Της Ρένας Δούρου, Δημοσιέυθηκε στην επιθεώρηση “Διεθνής και Ευρωπαϊκή πολιτική”, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2011 – Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2012, Τεύχος 24
That Used to Be Us
Thomas Friedman, Michael Mandelbaum
Farrar, Straus and Giroux
Σελίδες 380
Συνιστά πλέον κοινοτυπία: ζούμε σε έναν «μετά – αμερικανικό κόσμο», τον οποίο έχει περιγράψει από το 2008, μεταξύ άλλων, και ο δημοσιογράφος Fareed Zakaria («The Post-american world»). Οι ΗΠΑ πέτυχαν αυτό που ήθελαν – την κατάρρευση της ΕΣΣΔ – ωστόσο απέτυχαν να αναλύσουν το νέο περιβάλλον. Πρόκειται για την τραγωδία που περιγράφει ο Όσκαρ Ουάιλντ: «να καταφέρνεις τελικά αυτό που επιδιώκεις»…
Σήμερα λοιπόν η πάλαι ποτέ μοναδική υπερδύναμη έχει εισέλθει σε φθίνουσα πορεία. Θυμίζει έτσι το αναπόδραστο της εφαρμογής του κλασικού σχήματος της ανόδου και της πτώσης των μεγάλων δυνάμεων. Ωστόσο μεγάλο ρόλο παίζει ο ρυθμός και η ένταση της πτώσης, το ενδεχόμενο δηλαδή αυτή να γίνει σταδιακά, και με διατήρηση για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα των χαρακτηριστικών της υπερδύναμης: της στρατιωτικής, οικονομικής, τεχνολογικής, πολιτικής υπεροχής. Είναι επίσης γνωστό ότι η προβολή της ισχύος μιας μεγάλης δύναμης, είτε αυτή είναι η Ισπανία του 16ου αιώνα είτε η Μεγάλη Βρετανία του 19ου ή οι ΗΠΑ του 20ού, σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της, την οικονομική και κοινωνική της κατάσταση, τη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος.
Όταν τα πράγματα στο εσωτερικό μέτωπο λειτουργούν ως ένα καλοκουρδισμένο ρολόι, η εξωτερική επιρροή βελτιστοποιείται. Στην αντίθετη περίπτωση ο αντίκτυπος είναι άμεσος στην άσκηση του ελέγχου της στο εξωτερικό περιβάλλον. Σε αυτή τη φάση βρίσκονται ακριβώς οι ΗΠΑ σήμερα: μετά από μια περίοδο «imperial overstretch», στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, κατά την οποία οδήγησαν στα άκρα τις στρατιωτικές και οικονομικές τους δυνατότητες, διεξάγοντας πολεμικές επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα (Αφγανιστάν και Ιράκ) και αναδεικνύοντας την ισλαμιστική τρομοκρατία ως στρατηγικό εχθρό, αφήνοντας να διογκώνονται το χρέος και τα ελλείμματά τους, σήμερα, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, βρίσκονται αντιμέτωπες με μια επείγουσα ανάγκη. Όχι μόνο να επανασχεδιάσουν την εξωτερική τους πολιτική, αλλά και να ανοικοδομήσουν επειγόντως το εσωτερικό τους μέτωπο –πολιτικό σύστημα, εκπαιδευτικό, ενεργειακές ανάγκες, τεχνολογική έρευνα – και μάλιστα υπό τριπλή πίεση: εκείνη της σοβαρής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, των κινεζικών βλέψεων σε όλα τα επίπεδα καθώς της ανάδυσης άλλων οικονομικών δυνάμεων (Βραζιλίας, Ινδίας, Ρωσίας).
Ένας από τους δύο συγγραφείς, ο Michael Mandelbaum στο πρόσφατο έργο του, «The Frugal Superpower» (PublicAffairs, Αύγουστος 2010), που έχει τον αποκαλυπτικό υπότιτλο «Η παγκόσμια ηγεμονία της Αμερικής σε μια περίοδο έλλειψης χρήματος», εξετάζει ακριβώς αυτή την πτυχή. Το γεγονός δηλαδή ότι λόγω της σοβαρής οικονομικής κατάστασης, υπό την πίεση αντικειμενικών τάσεων (συνταξιοδότηση της γενιάς των babyboomers, εκείνων που γεννήθηκαν την περίοδο 1946 – 1964, κόστος των προγραμμάτων Medicare και Medicaid που εγκαθιδρύθηκαν επί προεδρίας Τζόνσον και άλλες, ανελαστικές υποχρεώσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης), η Ουάσινγκτον είναι αναγκασμένη να προσαρμοστεί σε μια μικρότερης εμβέλειας εξωτερική πολιτική. Απόρροια της νέας αυτής κατάστασης ήταν και η πρόσφατη (στις 5 Ιανουαρίου 2012) παρουσίαση από τον Μπάρακ Ομπάμα του νέου αμυντικού δόγματος της χώρας, σε νέες βάσεις, όπως, π.χ., η εγκατάλειψη της διεξαγωγής πολέμου σε δύο στρατιωτικά θέατρα. Στο εξής η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν θα έχει τον παρεμβατικό χαρακτήρα που είχε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Οι αιτίες της σημαντικής αυτής στροφής, της οποίας οι επιπτώσεις γίνονται σιγά – σιγά αισθητές, πρέπει να αναζητηθούν λοιπόν στο εσωτερικό της χώρας.
Ακριβώς σε αυτή την προοπτική εντάσσεται το παρόν βιβλίο των Thomas Friedman, βραβευμένου με Πούλιτζερ αρθρογράφου των Νιού Γιόρκ Τάιμς και Michael Mandelbaum, διακεκριμένου πανεπιστημιακού που εξειδικεύεται στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ενώνουν λοιπόν τις δυνάμεις τους στο βιβλίο με τον εύστοχο τίτλο που προέρχεται από μια παρατήρηση του Μπάρακ Ομπάμα το Νοέμβριο του 2010 σχετικά με την τεχνολογική πρόοδο της Κίνας, «That used to be us». Ο τίτλος είναι διπλής ανάγνωσης – το «us» μπορεί να παραπέμπει στα αρχικά των Ηνωμένων Πολιτειών (United States) αλλά και στο «εμείς». Διπλός είναι επίσης ο στόχος του βιβλίου: αφενός καταγράφει τη σημερινή κατάσταση στη χώρα στους κρίσιμους τομείς του πολιτικού συστήματος, της οικονομίας, της εκπαίδευσης, της ενέργειας και αφετέρου παρουσιάζει προτάσεις, προκειμένου η φθίνουσα τροχιά της χώρας να αποτραπεί ή… να καθυστερήσει – «Τι πήγε λάθος στην Αμερική και πως μπορεί αυτό να αλλάξει» είναι άλλωστε ο υπότιτλος του βιβλίου.
Οι συγγραφείς περιγράφουν τους εαυτούς τους ως «frustrated optimists», «απογοητευμένους αισιόδοξους» και τούτο αποτυπώνεται στις σελίδες του βιβλίου τους, όπου αφού καταγράψουν εμπεριστατωμένα την κακή κατάσταση στην οικονομία, την εκπαίδευση, κ.α. και τις δυσλειτουργίες του δικομματικού πολιτικού συστήματος, δεν διστάζουν να περάσουν σε κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων προκειμένου οι ΗΠΑ «να ανακτήσουν το μεγαλείο τους». Κάτι που, σύμφωνα με τους συγγραφείς, θα έχει ευεργετικές συνέπειες και για τον υπόλοιπο πλανήτη καθώς σε «αυτόν τον ασταθή κόσμο οι ΗΠΑ ξεχωρίζουν τόσο ως σημείο αναφοράς όσο και ως ο παράγοντας που παρέχει σταθερότητα» (σελ. 350) – τούτο συνιστά πάντως και το πιο αδύναμο κομμάτι του βιβλίου, με την έννοια ότι πλέον οι ΗΠΑ δύσκολα θα (επαν)εγκαθιδρύσουν την πρωτοκαθεδρία τους ελλείψει σαφούς αντιπάλου, όπως στο Ψυχρό Πόλεμο.
Αφετηρία της επιχειρηματολογίας των συγγραφέων το γεγονός ότι η μπορεί η Κίνα να φαντάζει ως το ακολουθητέο πρότυπο, ωστόσο δεν αποτελεί παρά τον καθρέφτη των αμερικανικών προβλημάτων. Η λύση στο πρόβλημα της Αμερικής δεν βρίσκεται στην Κίνα αλλά στην επιστροφή στα χαρακτηριστικά που έκαναν κάποτε μεγάλη τη χώρα. «Το μέλλον της Αμερικής εξαρτάται όχι από την υιοθέτηση χαρακτηριστικών του κινεζικού συστήματος αλλά από την ικανότητά μας να λειτουργήσει το δημοκρατικό μας σύστημα με το είδος της ενδιαφέροντος, του ηθικού κύρους, της σοβαρότητας, της συλλογικής δράσης και της επιμονής, που η Κίνα κατάφερε να προκαλέσει μέσω αυταρχικών μέσων τις τελευταίες δεκαετίες» (σελ. 11). Για την επίτευξη αυτού του στόχου, οι δύο συγγραφείς προτείνουν καταρχήν μια σοβαρή αυτοκριτική με σημείο εκκίνησης την αποτυχία της Ουάσινγκτον να αναλύσει τις συνέπειες της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Το πρόβλημα ήταν δηλαδή ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν βρέθηκε ο αντίστοιχος Τζωρτζ Κίναν των αρχών του Ψυχρού Πολέμου, να σκιαγραφήσει τον κώδικα συμπεριφοράς της χώρας σε ένα ριζικά νέο περιβάλλον. Τότε το δόγμα ήταν η «ανάσχεση». Σήμερα; Οι ΗΠΑ βαδίζουν ουσιαστικά χωρίς πυξίδα, και τούτο είναι αισθητό.
Παράλληλα, τις τελευταίες δεκαετίες η χώρα έχασε το στοίχημα της εκπαίδευσης – «δεν θεωρούμε την εκπαίδευση επένδυση στην εθνική ανάπτυξη και την εθνική ασφάλεια γιατί στην ιστορία μας αυτή υπήρξε τοπικό, αποκεντρωμένο θέμα, όχι εθνικού επιπέδου. Σήμερα όμως αυτό που μετρά δεν είναι η κατάταξη του τοπικού σχολείου στην κομητεία του ή την πολιτεία του αλλά η κατάταξη των αμερικανικών σχολείων παγκοσμίως» (σελ. 101). Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνουν οι σχετικές λίστες του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη φέρνουν τις ΗΠΑ στις τελευταίες θέσεις… Ενώ άλλο ένα παράδειγμα των συγγραφέων είναι εξόχως αποκαλυπτικό: «πριν από τριάντα χρόνια, το 10% του ταμείου γενικών εσόδων της Καλιφόρνια πήγαινε στην ανώτατη εκπαίδευση και το 3% στις φυλακές. Σήμερα περίπου το 11% πηγαίνει στις φυλακές και το 8% στην ανώτατη εκπαίδευση»…
Την ίδια στιγμή η Αμερική αδιαφορούσε για τη διόγκωση των ελλειμμάτων, μέσω φορολογικών απαλλαγών (Ρέηγκαν, Μπους, Κλίντον, Μπους), αλλά και για την ολοένα και μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση από το πετρέλαιο καθώς και για τις θεμελιώδεις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. «Σύμφωνα με τα γεγονότα, τα επιστημονικά και τα μαθηματικά δεδομένα, δεν είναι αλήθεια ότι τα ελλείμματα δεν έχουν σημασία και ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη λόγω ανθρώπινων ενεργειών η οποία μπορεί να προκαλέσει κλιματική αλλαγή, είναι απλά εφεύρημα παγκόσμιας συνωμοσίας αριστερών επιστημόνων και του Αλ Γκορ» (σελ. 157). Τέλος, οι συγγραφείς περιγράφουν με μελανά χρώματα τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος της χώρας, που βασίζεται στη μετωπική σύγκρουση Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, «αγκιστρωμένων» στις θέσεις τους, που εμποδίζουν πλέον τη χώρα να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις: την παγκοσμιοποίηση, τις τεχνολογίες της πληροφορικής, τα ενεργειακά προβλήματα, την υπερθέρμανση του κλίματος, τα ελλείμματα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η πρόταση θεραπείας – σοκ που κάνουν αφορά στη συμμετοχή ενός τρίτου υποψηφίου στις προεδρικές εκλογές, που θα λειτουργήσει καταλυτικά ως προς το δημόσιο διάλογο απεγκλωβίζοντάς τον, υπερβαίνοντας τα «ειδικά συμφέροντα» που έχουν φθάσει να εκπροσωπούν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι και την πόλωση που έχουν προκαλέσει στην πολιτική σκηνή. «Για να το θέσουμε διαφορετικά, οι ΗΠΑ χρειάζονται σήμερα πολιτική ριζοσπαστικού κέντρου» (σελ. 332), παρατηρούν επιγράφοντας το σχετικό κεφάλαιο με τον εύγλωττο τίτλο «Ένας τρίτος δρόμος για έναν νέο δρόμο». Ενδεικτικό της αδυναμίας του δικομματικού συστήματος, σύμφωνα με τους συγγραφείς και η προεδρία Ομπάμα – «το ‘Αλλαγή στην οποία μπορούμε να πιστέψουμε’ αποδείχθηκε αποτελεσματικό προεκλογικά αλλά διόλου χρήσιμος μπούσουλας για τη διακυβέρνηση. Ο Ομπάμα δεν διεκδίκησε θητεία για το ριζοσπαστικό, κεντρώο πρόγραμμα που θα βοηθούσε τους Αμερικανούς να αναπτυχθούν στον κόσμο που ζουν κι έτσι όταν ξεκίνησε την προεδρία του δεν είχε πρόγραμμα» (σελ. 334).
Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι πλέον κατά πόσο οι ΗΠΑ, με δεδομένες τις βαθιές αδυναμίες τους όπως περιγράφονται στο βιβλίο, μπορούν να θεωρούνται «εξαιρετική χώρα». Οι Φρίντμαν και Μάντελμπαουμ πιστεύουν ότι το χαρακτηριστικό αυτό δεν είναι δοσμένο – πρέπει να διεκδικείται διαρκώς (σελ. 349). Στο μέτρο και το βαθμό λοιπόν που οι ΗΠΑ καταφέρουν να κερδίσουν αυτά τα στοιχήματα, ιδιαίτερα στη σημερινή ασταθή, μη προβλέψιμη, σύνθετη περίοδο, μπορούν να ελπίζουν ότι θα καθυστερήσουν τη φθορά και την πτώση. Εν πάση περιπτώσει αυτή είναι η πεποίθηση των συγγραφέων που φαίνεται ότι είναι οπαδοί του Arnold J. Toynbee, ο οποίος στο έργο του «A Study of History», παρατηρεί: «Ανάπτυξη σημειώνεται οποτεδήποτε μια πρόκληση προκαλεί επιτυχημένη απάντηση, η οποία με τη σειρά της επιφέρει περαιτέρω και διαφορετική πρόκληση. Δεν έχουμε βρει κάποια ενδογενή αιτία σύμφωνα με την οποία αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να αναπαράγεται διαρκώς, έστω κι αν μια πλειοψηφία πολιτισμών απέτυχαν για ιστορικούς λόγους» (οπ.π. στο «The Post-American world»).
Ένα βιβλίο σίγουρα από αμερικανική σκοπιά γραμμένο, με την έννοια του ενδιαφέροντος να ανακτήσουν οι ΗΠΑ τη φθίνουσα υπεροχή τους, το οποίο όμως κάνει λεπτομερή καταγραφή των σημερινών εσωτερικών αδυναμιών της χώρας – και ως προς τούτο ένα χρήσιμο βιβλίο. Ένα βιβλίο του οποίου ορισμένες παραδοχές μάλλον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως για παράδειγμα το ότι οι δύο συγγραφείς θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση συνιστά ένα «αμερικανικό περιβάλλον» στο οποίο πρέπει να επανακυριαρχήσουν οι ΗΠΑ. Ωστόσο οι χώρες των BRICS για παράδειγμα έχουν καταστήσει τη σύγχρονη παγκοσμιοποίηση πολύχρωμη και πολύμορφη, ουδόλως αποκλειστικά αμερικανική. Εξ ου και οι δυσκολίες πραγμάτωσης του εγχειρήματος που με τόση θέρμη υποστηρίζουν οι συγγραφείς: να πάψει η αργή φθορά της χώρας τους… Μια φθορά που είχε προδιαγράψει από το 1987 ο βρετανός Πωλ Κέννεντι, ο οποίος συμβούλευε από τότε τους αμερικανούς πολιτικούς: «Το καθήκον που αντιμετωπίζουν οι αμερικανοί πολιτικοί τις επόμενες δεκαετίες είναι λοιπόν να αναγνωρίσουν ότι αυτές οι βαθιές τάσεις είναι σε εξέλιξη, και ότι υπάρχει ανάγκη ‘διαχείρισης’ των υποθέσεων, έτσι ώστε η σχετική φθορά της θέσης των ΗΠΑ να γίνεται αργά και ήπια, και να μην επιταχύνεται από πολιτικές που απλά επιφέρουν βραχυπρόθεσμα πλεονεκτήματα αλλά μακροπρόθεσμα μειονοκτήματα» (The Rise and Fall of Great Powers, σελ. 534, Νέα Υόρκη, Vintage Books, 1987). Αν είχε εισακουστεί, ίσως σήμερα οι Φρίντμαν και Μάντελμπαουμ να μην ήσαν αναγκασμένοι να αναζητούν αυτό που «κάποτε ήταν η Αμερική»…