Ομιλία της Ρένας Δούρου στην παρουσίαση του βιβλίου του Θ. Τσάκωνα “Αγκούσα”, 27 Μαρτίου 2012
«Αγκούσα»: πρόκειται για τη δυσκολία αναπνοής, τη δυσφορία λόγω ανεπάρκειας αέρα κατά την αναπνοή. Η πιθανή της ετυμολογική προέλευση από το λατινικό angustia, που σημαίνει τα στενά, τη στενοχώρια, τις πύλες.
«Η Αγκούσα» είναι το πρώτο βιβλίο του Θοδωρή Τσάκωνα, ένα βιβλίο πολλών επιπέδων ανάγνωσης και ενδιαφέροντος, μέσα στο οποίο διαπλέκονται: μια κλασική ερωτική ιστορία, σπαράγματα της σύγχρονης ελληνικής, κυπριακής και τουρκικής ιστορίας, καθώς και αναζητήσεις και προβληματισμοί σχετικά με διαχρονικά ζητήματα, όπως αυτά του «ηρωϊσμού», της προδοσίας, της ταυτότητας, του «συνανήκειν» σε μια πατρίδα, των σχέσεων ατόμου και κρατικού μηχανισμού.
Αν ήθελα πάντως να συνοψίσω, θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα βιβλίο, που πέραν των πρωταγωνιστών του, έχει κι έναν απροσδόκητο «πρωταγωνιστή» σε εισαγωγικά, ένα… λουλούδι: το Narcissus tazetta που «φυτρώνει μέσα στα αποκαΐδια και τις στάχτες του δάσους» (σελ. 97) και το οποίο το συναντάμε διαρκώς στην εξέλιξη της αφήγησης.
Να είναι άραγε ένα κλείσιμο του ματιού του συγγραφέα, προς ένα μήνυμα αισιοδοξίας – φυτρώνει στα αποκαΐδια – μέσα από μια «σκοτεινή» ιστορία, με φόντο την κυπριακή τραγωδία, την ελληνική αδιαφορία και την τουρκική κτηνωδία;
Εκεί δηλαδή όπου δεν υπάρχουν ήρωες αλλά βασανισμένες υπάρξεις, στην μια ή την άλλη πλευρά της Ιστορίας, υπάρξεις που η περιδίνηση των γεγονότων τις παρασέρνει στο διάβα της, συνθλίβοντας τις όποιες βεβαιότητες ή, έστω, προσδοκίες μπορεί να έχουν από τη ζωή τους.
Αυτό ισχύει για τον Λευτέρη Αμπατζόγλου, το δεύτερο γιο μικρασιατικής οικογένειας που εγκαταστάθηκε στην Ευγένεια, λίγο πάνω από τα προσφυγικά της Δραπετσώνας, αφού εγκατέλειψε άρον – άρον την Πόλη λόγω των γεγονότων του 1964, προκειμένου να μην έχει την τύχη του πρωτότοκου αδελφού που «εξαφάνισαν» οι Τούρκοι.
Και ισχύει και για τη Μάχη Γρηγορίου, κόρη εύπορης κυπριακής οικογένειας από την Αμμόχωστο, μεγάλη αδυναμία των γονιών της και του αδελφού της, Κύκκου, στρατιωτικού.
Το ταξίδι μιας παιδικής χορωδίας στη Μεγαλόνησο το 1971, προσκεκλημένης του ίδιου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, είναι η αφορμή για να γνωρίσει ο φοιτητής της γεωπονικής σχολής τη Μάχη.
Η διασταύρωση των βλεμμάτων τους είναι αρκετή για τους δύο: καταλαβαίνουν ότι έχουν βρει το έτερόν τους ήμισυ.
Τυχαία περιστατικά και αναποδιές θα τους εμποδίσουν ωστόσο να ξεκινήσουν τη γνωριμία τους εκείνο τον Ιούλιο…
Θα πρέπει να περάσουν τρία χρόνια, προκειμένου οι δύο νέοι να πιάσουν, -στο μαρτυρικό νησί, όπου υπηρετεί ο Λευτέρης, ελπίζοντας να συναντήσει την αγαπημένη του-, το νήμα που άθελά τους, είχε κοπεί πρωτύτερα.
Βρισκόμαστε στον Ιούλιο του 1974, όταν η μικρή ιστορία του Λευτέρη και της Μάχης «συγκρούεται» με τη μεγάλη: την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Τον πόλεμο, τις βόμβες ναπάλμ, τον μεθυσμένο και μαστουρωμένο όχλο των γυφτότουρκων που λεηλατεί και πλιατσικολογεί, τους τούρκους αξιωματικούς που βιάζουν.
Την καταστροφή.
Τα νήματά της τα κινούν κύκλοι σκοτεινής εξουσίας σε Κύπρο κι Ελλάδα.
Η Μάχη χάνει τους γονείς της στην εισβολή.
Ο Λευτέρης τη σώζει, παραδίδοντάς την στην πλευρά του ΟΗΕ ενώ ο ίδιος περιπλανιέται επί πέντε μήνες, σαν κυνηγημένο ζώο, στην υπό τουρκική κατοχή πλευρά, έως ότου καταφέρει να περάσει στην ελεύθερη ζώνη…
Αυτό είναι το πρώτο μέρος του βιβλίου – με την έννοια ότι αν σταματούσε εδώ η αφήγηση, θα είχαμε να κάνουμε με μια δυνατή ερωτική ιστορία σε καιρό πολέμου.
Με σαφώς ορισμένους τους «καλούς» και τους «κακούς».
«Ήρωες» και «προδότες».
Ο Τσάκωνας όμως πάει παρακάτω. Και στη βάση μιας καλοστημένης, σχεδόν κινηματογραφικής αφήγησης, που χαρακτηρίζεται από διαρκείς ανατροπές, έρχεται να συμβάλλει, με τον τρόπο του, σε έναν προβληματισμό που διατρέχει το βιβλίο, ως την κορύφωση του τέλους.
Η Ιστορία δεν γράφεται από «ήρωες», αφανείς ή μη.
Αλλά από εκείνες τις τυφλές δυνάμεις που συντρίβουν τους ανθρώπους και τις μεμονωμένες ιστορίες τους,
προς όφελος του Γενικού Σκοπού / Καλού / Ιδανικού…
Άνθρωποι σαν την οικογένεια Αμπατζόγλου, που έχουν την ατυχία να βρεθούν στη δίνη της Ιστορίας,
παρασέρνονται από αυτή, περιδιαβαίνουν από τον έναν τόπο στον άλλο, χωρίς πατρίδα, προσπαθώντας, χωρίς επιτυχία, να ριζώσουν.
Έλληνες, γιουνάν, στην Τουρκία, τουρκόσποροι, στην Ελλάδα,
η έννοια της πατρίδας θολή εικόνα…
Και μετά αυτή η πατριδογνωσία που βασίζεται στους «ήρωες».
Αλλά ποιους «ήρωες»;
Τους… αναλώσιμους από την Ιστορία.
«…Γαμημένη Ιστορία! Τι άλλο θες να φας για να χορτάσεις; Νομίζεις ότι μπορείς να με χρησιμοποιείς για να σε ταίζω ήρωες; Να τρως για να χορταίνεις και να υπάρχεις; Πουτάνα! Τι άλλο θες να φας ε;» (σελ. 249), μονολογεί λίγο πριν ριχθεί σε ένα στύλο με το αυτοκίνητό του ένας από τους «αρνητικούς», με την έννοια όμως του αρνητικού της φωτογραφίας, ήρωες του Τσάκωνα – ένας ήρωας δηλαδή που είναι το αντίστοιχο, το φωτογραφικό αρνητικό, του Αμπατζόγλου.
Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι και οι δύο όμως έχουν το ίδιο τέλος: συνθλίβονται από δυνάμεις ανώτερές τους, είτε εκφράζουν μια θετική είτε μια αρνητική εκδοχή της Ιστορίας – οδοστρωτήρα.
Διαβάζεις απόσπασμα σελίδες 178 – 179. «Πόσο ήρωας άραγε … απελπισία είναι».Ποιες είναι οι ευθύνες της Αθήνας για την κυπριακή τραγωδία; Ποιες είναι οι ευθύνες ορισμένων κυπριακών κύκλων για ό,τι κατέληξε στην τουρκική εισβολή και, ως σήμερα, κατοχή της μεγαλονήσου;
Ο Λευτέρης Αμπατζόγλου, ως εκ της θέσεώς του, στο Γραφείο Α 2 του Γενικού Επιτελείου, στη διάρκεια της θητείας του στην Κύπρο την κρίσιμη περίοδο πριν από την τουρκική εισβολή, ήταν σε θέση να γνωρίζει τα «ποιος», τα «πώς» και τα «γιατί» μιας εθνικής τραγωδίας, που όμως δεν ήταν διόλου υποχρεωτικό να συμβεί…
Ένα φορτίο που θα τον καταστήσει στόχο των ελληνικών (και προφανώς όχι μόνο αυτών) μυστικών υπηρεσιών μιας μεταπολίτευσης που κάνει μεν τα πρώτα της βήματα, πατώντας όμως στο γνωστό βούρκο του παρελθόντος: παρακολουθήσεις, παραβιάσεις της προσωπικής ζωής, εκβιασμοί, προβοκάτσιες, κ.ο.κ., από μέλη ενός παρακράτους που συνεχίζει ανενόχλητο το βίο του για την «εθνικήν ασφάλειαν της χώρας» και σε βάρος των πολιτών και μετά από την πτώση της δικτατορίας.
Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο φοιτητής της Γεωπονικής Λευτέρης Αμπατζόγλου θα ωριμάσει, προκειμένου να αναμετρηθεί με τον κρατικό μηχανισμό, που θέλει να τον ισοπεδώσει για να καταδικάσει στη λήθη τις πολύτιμες πληροφορίες του.
Το τίμημα όμως που θα πληρώσει θα είναι εξαιρετικά βαρύ:
θα γίνει για άλλη μια φορά ξένος στην πατρίδα του – η πρώτη ήταν όταν εξαναγκάστηκε σε φυγή η οικογένειά του από την Κωνσταντινούπολη και η δεύτερη όταν ο ίδιος, μέσα από διαρκείς αλλαγές ταυτότητας, χώρων, μέσων, κατοικιών, στην πατρίδα του, την Ελλάδα, καθίσταται ξανά κυνηγημένο ζώο, όπως τότε, στον Πενταδάκτυλο στην Κύπρο, πριν περάσει στην ελεύθερη ζώνη.
Μόνο που τη θέση των Τούρκων την έχουν οι έλληνες κυπατζήδες.
Ούτε βέβαια είναι τυχαίο ότι στη μόνη χώρα που αγαπά σαν πατρίδα του, την Κύπρο, αρκετοί ντόπιοι τον αντιμετωπίζουν, όπως τους υπόλοιπους Ελλαδίτες, ως «γουρούνι»…
Ο πατέρας του Παναγιώτης Αμπατζόγλου «Θυμόταν τη φράση που του είχε πει ο νονός του Λευτέρη, το βράδυ εκείνο που τους πέρασε από την Τουρκία στη Λήμνο: ‘Τι τα θες, κουμπάρε… έρχονται στιγμές, που για να καταλάβεις πόση πατρίδα σου ανήκει, αρκεί να κοιτάξεις τι νούμερο λιωμένα παπούτσια φοράς’» (σελ. 175)
Τα δικά του τα παπούτσια ο Λευτέρης θα τα λιώσει από την Κύπρο στην Ελλάδα και από την Αθήνα στην Κομοτηνή και ξανά πίσω, στην προσπάθειά του και να διασώσει το φορτίο της αλήθειας που φέρει αλλά και να προφυλάξει τους δικούς του.
Ασφυκτιά σε ένα πλαίσιο, μέσα στο οποίο καταφέρνει μεν, χάρη στην ευφυΐα του, να επιβιώνει προκαλώντας τη σύγχυση (και με τις δύο έννοιες) των κυνηγών του, αλλά αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να συνεχίσει για πολύ ακόμη αυτή η κατάσταση.
Δεν θα αποκαλύψω εδώ και θα αφήσω στους αναγνώστες, την ευρηματική όσο ποιητική λύση / διέξοδο του κεντρικού ήρωα (βλ. σελίδα – κλειδί : 230).
Ωστόσο, κερδισμένη, αήττητη, μας θυμίζει ο συγγραφέας, βγαίνει πάντα η Ιστορία, η εκδοχή εκείνων που την εκφράζουν εν πάση περιπτώσει: «Η ιστορία είχε γραφτεί. Αυτή η εκδοχή δεν εξυπηρετούσε κανέναν από τη στιγμή που όλοι είχαν συμφωνήσει να ξεχάσουν και να κοιτάξουν ‘μπροστά’. Δεν είχε νόημα η ανάδειξη του γεγονότος. Δεν ήταν παρά μονάχα η δική του δημοσιογραφική αλήθεια. Απλά έδειχνε ολόκληρη, από την αρχή μέχρι το τέλος» (σελ. 288).
Το βαρύ φορτίο της αλήθειας, της οποίας φορέας ήταν χωρίς να το έχει επιδιώξει, ο Λευτέρης Αμπατζόγλου, αυτό που τον έκανε να ξεστρατίσει από τον προδιαγεγραμμένο βίο του, ήταν με άλλα λόγια… ξεπερασμένο.
Το κεφάλαιο είχε κλείσει ανεπιστρεπτί.
Τα πράγματα προχωράνε «μπροστά».
Αφήνοντας πίσω τους συντετριμμένες ζωές, αφανισμένους ανθρώπους να απορούν ή / και να ελπίζουν.
Να προσπαθούν να επιβιώσουν, ανασυνθέτοντας διαρκώς τα κομμάτια του παζλ και προσπαθώντας να βγάλουν μέσα από αυτά απαντήσεις.
Οι απαντήσεις όμως όταν η αλήθεια είναι πληθυντική και τα πρίσματα μέσα από τα οποία διακρίνεται, πολλαπλά, δεν μπορούν να είναι οριστικές ή απόλυτες.
Αποτελούν συνάρτηση παραμέτρων που αντανακλούν την ικανότητα πρόσληψης των γεγονότων κάθε προσώπου ξεχωριστά.
Μοιάζει, με άλλα λόγια, σαν ο Λευτέρης Αμπατζόγλου να έχει μετατραπεί σε μια διαρκώς ανασυντασσόμενη πραγματικότητα, να υπάρχει δηλαδή με διαφορετικό τρόπο στο μυαλό των ανθρώπων που τον γνώρισαν, τον αγάπησαν, τον μίσησαν…
Ίσως αυτό να είναι, τελικά, και η δύναμη του μυθιστορήματος του Τσάκωνα: ότι Η Αλήθεια δεν υπάρχει.
Αλλά υφίστανται ανθρώπινες αλήθειες, σκληρές και πικρές, που προκαλούν ακριβώς αυτή την αίσθηση της «αγκούσας»: μια δυσφορία, μια αίσθηση ότι τελειώνει ο αέρας που αναπνέουμε, μια αίσθηση αργού πνιγμού.
Μια αίσθηση, που κατά έναν περίεργο τρόπο, φέρνει στο νου και τη σημερινή συγκυρία…