Της Ρένας Δούρου, Η Αυγή της Κυριακής, Αναγνώσεις,10 Ιουνίου 2012
UMUT OZKIRIMLI, Θεωρίες του εθνικισμού, Επιμέλεια, προλεγόμενα: Αλέξης Ηρακλείδης, Εκδόσεις: Ι. Σιδέρης, σελ. 313
Με το θέμα του εθνικισμού υπάρχει ένα αξιοπρόσεκτο παράδοξο: ενώ συνιστά την κινητήρια δύναμη που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του σύγχρονου κόσμου, ενώ αποτελεί το πεδίο πάνω στο οποίο ιδρύθηκαν τα σύγχρονα έθνη-κράτη, δεν είχε τύχει της θεωρητικής εκείνης αναγνώρισης, ως ξεχωριστό, αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο, εκ μέρους των κοινωνικών επιστημών, οι οποίες επιβάλλουν μια κλασσική αντίληψη στην κατηγοριοποίηση των αντικειμένων. Έτσι, για παράδειγμα, κράτος, δημοκρατία, κομματικά συστήματα, ισότητα, δικαιοσύνη, εξουσία, είναι το οριοθετημένο πεδίο των Πολιτικών Επιστημών, ενώ οι διακρατικές σχέσεις, ο πόλεμος, η ειρήνη, διπλωματία, είναι εκείνο των Διεθνών Σχέσεων, και η κοινωνία, οι σχέσεις ατόμου και συλλογικοτήτων, το πεδίο της Κοινωνιολογίας. Για πολλές δεκαετίες λοιπόν ο εθνικισμός αντιμετωπιζόταν ως… δεδομένος, με άλλα λόγια ως κάτι που δεν έχρηζε θεωρητικής ανάλυσης, πανεπιστημιακής έρευνας. Μια παρένθεση, αποτελούν σε αυτή την προσέγγιση, πρωτοπόρες μελέτες κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 – το ρεύμα αυτό συστηματοποιείται κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και ύστερα. Ωστόσο, ίχνη αυτής της «υπεροπτικής» στάσης των κοινωνικών επιστημών έναντι του αντικειμένου «εθνικισμός» ανιχνεύθηκαν, και παρά το γεγονός ότι είχαν προηγηθεί έργα-αναφοράς, όπως το (μη μεταφρασμένο στη γλώσσα μας) The Ethnic Origins of Nations, του Άντονι Σμιθ, το 1986, το Nations before Nationalism του Τζων Άρμστρονγκ, το 1982, ή το Imagined Communities του Μπένεντικτ Άντερσον, το 1983), κυρίως μετά από την κατάρρευση του κομμουνισμού και της ΕΣΣΔ. Περιγράφτηκε τότε ο εθνικισμός ως ένα «πρόσφατο» φαινόμενο, με τη χρήση μάλιστα παρεμφερών παραδειγμάτων (Ρουάντα, Σομαλία, κ.α) που αναφέρονται σε εθνοτικές συγκρούσεις, σαν ο εθνικισμός να υφίσταται αποκλειστικά και μόνο μέσα από αυτές. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν ισχύει, καθώς ο εθνικισμός παίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία πολλών κρατών, ακόμη κι όταν κράτη τον υιοθετούν μεταγενέστερα για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους σε έναν κόσμο εθνών-κρατών.
Η βασική αρετή του βιβλίου του Ουμούτ Οζκιριμλί, αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής και διευθυντή Τουρκοελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο Bilgi της Κωνσταντινούπολης, είναι διπλή. Πρώτον, αποτελεί μια μοναδική συγκριτική και κριτική επισκόπηση των θεωριών του εθνικισμού (επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του από τη δεκαετία του 1960 και ύστερα και δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση/έκταση στον μοντερνισμό και τον εθνοσυμβολισμό). Και, δεύτερον, παράλληλα με την ανάδειξη των θεωρητικών αναζητήσεων που διαπερνούν το αντικείμενο του εθνικισμού, ο Οζκιριμλί, αποφεύγει την παγίδα μιας γενικευμένης προσέγγισής του, που θα κατέληγε σε ένα αδύναμο (με την έννοια της μείωσης του εύρους των χαρακτηριστικών) αμάλγαμα, και προκρίνει να καταθέσει την πρότασή του για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει η σύγχρονη ανάλυση του φαινομένου. Επιλέγει, ορθά, και αναδεικνύει το γενικό χαρακτηριστικό που συναντάται τόσο στις ιδεολογίες όσο και στα κινήματα. Πρόκειται για τον περί εθνικισμού λόγο. «Ο εθνικισμός είναι ένας θεσμοθετημένος λόγος, ο οποίος διαρκώς διαμορφώνει τις συνειδήσεις μας και τον τρόπο με τον οποίο προσδίνουμε νόημα στον κόσμο που μας περιβάλλει. Καθορίζει τη συλλογική μας ταυτότητα, παράγοντας και αναπαράγοντας τους εαυτούς μας ως εθνικά υποκείμενα», παρατηρεί ο Οζκιριμλί (σελ. 27). Ο ορισμός αυτός είναι εξόχως λειτουργικός, γιατί μπορεί να συνδέσει τις διαφορετικές εκδηλώσεις, του ίδιου όμως φαινομένου, όπως, π.χ. τους βάσκους αυτονομιστές της ETA με τους πολίτες που τραγουδούν τον εθνικό ύμνο της χώρας τους σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου: και οι δύο ομάδες καταφεύγουν στον εθνικιστικό λόγο για να εξηγήσουν/αιτιολογήσουν/νομιμοποιήσουν τις πράξεις τους. Εδώ ίσως έγκειται και η μεγαλύτερη συνεισφορά του Οζκιριμλί.
Ο εθνικιστικός λόγος, που είναι ο λόγος και η ρητορική περί του έθνους, αποτελεί τον πυρήνα του αναλυτικού πλαισίου, που προτείνει στο τέλος του βιβλίου του ο τούρκος καθηγητής, και το οποίο συνιστά σύνθεση των προσεγγίσεων των ρευμάτων (που περιγράφει στα προηγούμενα κεφάλαια). Το πλαίσιο αυτό στηρίζεται σε μία συν πέντε προτάσεις. Δηλαδή γύρω από τον κοινό παρανομαστή όλων αυτών των προσεγγίσεων που συνιστά ο εθνικιστικός λόγος, αρθρώνονται τέσσερις βασικές προτάσεις: δεν υπάρξει «γενική» θεωρία του εθνικισμού, δεν υπάρχει «ένας» εθνικισμός αλλά διαφορετικοί τύποι του, ο εθνικιστικός λόγος είναι αποτελεσματικός μόνο όταν αναπαράγεται σε καθημερινή βάση και τέλος πρέπει να αναγνωρίζονται, σε κάθε μελέτη εθνικής ταυτότητας, «οι διαφορές ως προς την εθνοτικότητα, το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την τάξη ή τον κύκλο ζωής» (σελίδες: 279 – 285).
Είναι φανερό ότι η συνθετική, συγκριτική και κριτική προσέγγιση του Οζκιριμλί συνιστά όχι απλά μια ψηφίδα στην πλούσια πλέον βιβλιογραφία για τον εθνικισμό, αλλά έναν ισχυρό συνδετικό κρίκο για το μέλλον. Γιατί ο εθνικισμός συνιστά μία από τις ισχυρότερες δυνάμεις στον πλανήτη σήμερα, στα γήπεδα του ποδοσφαίρου, στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων, στις πλατείες των κοινωνικών εξεγέρσεων ή στα πεδία των μαχών.