fbpx

BKS.0175544

Της Ρένας Δούρου, Η Αυγή της Κυριακής, “Αναγνώσεις”, 13 Μαΐου 2012

ΓΙΟΥΡΓΚΕΝ ΧΑΜΠΕΡΜΑΣ, Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης, Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 199

Σημεία των καιρών. Τη στιγμή που τα κινήματα των «Αγανακτισμένων», των «Καταλάβετε», και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, επιβάλλουν την παρουσία τους, ανατρέποντας τους σχεδιασμούς κρατούντων, αγορών, τραπεζιτών, αναγκάζοντας τους πάντες να ακούσουν την αντίσταση και τη διαμαρτυρία, στο προσκήνιο βγαίνουν να υπερασπιστούν, να στηρίξουν, να αρθρώσουν θεωρητικά πτυχές αυτής της πολύμορφης και πολύχρωμης αντίστασης των νέων, διανοούμενοι που κάλλιστα θα μπορούσαν να κάθονται στην ασφάλεια των γραφείων τους, αποφεύγοντας να πάρουν θέση, δρέποντας απλά τις δάφνες των έργων του άξιου παρελθόντος τους. Άνθρωποι όπως ο Στεφάν Εσέλ, ο Πιέτρο Ινγκράο ή ο Γιούργκεν Χάμπερμας, …παππούδες της σύγχρονης διανόησης, όχι μόνο δεν παίρνουν σύνταξη αλλά επιμένουν να εκπροσωπούν την ίδια την έννοια του δημόσιου διανοούμενου, εκείνου που ακριβώς δεν σιωπά στα δύσκολα, τολμά να καταγγέλλει εν θερμώ, παίρνοντας ό,τι ρίσκο αυτό συνεπάγεται. Αντίσταση, συνειδητοποίηση, δημοκρατία, αλληλεγγύη, είναι μερικές από τις λέξεις-κλειδιά που μοιράζονται στις αναλύσεις τους, στα ολιγοσέλιδα, πυκνά ωστόσο περιεχομένου βιβλία τους, με τον καθένα να δίνει την έμφαση στην πτυχή που θεωρεί πιο επείγουσα στην παρούσα συγκυρία.

Σήμερα, σε μια περίοδο που οι βεβαιότητες του νεοφιλελευθερισμού κλονίζονται, που ο καπιταλισμός έρχεται αντιμέτωπος με τα αδιέξοδά του, φωνές σαν αυτές έρχονται να ανοίξουν δρόμους μέσα από τις προτάσεις τους, καθιστώντας γόνιμη την αγανάκτηση και δίνοντας προοπτική στην οργή. Η βαθιά άρνηση της δημοκρατίας που πλέον διαποτίζει το ευρω-οικοδόμημα, συνιστά σήμερα και το κρισιμότερο διακύβευμα για το ίδιο το μέλλον του. Τούτος ο διαγραφόμενος πλέον με σαφήνεια κίνδυνος, να μετατραπεί η «πρώτη δημοκρατικά εκνομικευμένη υπερεθνική κοινότητα» σε «μετά-δημοκρατικό» στην ουσία «αντιδημοκρατικό» οικοδόμημα, αποτέλεσμα αδιαφανών διευθετήσεων, χωρίς δημοκρατική βάση, κινητοποίησε τον 82χρονο Χάμπερμας, ο οποίος τελευταίους μήνες παρεμβαίνει δημόσια, με ομιλίες, άρθρα και συνεντεύξεις του, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου προς τους ευρωπαϊκούς λαούς: «Το ευρωπαϊκό σχέδιο δεν μπορεί να παραμένει υπόθεση μιας ελίτ», δήλωνε στον δημοσιογράφο Georg Diez, του περιοδικού Σπίγκελ, στις 2 Δεκεμβρίου 2011, λίγο μετά από ομιλία του στο Ινστιτούτο Γκαίτε, στο Παρίσι, όπου παρουσίασε το ανά χείρας δοκίμιό του. Πιστός ευρωπαϊστής, ο Χάμπερμας επικρίνει τους Μέρκελ και Σαρκοζί, γιατί «έχουν απομακρυνθεί από τα ευρωπαϊκά ιδεώδη», για την επιλογή τους να ενισχύσουν έναν «εκτελεστικό φεντεραλισμό», όπως αυτός θεμελιώνεται από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, στην κατεύθυνση της «διακυβερνητικής κυριαρχίας του Συμβουλίου», ανοίγοντας το δρόμο για τη «μεταφορά των επιταγών των αγορών στους εθνικούς προϋπολογισμούς, χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση». Συνεπής στις μέχρι σήμερα προσεγγίσεις του, που προτάσσουν τον «συνταγματικό πατριωτισμό» (στη βάση της διακριτότητας της ιδιότητας του πολίτη και της εθνικής ταυτότητας, που καταλήγει σε ένα πολιτικό «ανήκειν», βασιζόμενο σε συνταγματικές αρχές παγκόσμιου χαρακτήρα, τη δημοκρατία και το κράτος Δικαίου), ο Χάμπερμας προτάσσει, ως δικαιολογητική βάση της πρότασής του περί Συντάγματος της Ευρώπης, την «εναλλακτική λύση που έγκειται στη συνεπή συνέχιση της δημοκρατικής εκνομίκευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (σελ. 120). Αυτή η «δημοκρατική εκνομίκευση» αποκτά εκπολιτιστική ισχύ, πάνω και πέρα από εθνικά σύνορα, σε μια εξόχως κρίσιμη διεθνή συγκυρία: όταν «οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν ξεπεράσει σε εμβέλεια ακόμη και τα ισχυρότερα εθνικά κράτη». Η διαπίστωση του Χάμπερμας «φωτίζει» αποκαλυπτικά και τα ελλείμματα των σημερινών ευρωπαϊκών ηγεσιών (όπως άλλωστε κάνουν συστηματικά από το δικό τους μετερίζι και άλλοι, σοβαροί γνώστες των ευρωπαϊκών πραγμάτων, πολιτικοί «παλαιάς κοπής», όπως οι Σμιτ, Κολ, Ντελόρ), οι οποίες περιορίζονται σε μια «αυξητική» προσέγγιση, μικρών βημάτων, αμφιταλαντευόμενοι ενώπιον ενός λάθος διλήμματος, μεταξύ εθνικού και ομοσπονδιακού κράτους, τη στιγμή που η συγκυρία απαιτεί υπερεθνικό όραμα και ανατροπές.

Λαοί της Ευρώπης και πολίτες της Ένωσης: το διπλό υποκείμενο

«Οι εκφράσεις ενός ειδικού τύπου ‘εκτελεστικού φεντεραλισμού’, αντανακλούν το φόβο των πολιτικών ελίτ μήπως το ευρωπαϊκό πρόγραμμα, που μέχρι τώρα εξελισσόταν πίσω από κλειστές πόρτες, μετατραπεί σε ζωηρή και τεκμηριωμένη αντιπαράθεση απόψεων, που θα αναγκάσει να σηκώσουμε τα μανίκια, και θα είναι δημόσια», σημείωνε ο γερμανός φιλόσοφος σε παρέμβασή του στη γαλλική Μοντ, στις 26 Οκτωβρίου 2011. «Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι πρέπει να πάρουμε πολύ σημαντικές αποφάσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που εμπλέκομαι σε αυτόν τον δημόσιο διάλογο», παρατηρούσε στην συνέντευξή του στο Σπίγκελ.

Απόρροια αυτής της εμπλοκής αποτελεί η έκδοση τούτου του δοκιμίου, όπου συμπυκνώνεται η επιχειρηματολογία του υπέρ της ανάγκης της συνταγματοποίησης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, του μόνου δρόμου για τη διασφάλιση του μέλλοντος της Ευρώπης, μέσα από την υπερεθνική δημοκρατία και την αλληλεγγύη των λαών και της Ευρώπης και των πολιτών της Ένωσης. Οι δύο αυτές οντότητες, που ορθώνονται έναντι των «μονοπωλητών της εξουσίας» (σελ. 80), συνεργαζόμενες, συνιστούν άλλωστε και τα δύο υποκείμενα με «κοινό στόχο τη δημιουργία μιας υπερεθνικής κοινότητας» (σελ. 90), της οποίας επιστέγασμα μπορεί να είναι το Σύνταγμα της Ευρώπης. Κρίσιμης σημασίας, στη διαδικασία θέσπισης συντάγματος, είναι η ένωση των δύο ρόλων των υποκειμένων αυτών, που «θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι ως πολίτες, μέσω των δύο νομιμοποιητικών γραμμών που διατρέχουν το Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατακτούν αντιστοίχως μια διαφορετική προοπτική δικαιοσύνης: αυτή του Ευρωπαίου πολίτη και αυτή του μέλους ενός συγκεκριμένου κράτους-έθνους». Με άλλα λόγια, «κάθε πολίτης συμμετέχει στην ευρωπαϊκή διαδικασία διαμόρφωσης γνώμης και βούλησης, τόσο με το να λέει ‘ναι’ και ‘όχι’ ως Ευρωπαίος όσο και ως υπήκοος ενός συγκεκριμένου κράτους» (σελίδες 100, 101).

Για να καμφθούν οι αντιδράσεις των πολιτικών ελίτ, που, όντας αγκιστρωμένες στο λαϊκισμό και την αναπαραγωγή της εθνικής τους εξουσίας, δεν είναι προετοιμασμένες «για μια κατάσταση δίχως σύνορα η οποία να ακυρώνει τον συνήθη δημοσκοπικό-διοικητικό έλεγχο και να απαιτεί πολιτικό τρόπο διαμόρφωσης των νοοτροπιών» (σελ. 13)∙ ρόλο-κλειδί παίζει, κατά τον Χάμπερμας, η πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη των πολιτών, η οποία όμως «δεν μπορεί να διαμορφωθεί όταν μεταξύ κρατών-μελών, δηλαδή στα εθνικά ευπαθή σημεία, εδραιώνονται δομικά κοινωνικές ανισότητες» (σελ. 120).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται βαθιά αναδιάταξη

Υπερεθνική δημοκρατία, κράτος δικαίου, αλληλεγγύη, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, υπέρβαση εθνικισμών και εσωστρεφειών, είναι μερικά από τα νήματα που διαπερνούν τη σκέψη του Χάμπερμας, στην ανάλυσή του για το Σύνταγμα της Ευρώπης, ως τη μόνη απάντηση στη νεοφιλελεύθερη ανισορροπία μεταξύ πολιτικής και αγορών. Ως το μόνο τρόπο δράσης σε υπερεθνικό επίπεδο, χωρίς όμως την απομείωση της δημοκρατίας. Σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται βαθιά αναδιάταξη, «ξεκινώντας βέβαια από εκείνη της νομισματικής ένωσης, η οποία πρέπει να μετατραπεί σε υπερεθνική ένωση με διευρυμένες αρμοδιότητες, που όμως να ικανοποιεί τα δημοκρατικά κριτήρια της νομιμοποίησης», εξηγούσε στις 18 Νοεμβρίου 2011, σε συνέντευξή του στη Μοντ. Οι αποφάσεις των Μέρκελ και Σαρκοζί κινούνται σε διαφορετική κατεύθυνση: η προοδευτική απώλεια ελέγχου των εθνικών κοινοβουλίων σε σχέση με τους προϋπολογισμούς τους, την οποία προωθούν οι δύο ηγέτες, συνιστά μια «ύπουλη διαδικασία» που «σιγά-σιγά προκαλεί ασφυξία στον πνεύμονα της δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο, χωρίς αυτή η απώλεια να αντισταθμίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο» (σύμφωνα με τη χαμπερμασιανή προσέγγιση, η υπερεθνική δημοκρατία συνεπάγεται «διακρατικοποίηση-διεθνοποίηση της δημοκρατίας».

Ο φιλόσοφος, με τον οποίο μπορεί κανείς να μη συμφωνεί απολύτως με όλα όσα πρεσβεύει (για παράδειγμα, τοποθετήθηκε υπέρ της συνταγματικής συνθήκης του 2005, ενώ μπορεί κανείς να αμφιβάλλει για τη συμφιλίωση του καπιταλισμού με τη δημοκρατία, στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας κοινότητας), ωστόσο δεν παύει να αποτελεί τη φωνή μιας άλλης Γερμανίας, όχι βέβαια εκείνης της κ. Μέρκελ, των κ.κ. Σόιμπλε, Βεστερβέλε, της Μπιλντ ή του περιοδικού Φόκους. Μια φωνή, η οποία στον αντίποδα των κλισέ ή των εύκολων, μανιχαϊστικών προσεγγίσεων, υψώνει φωνή διαφοροποίησης, εγκαλεί τεκμηριωμένα τις πολιτικές ελίτ, καταλογίζοντάς τους την ανικανότητα (εσκεμμένη ή όχι) να αναλύσουν την κρισιμότητα της σημερινής συγκυρίας: «για πρώτη φορά στην ιστορία της Ένωσης, βρισκόμαστε μπροστά σε μια υποχώρηση της δημοκρατίας, δεν πίστευα ότι κάτι τέτοιο ήταν πιθανό, βρισκόμαστε σε σταυροδρόμι», έλεγε στο Σπίγκελ. Και πράγματι σήμερα η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον της ανάγκης μιας νέας επανεκκίνησης: εξήντα σχεδόν χρόνια από την πρώτη αφετηρία, όταν η ευρωπαϊκή οικοδόμηση είχε στόχο την ειρήνευση στην ευρωπαϊκή ήπειρο μετά από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τώρα οι προκλήσεις είναι διαφορετικές μεν, το ίδιο όμως επείγουσες όπως και τότε. Ο νεοφιλελευθερισμός και οι παγκοσμιοποιημένες αγορές έχουν δημιουργήσει ένα πιεστικό, νέο περιβάλλον, που απειλεί με εξαφάνιση το βιότοπο που ονομάζεται Παλαιά Ευρώπη (όπως την είχε ονομάσει κάποτε ο τέως υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ), αλλά και με εκφυλισμό την πρώτη δημοκρατική υπερεθνική κοινότητα. Σε αυτή την επανεκκίνηση η ΕΕ οφείλει να διαφυλάξει αλλά και να εμβαθύνει, να καταστήσει αρτιότερο το μοντέλο, που μέχρι τώρα την είχε καταστήσει ελκτικό στοιχείο. Δηλαδή το μοντέλο της ευημερίας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής συνοχής, της δημοκρατίας. Αν αυτή η επανεκκίνηση δεν είναι επιτυχής, τότε δεν θα έχει απλά χαθεί μια ευκαιρία, αλλά θα έχει ακυρωθεί το σύνολο του οικοδομήματος.

Share This