί (κυρίως άμαχοι) καθώς οι στρατιωτικές δυνάμεις πλήττουν συστηματικά πόλεις όπως η Χομς ή η Χάμα, διεθνείς αντιδράσεις ή πρωτοβουλίες, απάντηση του καθεστώτος της Δαμασκού, συνήθως καταγγελτική εξωτερικών εχθρών. Από τον Μάρτιο του 2011, όταν ξεκίνησε η εξέγερση των Σύριων κατά του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ, έχουν χάσει τη ζωή τους, σύμφωνα με τον ΟΗΕ και διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, πάνω από 7.000 άτομα (μεταξύ τους κι εκατοντάδες παιδιά) ενώ, σύμφωνα με το διεθνή οργανισμό, περίπου 1.5 εκατομμύριο πολίτες έχουν ανάγκη από ανθρωπιστική βοήθεια σε τρόφιμα, ενώ οι δυνάμεις του Άσαντ πολιορκούν ασφυκτικά το ένα μετά το άλλο τα προπύργια της εξέγερσης.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι το καθεστώς είναι καταδικασμένο σε κατάρρευση καθώς φαίνεται ότι ο Μπασάρ αλ Άσαντ έχει χάσει τις ευκαιρίες να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα αναιρούσαν τα αίτια της εξέγερσης. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι η σπίθα που προκάλεσε την ανάφλεξη ήταν η σύλληψη και ο βασανισμός 15 μαθητών που έγραψαν σε ένα τοίχο της πόλης: «Ο λαός θέλει την πτώση του καθεστώτος», ένα σύνθημα γνωστό από τις εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Η πτώση, λοιπόν, του καθεστώτος μοιάζει προδιαγεγραμμένη –το ζητούμενο είναι ο χρόνος και το τελικό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές.
Ωστόσο, ενδεχόμενη πτώση του αλαουϊτικού καθεστώτος Μπάαθ που κυβερνά τη χώρα από το 1963, χωρίς πλέον να υπάρχει καμία ουσιαστική αναφορά στον αρχικό σοσιαλιστικό του χαρακτήρα (σήμερα η χώρα μαστίζεται από διαφθορά, βρίσκεται στην 127η θέση επί συνόλου 178 στην κλίμακα της διαφθοράς, η επίσημη ανεργία των νέων είναι 24%, ενώ είναι 119η στις 187 στην κατάταξη του ΟΗΕ για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη), συνεπάγεται σειρά σοβαρών ανακατατάξεων τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και σε επίπεδο διεθνούς αρχιτεκτονικής και του τρόπου τοποθέτησης παραδοσιακών αλλά και ανερχόμενων δυνάμεων. Είναι επίσης βέβαιο ότι οι όποιες αλλαγές / ανακατατάξεις σημειωθούν εντός κι εκτός Συρίας, θα προέλθουν μέσα από οδύνες με υψηλότατο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, καθώς το καθεστώς (το οποίο παρότι εξωτερικά φαντάζει ενιαίο, διατρέχεται από εσωτερικές διχογνωμίες αφού ο Μπασάρ δεν διαθέτει την πυγμή του πατέρα του για ομοιογενοποίηση των σκληρών και κάπως πιο μετριοπαθών τάσεων) φαίνεται ότι έχει επιλέξει την οδό της καταστολής, μη δείχνοντας διαθέσεις συνδιαλλαγής ή διαπραγμάτευσης με την πολύμορφη αντιπολίτευση.
Η τελευταία, ανοργάνωτη και κατακερματισμένη (Αδελφοί Μουσουλμάνοι, φιλελεύθεροι, κούρδοι, κ.ά.), βρίσκεται αντιμέτωπη με εκκλήσεις είτε για περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της εξέγερσης είτε για κάποιου είδους ξένη επέμβαση. Με άλλα λόγια, έχει να λύσει το γνωστό δίλημμα: ο σκοπός αγιάζει όλα τα μέσα ή η καλή ενέργεια προκαθορίζει και καλό τέλος; Μια μελέτη του Columbia University Press, αφού ανέλυσε δεκάδες σχετικές περιπτώσεις του παρελθόντος, υποστηρίζει το δεύτερο σκέλος. Συγκεκριμένα, αν ένας δικτάτορας ανατραπεί με ειρηνικό τρόπο, υπάρχουν 51% πιθανότητες για δημοκρατική μετάβαση στην επόμενη 5ετία. Στην περίπτωση του ένοπλου αγώνα, αυτές περιορίζονται μόλις στο 3%…
Οι αραβικές χώρες κλείνουν το κεφάλαιο Άσαντ
Πάντως, το τι θα πράξει η κατακερματισμένη αντιπολίτευση θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη στάση του διεθνούς παράγοντα έναντι του καθεστώτος. Με άλλα λόγια, από την αντίδραση τόσο των περιφερειακών της Συρίας χωρών, όπως Τουρκίας, Σαουδικής Αραβίας, Ιράν, όσο και των διεθνούς επιπέδου παικτών, ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας. Και όπως συμβαίνει πάντα στη Μέση Ανατολή, το «παιχνίδι» (που δυστυχώς συνοδεύεται πάντα από εκατόμβες θυμάτων) σπανίως καθορίζεται μονοσήμαντα ή μονομερώς. Τα συμφέροντα δεν συγκρούονται μόνο, αλλά διαπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται, υπό το φως πλέον των εξελίξεων που έχει δρομολογήσει η «αραβική άνοιξη» και το γεγονός της ολοφάνερης ενίσχυσης των κομμάτων που έχουν σημείο αναφοράς τους το Ισλάμ, τόσο στην Αίγυπτο (όπου οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και το σαλαφιστικό αλ Νουρ σάρωσαν στις βουλευτικές εκλογές) όσο και στην Τυνησία (αδιαμφισβήτητη επικράτηση του Ενάχντα). Ενδεικτικό της συνθετότητας του «παιχνιδιού», οι φιλοδοξίες της Τουρκίας, που μετά από πολυκύμαντες σχέσεις με τη Δαμασκό, επιχειρεί σήμερα να προκαταλάβει τις εξελίξεις, κηδεμονεύοντας ένα τμήμα τουλάχιστον της αντιπολίτευσης. Αυτές τις φιλοδοξίες γνωρίζουν πολύ καλά οι αραβικές χώρες και κυρίως η Σαουδική Αραβία, που πλέον φαίνεται ότι κλείνει το «κεφάλαιο Άσαντ», προετοιμάζοντας τη διάδοχη κατάσταση (με εξωτερική ή εσωτερική παρέμβαση;) και δρομολογώντας σχετικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του Αραβικού Συνδέσμου, ο οποίος δειλά αλλά σταθερά πολλαπλασιάζει τις προτάσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Χαρακτηριστικός αυτής της στάσης ήταν ο τηλεφωνικός διάλογος που είχε πρόσφατα ο βασιλιάς Αμπντάλα με τον ρώσο πρόεδρο Ντμίτρι Μεντβέντεβ: «Ο διάλογος είναι πλέον μάταιος αναφορικά με την κρίση στη Συρία», παρατήρησε ο σαουδάραβας μονάρχης, προσθέτοντας ότι «οι ρώσοι φίλοι μας θα μπορούσαν να είχαν προχωρήσει σε μια ρωσο-αραβική συνεννόηση πριν προτάξουν το βέτο τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας» στις 4 Φεβρουαρίου, σε ένα σχέδιο απόφασης που στηριζόταν σε πρόταση του Αραβικού Συνδέσμου και με πολύ προσεκτικό τρόπο (χωρίς να υπάρχει δηλαδή υπαινιγμός για «αλλαγή καθεστώτος») καταδίκαζε την αιματοχυσία στη Συρία.
Το υψηλών συμφερόντων «παίγνιο» Μόσχας, Πεκίνου
Το «ρεύμα» επικοινωνίας σε ό,τι αφορά την κρίση στη Συρία, είναι σαφές ότι περνά καλύτερα μεταξύ Μόσχας και Τεχεράνης καθώς οι δύο τους έχουν συγκλίνοντα συμφέροντα. Αχμαντινεζάντ και Μεντβέντεβ συμφώνησαν λοιπόν ότι «πρέπει να πάψει η βία και να ξεκινήσει εποικοδομητικός διάλογος μεταξύ εξουσίας και αντιπολίτευσης χωρίς προϋποθέσεις». Πίσω από τη διπλωματική γλώσσα βρίσκονται τα συμφέροντα των δύο χωρών από τη διατήρηση του status quo στη Συρία. Η Μόσχα έχει συμβόλαια πώλησης όπλων στη Δαμασκό ύψους τουλάχιστον 1.5 δισ. δολαρίων (περίπου το 10% των πωλήσεων όπλων της Ρωσίας), ενώ σε επίπεδο στρατηγικής, το λιμάνι Ταρτούς στα δυτικά της χώρας, αποτελεί πολύτιμη θύρα εξόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Παράλληλα, για την Τεχεράνη το καθεστώς Άσαντ συνιστά αναντικατάστατο σύμμαχο –γέφυρα επιρροής στη Μέση Ανατολή– εξ ου λοιπόν και η έμπρακτη στήριξη στο καθεστώς με την άφιξη, στις 20 του μήνα, των ιρανικών πολεμικών πλοίων Ναγκντί και Καργκ στο πλαίσιο της «συμφωνίας στρατιωτικής συμφωνίας» των δύο πλευρών. Ήταν η δεύτερη φορά από την επανάσταση του 1979, που ιρανικά πλοία έκαναν την εμφάνισή τους στη Μεσόγειο…
Την «τριάδα» των χωρών που υποστηρίζουν το status quo στη Δαμασκό συμπληρώνει η Κίνα, που στο πλαίσιο του ντόμινο της αλληλοεπίδρασης, δεν επιθυμεί αποσταθεροποίηση της Συρίας, γεγονός που θα αποσταθεροποιούσε το Ιράν, στο οποίο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό για τις εισαγωγές πετρελαίου της. Από την πλευρά τους, ΗΠΑ και Γαλλία (καθώς η ΕΕ είναι ξανά ανύπαρκτη στο θέμα), περιορίζονται στις φραστικές καταδίκες, ενώ το ΝΑΤΟ, δημόσια τουλάχιστον, αποκλείει το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης, τύπου Λιβύης.
Άρα; Το βέβαιο είναι ότι στο άμεσο μέλλον θα υπάρξει πολλαπλασιασμός πρωτοβουλιών –από την Τουρκία, τον Αραβικό Σύνδεσμο, από τη Ρωσία και το Ιράν– προκειμένου οι «παίκτες» να προκαταλάβουν και να καθορίσουν τις εξελίξεις στη Συρία. Σε μια μετά-Άσαντ περίοδο; Όλα δείχνουν ότι προς τα εκεί κατευθύνονται τα πράγματα.
Τα περιθώρια δράσης του άξονα Μόσχας – Πεκίνου – Τεχεράνης στενεύουν στο βαθμό που επέλεξαν την ταύτιση με το status quo. Οι δραματικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας προμηνύουν ανατροπές, που λόγω της στρατηγικής σημασίας της Συρίας, θα αλλάξουν το χάρτη της Μέσης Ανατολής. Σε αυτό πλαίσιο, μια χώρα με παραδοσιακά συμφέροντα στην περιοχή, όπως η Ρωσία, κινδυνεύει να βρεθεί εκτός «φάσης» κι εκτός «παιγνίου» με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και θα είναι η μόνη. Πολλά να χάσει από ενδεχόμενη ανατροπή Άσαντ έχει και η Τεχεράνη. Εκείνοι πάντως που θα συνεχίσουν να πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα, μακριά από τη σκακιέρα των υψηλών στρατηγικών συμφερόντων, θα είναι οι σύριοι πολίτες της Χομς, της Χάμα, της Ντέραα που πίστεψαν ότι μπορούν και αυτοί να φέρουν την Άνοιξη στη χώρα τους…