fbpx

ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗΣυνέντευξη της Ρένας Δούρου στην Μαρξιστική Σκέψη, Τόμος 9, Απρίλιος-Ιούνιος 2013

ΘΕΜΑ: “Κυβέρνηση της Αριστεράς”

Τον Ιούνιο του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε οριακά να αναδειχτεί πρώτο κόμμα, σήμερα όμως είναι διάχυτη η εντύπωση ότι θα υπερισχύσει στις επόμενες εκλογές και θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Για τον απλό κόσμο που πλήττεται από την κρίση αυτό αποτελεί μια ελπίδα και ένα βήμα εμπρός. Ποιοι όμως είναι οι όροι ώστε αυτό το βήμα να μη μείνει μετέωρο και να οδηγήσει σε ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές;

Να ξεκαθαρίσουμε καταρχήν ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ η ανάληψη της διακυβέρνησης δεν συνιστά αυτοσκοπό. Εντάσσεται στη συνολική μας άποψη για έναν συνασπισμό εξουσίας, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, στο πλαίσιο ενός όσο το δυνατόν πλατύτερου μετώπου κοινωνικών συμμαχιών. Και τούτο είναι απαραίτητο γιατί το έργο που θα έχουμε μπροστά μας δεν είναι ούτε μικρό ούτε ασήμαντο. Μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θα πρέπει να προχωρήσει άμεσα στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, μια προσπάθεια που προϋποθέτει σειρά ρήξεων και μεταρρυθμίσεων μαζί, σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό και κοινωνικό. Θα χρειαστεί να αναδιατάξουμε τον δημόσιο τομέα, να προχωρήσουμε σε μια νέα διάρθρωση της οικονομίας μας που σήμερα βυθίζεται με γοργούς ρυθμούς, δυσκολεύοντας το έργο μιας μελλοντικής κυβέρνησης που θα έχει εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες. Την ανάπτυξη, την απασχόληση, την έμφαση στην προστασία του περιβάλλοντος, τη μεταρρύθμιση του δημοσίου τομέα που θα κληθεί να παίξει κεντρικό ρόλο στη νέα οικονομική κατάσταση. Και βέβαια όλα τούτα προστατεύοντας και αναβαθμίζοντας τη Δημοκρατία, η οποία, και τούτο δεν είναι απλώς φραστικό κλισέ, σήμερα υπονομεύεται εντός κι εκτός Βουλής – τόσο από τον τρόπο που παρακάμπτει την Εθνική Αντιπροσωπεία η κυβέρνηση όσο και από τη ρατσιστική, βίαιη δράση της Χρυσής Αυγής. Γιατί πλέον στην οικονομική κρίση ήλθε να προστεθεί η κρίση Δημοκρατίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ από την πρώτη στιγμή έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου. Εκτός από την ιεράρχηση της δημοκρατίας ως αυταξίας ας μην ξεχνάμε ότι χωρίς σταθερό δημοκρατικό περιβάλλον δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους ανάπτυξη ή παραγωγική ανασυγκρότηση. Όλα βρίσκονται υπό την υπέρτατη αίρεση του δημοκρατικού πλαισίου. Στόχος μας να εγκαθιδρύσουμε ένα νέο υπόδειγμα, σε αντίθεση με αυτό βάσει του οποίου κυβερνήθηκε η χώρα τα τελευταία σαράντα χρόνια. Έργο δύσκολο αλλά αναγκαίο για να βαδίσει η χώρα μας σε νέες, υγιείς βάσεις.

Ας επιμείνουμε λίγο στο ζήτημα των όρων. Ένα πρώτο θέμα είναι ότι για να σχηματιστεί η κυβέρνηση της Αριστεράς θα χρειαστεί λογικά τη στήριξη και κάποιων άλλων δυνάμεων εκτός του ΣΥΡΙΖΑ. Ποιες μπορεί να είναι αυτές, με δεδομένη την άρνηση του ΚΚΕ;

Το θέμα των συμμαχιών για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν αποτελεί κάτι το δευτερεύον ή το συγκυριακό, ενόψει της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών. Αλλά βρίσκεται, θα μπορούσα να πω, στα γονίδιά του – ο ίδιος άλλωστε δεν αποτελεί ένα σύνολο συνιστωσών, διαφορετικών απόψεων σε επιμέρους θέματα, οι οποίες όμως καταφέρνουν να λειτουργούν αρμονικά ενόψει του κεντρικού διακυβεύματος, δηλαδή την αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας στην κατεύθυνση μίας νέας ριζοσπαστικής και δημοκρατικής μεταπολίτευσης; Υπό αυτούς τους όρους λοιπόν το κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για συμμαχίες δεν αφορά συμφωνίες κορυφής με τις ηγεσίες κάποιων κομματικών μηχανισμών. Αφορά πρωτίστως, στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός όσο το δυνατόν ευρύτερου κοινωνικού μετώπου, στους πολίτες που συμφωνούν με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για έξοδο από τη σημερινή κρίση. Μια πρωτόγνωρη κρίση που φτωχοποιεί ραγδαία μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και που, σε πολιτικό επίπεδο, μπορεί να οδηγήσει στην περιθωριοποίηση επίσης σοβαρά κομμάτια του εκλογικού σώματος, που τείνουν να απορρίψουν συνολικά την πολιτική διαδικασία. Το μήνυμα των συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι λοιπόν ευρύ, δεν αφορά ηγεσίες αλλά πολίτες. Δεν αναζητούμε ετικέτες ή ευκαιριακές συγκολλήσεις ποσοστών αλλά ουσιαστικές συγκλίσεις στην πρόταση να υπερβούμε την κρίση με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και ανάπτυξης. Κι επειδή Αριστερά οφείλει να σημαίνει ταύτιση λόγων και έργων, να θυμίσω ότι μετά από τις εκλογές του περασμένου Μαΐου, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ επιχείρησε να αξιοποιήσει μέχρι τέλους τη διερευνητική εντολή, και δέχθηκε τότε έντονες επικρίσεις από τους σημερινούς κυβερνητικούς εταίρους και τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ… Ένα αντί-παράδειγμα της έννοιας των συμμαχιών είναι η σημερινή τρικομματική κυβέρνηση στη βάση των περιβόητων 18 προγραμματικών σημείων που έχουν καταντήσει, θα μου επιτρέψετε, σύντομο ανέκδοτο, αποκαλυπτικό όμως της αντίληψης των κομμάτων αυτών για το πώς εννοούν τις συνεργασίες: ως οχήματα για την κατάληψη της εξουσίας. Η δική μας οπτική βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα. Γι’ αυτό και επιμένουμε να έχουμε στο πλευρό μας την πλειοψηφία της κοινωνίας. Και φέρνω ξανά το παράδειγμα του τρόπου που χειρίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ τη διερευνητική εντολή, ζητώντας την υποστήριξη συνδικαλιστικών και κοινωνικών φορέων, χλευαζόμενος από τα κόμματα εξουσίας, τη ΔΗΜΑΡ και τα «παπαγαλάκια» τους. Η ενέργειά μας ήθελε να υπογραμμίσει την ανάγκη του ζωτικού δεσμού μεταξύ κυβέρνησης και κοινωνίας. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει σε τομές και σε συγκρούσεις με συμφέροντα χωρίς τη στήριξη της κοινωνίας. Γνωρίζουμε ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε Λαιστρυγόνες: τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου όπως αυτά εκφράζονται εδώ και δεκαετίες μέσω του πολιτικού συστήματος, των τραπεζών και των διαπλεκόμενων ΜΜΕ. Συμφέροντα που είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσον προκειμένου να μην αλλάξει τίποτε. Προκειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ να μην αποτελέσει ποτέ κορμό μιας νέας διακυβέρνησης.

Υπάρχει βέβαια το καίριο ζήτημα των κοινωνικών όρων επιτυχίας μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Ποιοι είναι οι μίνιμουμ αναγκαίοι μετασχηματισμοί ώστε να μην καταλήξει σε απλή κυβερνητική εναλλαγή; Αναφερόμαστε σε όλα τα πεδία, οικονομία, κράτος, νομοθεσία, κοινωνία. Και πάντα με δεδομένο ότι η κοινωνική αποδιάρθρωση επιδεινώνεται δραματικά, επομένως δεν αρκούν κάποιες οριακές αλλαγές…

Πράγματι. Είναι βέβαιο ότι στην περίπτωση που κληθεί να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ως κορμός ενός νέου συνασπισμού εξουσίας, θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια εξαιρετικά δύσκολη, ενδεχομένως χαοτική κατάσταση. Μια κατάσταση της οποίας η υπέρβαση θα απαιτεί ένα συνολικό πρόγραμμα μετασχηματισμών σε όλα τα επίπεδα. Και η προσπάθειά μας αυτή θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη, όσο παραμένει στην εξουσία η σημερινή κυβέρνηση και εφαρμόζει την καταστροφική της πολιτική. Αυτόν τον φαύλο κύκλο λιτότητας – ύφεσης – χρέους που, πέραν όλων των άλλων, υπονομεύει και την όποια μελλοντική ανάταξη της οικονομίας. Στόχος λοιπόν μιας κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ πρέπει να είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η εγκαθίδρυση ενός νέου παραδείγματος, σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Με συναίσθηση των ευθυνών μας, και της σοβαρότητας της κατάστασης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, πρέπει να προχωρήσουμε σε τρία, επάλληλα και όχι σταδιακά επίπεδα. Καταρχήν να βάλουμε τέλος στην καταστροφική κρίση. Δεύτερον να θωρακίσουμε τη Δημοκρατία που σήμερα δέχεται πολλαπλά πλήγματα και από την εξαμβλωματική εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής που αναιρεί καθημερινά το Σύνταγμα αλλά και από τη δράση της Χρυσής Αυγής. Τρίτον να αλλάξουμε το αναπτυξιακό υπόδειγμα. Και όλα τούτα με ορίζοντα μια σοσιαλιστική κοινωνία, το περιεχόμενο της οποίας πρέπει να ψηλαφίσουμε εκ νέου, υπό το φως της ιστορικής εμπειρίας.

Η πολιτική των μνημονίων είναι στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, αφού χωρίς την ανατροπή της δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Αναδιαπραγμάτευση, παύση πληρωμών, μέσα ή έξω από το ευρώ, μονομερείς ή μη ενέργειες, έχουν γίνει καθημερινές έννοιες. Ωστόσο, η συζήτηση διεξάγεται συχνά από μια στατική αφετηρία. Ας επιχειρήσουμε μια διαφορετική τοποθέτηση: πότε, σε ποιες συνθήκες, με ποιους όρους μπορεί να συμβεί το ένα και πότε θα γίνει απαραίτητο το άλλο;

Καίριο ερώτημα που θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπο των ήλων, καθώς βάζει το κρίσιμο θέμα της στάθμισης των διαφορετικών επιλογών. Νομίζω ότι ο μπούσουλας της πολιτικής μας πρέπει να είναι η κοινωνία και οι ανάγκες της. Η όποια οικονομική και νομισματική πολιτική πρέπει να λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση. Και όχι, όπως γινόταν μέχρι τώρα, για την ικανοποίηση των αναγκών του μεγάλου κεφαλαίου. Το τελευταίο και οι εν Ελλάδι εκφραστές του (αυτοί που κερδίζουν δηλαδή από αυτό) επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν την κρίση ως το εργαλείο εκείνο που θα εμπεδώσει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο και μάλιστα με μικρότερο δυνατό πολιτικό κόστος καθώς όλα τα δεινά «φορτώνονται» αορίστως στην κρίση χρέους. Ωστόσο η κρίση χρέους είναι γνωστό από την οικονομική ιστορία ότι χρησιμοποιείται από τους κυρίαρχους ταξικά κύκλους προκειμένου να επιβάλλει και να εκβιάσει πολιτικές προς όφελός τους. Η χώρα μας δεν αποτελεί εξαίρεση. Εξ ου και η σάρωση όλων των εργασιακών δικαιωμάτων και το ξεθεμελίωμα του όποιου κοινωνικού κράτους και η ακύρωση της παροχής δημόσιων αγαθών. Απέναντι σε αυτή την επίθεση, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι ολιστική. Να βάζει τέλος στον εκβιασμό των μνημονίων ως δήθεν μονόδρομων εξόδου από την κρίση. Είμαστε σαφείς: τα μνημόνια πρέπει να καταργηθούν. Η δανειακή σύμβαση είναι ένα νομικό κείμενο που μπορεί να γίνει αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης. Την ίδια στιγμή θα διεκδικήσουμε τη διαγραφή μεγάλου τμήματος του χρέους –ουδείς πιστεύει ότι θα αποπληρωθεί ποτέ–, την εγκαθίδρυση ρήτρας ανάπτυξης (ακριβώς γιατί προτεραιότητά μας είναι η κοινωνία και όχι οι δανειστές) και τούτα στο πλαίσιο μιας γενικότερης, ευρωπαϊκού επίπεδου ρύθμισης, όπως έγινε στην περίπτωση της μεταπολεμικής Γερμανίας, στη διάσκεψη του Λονδίνου, το 1953. Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο δρόμος δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι συνομιλητές μας δεν θα καμφθούν εύκολα. Αλλά θεωρούμε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη σκληρή διαπραγμάτευση μαζί τους – μία διαπραγμάτευση οι όροι της οποίας έχουν γίνει περισσότερο δυσχερείς σήμερα από ό,τι πριν από τρία χρόνια. Ωστόσο διαπραγμάτευση πρέπει να γίνει – κάτι που δεν έκαναν οι διαδοχικές κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και η σημερινή, του κ. Σαμαρά. Και βέβαια, μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να είναι προετοιμασμένη για κάθε ενδεχόμενο. Για κάθε εξέλιξη. Να έχει επεξεργασμένες εναλλακτικές λύσεις. Βιώνουμε σήμερα μια εξαιρετικά ρευστή περίοδο. Και παρατηρούμε ότι, παρά τα όσα λέγονταν προεκλογικά σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, εντός κι εκτός Ελλάδας, οι πολιτικές εκείνες που κλυδωνίζουν επικίνδυνα το ευρώ, προέρχονται από τη Γερμανία και τους ηγετικούς κύκλους της Ευρωζώνης, οι οποίοι θα ευθύνονται για την όποια εξέλιξη. Μια υπεύθυνη αριστερή διακυβέρνηση οφείλει να έχει σενάρια για όλες τις εξελίξεις, με γνώμονα πάντα τις ανάγκες της κοινωνίας. Αυτές πρέπει να θέτουν τον πήχη των δράσεών μας. Και μια τελευταία, αλλά σημαντική παρατήρηση: μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ όποια απόφαση κι αν λάβει πρέπει κι οφείλει να έχει συμμέτοχους και κοινωνούς τους πολίτες. Και τούτο γιατί μια βασική ειδοποιός διαφορά μιας αριστερής διακυβέρνησης σε σχέση με το φαύλο δικομματικό παρελθόν, θα είναι η ενεργοποίηση των πολιτών. Ως διαμορφωτών όλων των πολιτικών. Η λογική της ανάθεσης πρέπει να γίνει παρελθόν.

Σήμερα επίσης γίνεται αρκετή συζήτηση για «Σχέδια Β», παραγωγική ανασυγκρότηση, κ.λπ. Έχει η ως τώρα συζήτηση στην Αριστερά αποσαφηνίσει αυτά τα ζητήματα και ποιες είναι, κατά τη γνώμη σας, οι πιο σημαντικές εκκρεμότητες;

Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Η Αριστερά δεν έχει μεγάλη εμπειρία κυβερνητικών προγραμμάτων. Ίσως όμως αυτό να μην αποτελεί μειονέκτημα, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Το κρίσιμο στη συγκυρία που ανοίγεται μπροστά μας είναι το πρόγραμμα της Αριστεράς να μην συνίσταται σε υποσχέσεις αλλά σε δεσμεύσεις. Συγκεκριμένο ως προς τα υποκείμενα και ως προς τον χρόνο. Ανοικτό, με τρόπο που να μπορεί να εντάξει όλα τα νέα δεδομένα μιας άρδην μεταλλασσόμενης συγκυρίας. Εκείνο που είναι σημαντικό είναι η ύπαρξη ενός συνολικού σχεδίου που θα αποτελέσει τη βάση για τη συγκρότηση πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών με ορίζοντα και προοπτική, στη βάση ενός νέου συνασπισμού συμφερόντων που θα αποτελείται από τις δυνάμεις της εργασίας, της γνώσης, τους μισθωτούς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, τους ανέργους, τους νέους, τους αγρότες, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες – η καταγραφή είναι ενδεικτική. Το κομβικό σημείο εδώ είναι η εσωτερική ισορροπία αυτού του συνασπισμού, ο συσχετισμός τους με τέτοιο τρόπο ώστε το νέο αυτό κοινωνικό μπλοκ να επι- δείξει ανθεκτικότητα στις μελλοντικές εξελίξεις και στις επιθέσεις της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας εντός κι εκτός Ελλάδας. Εντός Ελλάδας θα πρέπει την ίδια στιγμή να απομονωθούν τα συμφέροντα εκείνα που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις και καθήλωσαν τη χώρα στην οικονομική «φούσκα» και εντέλει κατέστρεψαν και συνεχίζουν να εξαθλιώνουν την κοινωνία – οι δυνάμεις της διαπλοκής, του δικομματισμού, οι γκρίζες δυνάμεις της παρανομίας, της διαφθοράς, τα στοιχεία αυτού του μαφιόζικου καπιταλισμού, η πλουτοκρατία με τις off shore και τις καταθέσεις στο εξωτερικό. Πρόκειται ακριβώς για τις δυνάμεις που κατά καιρούς εγκαλούν την Αριστερά για έλλειψη πατριωτισμού και ότι δήθεν διώχνει τις ξένες επενδύσεις ενώ οι ίδιες πολύ πατριωτικά έχουν βγάλει τα χρήματά τους σε φορολογικούς παραδείσους. Με αυτές τις δυνάμεις θα συγκρουστεί η αριστερή διακυβέρνηση με τη στήριξη του νέου κοινωνικού μπλοκ.

Από τις εκλογές του 2012 το ΚΚΕ επιμένει ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα διέφερε ουσιαστικά σε τίποτα από μια κυβέρνηση της ΝΔ και θα ήταν εξίσου επικίνδυνη για τους εργαζόμενους, απορρίπτοντας κάθε κοινή δράση με τις άλλες αριστερές δυνάμεις. Πώς κρίνετε τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ; Υπάρχουν κάποια πραγματικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ελπίδα πως μπορεί να αλλάξει, και αν όχι πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί;

Η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ προκαλεί πραγματικά θλίψη. Σε μια συγκυρία που η Αριστερά καλείται να αντιμετωπίσει μια κρίση που αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα του καπιταλισμού, η γενική γραμματέας του ιστορικού κόμματος αφιερώνει τους μύδρους της κριτικής της, όχι, όπως θα ανέμενε λογικά κανείς, στην τρικομματική κυβέρνηση που ισοπεδώνει τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά στον… ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, τον οποίο εγκαλεί για «οπορτουνισμό», «σοσιαλδημοκρατία»… Δυστυχώς για το αριστερό κίνημα, η ηγεσία του ΚΚΕ αρνείται να καταλάβει την κρισιμότητα της συγκυρίας και εμμένει, με μια ξύλινη γλώσσα, σε μια στατική προσέγγιση της Αριστεράς, της αποστολής της, των θέσεών της, διεκδικώντας απαρέγκλιτα για το ΚΚΕ τον κεντρικό, καθοδηγητικό ρόλο. Πρόκειται για μια προσέγγιση ιστορικά λαθεμένη, ιδεολογικά αποστεωμένη, κοινωνικά ανεύθυνη και πολιτικά επικίνδυνη. Με τη στάση του αυτή το ΚΚΕ αυτοαναιρείται ως δύναμη αλλαγής – γίνεται φορέας της συντήρησης. Βάζει πάνω από τα συμφέροντα της κοινωνίας, εκείνα της καθαρότητας, όπως τη θεωρεί, της γραμμής του. Σκεφθείτε για μία στιγμή πόσο διαφορετική θα ήταν η δυναμική της Αριστεράς, αν, προεκλογικά, το ΚΚΕ είχε αποδεχθεί την πρόσκληση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, και είχε υπάρξει ένα νέο πολιτικό μέτωπο, με τον κάθε χώρο να διατηρεί βεβαίως την οργανωτική του αυτοτέλεια… Τι ορίζοντες θα είχαν ανοίξει… Και όμως. Η ηγεσία του ΚΚΕ επιλέγει έναν απομονωτισμό που ευνοεί το status quo: όλα όσα έχουν φέρει σήμερα τη χώρα στη χρεοκοπία. Τα κόμματα, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, και τις πολιτικές τους. Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ απευθύνει το κάλεσμά του για κοινή δράση για ανατροπή της σημερινής καταστροφικής πολιτικής στους πολίτες, όχι στις ηγεσίες. Αυτές θα κριθούν από την Ιστορία. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ πάντως δεν θα πάψει να απευθύνει το ενωτικό του κάλεσμα για ενότητα της Αριστεράς και να εργάζεται προς την κατεύθυνση αυτή. Γιατί είναι βαθιά πεποίθησή μας ότι για να ανατραπεί ο καπιταλισμός θα πρέπει πρώτα να σταθεί στα πόδια της η κοινωνία.

Ενώ φυσικά δεν συμφωνούμε ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα ήταν το ίδιο με της ΝΔ, θα υπάρξει ο κίνδυνος να κάνει υπερβολικούς συμβιβασμούς και/ή να έχει παρόμοια τύχη με την κυβέρνηση του Αλιέντε. Πολύ περισσότερο όταν είναι βέβαιο ότι θα ασκηθούν αφόρητες πιέσεις από τη μεριά του διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι μας διδάσκει το παρελθόν σχετικά με αυτούς τους κινδύνους;

Σωστά επισημαίνετε το γεγονός ότι σε μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θα ασκηθούν μεγάλες πιέσεις. Για αυτό και ήδη παρατήρησα ότι το πρόγραμμά της θα πρέπει να μπορεί να εντάσσει όλα τα ενδεχόμενα, όλες τις πιθανές εξελίξεις. Ωστόσο δεν έχουμε άλλη λύση από το να προχωρήσουμε, στηριζόμενοι σε ένα ευρύ κοινωνικό μπλοκ που θα είναι και η ασπίδα προστασίας στις όποιες πιέσεις. Ζούμε πια στον 21ο αιώνα και οι πιέσεις δεν είναι ίδιες όπως εκείνες κατά των προοδευτικών κυβερνήσεων του 20ού αιώνα. Σήμερα οι πιέσεις αυτές παίρνουν την μορφή οικονομικού πολέμου. Οι κυρίαρχες τάξεις που θέλουν να εγκαθιδρύσουν τον νεοφιλελευθερισμό, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν το εργαλείο του δημόσιου χρέους προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους, να σαρώσουν δηλαδή εργασιακά δικαιώματα, πολιτικές ελευθερίες, το κράτος πρόνοιας, προκειμένου να δημιουργήσουν εκείνο το περιβάλλον που μεγιστοποιεί τα κέρδη τους σε βάρος της κοινωνίας. Καλό είναι λοιπόν, όχι βέβαια να αγνοούμε τα διδάγματα του παρελθόντος, αλλά να κοιτάζουμε μπροστά. Μία λοιπόν ασφαλιστική δικλείδα είναι το ευρύ κοινωνικό μπλοκ. Μια δεύτερη, οι διεθνείς συμμαχίες. Σε ένα τόσο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον έχουμε ανάγκη συμμαχιών. Με αριστερές δυνάμεις. Αλλά όχι μόνο με αυτές. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ΚΑΙ τις νέες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των χωρών και να επιδιώξουμε νέες συμμαχίες. Για παράδειγμα, πλέον στην Ευρώπη η διαχωριστική γραμμή αφορά τις πλεονασματικές χώρες του Βορρά και τις ελλειμματικές του Νότου. Με τις τελευταίες οφείλουμε να βρισκόμαστε σε συνεννόηση. Αλλά εξελίξεις παρατηρούνται κι εκτός Ελλάδας. Και μάλιστα ραγδαίες, δημιουργώντας νέα δεδομένα που μια αριστερή κυβέρνηση πρέπει και μπορεί να εκμεταλλευθεί. Πρόσφατα λοιπόν, στη σύνοδο κορυφής του Ντέρμπαν, Κίνα και Βραζιλία συμφώνησαν να χρησιμοποιούν τα δικά τους νομίσματα στις διμερείς εμπορικές συναλλαγές τους ενώ οι BRICS (οι αναδυόμενες οικονομίες δηλαδή της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας, της Κίνας και της Νοτίου Αφρικής) έβαλαν τις βάσεις για την ίδρυση κοινής τράπεζας ανάπτυξης που θα χρηματοδοτεί σημαντικά έργα υποδομής και επενδύσεις. Συμφώνησαν επίσης στη δημιουργία συναλλαγματικού αποθετηρίου για την αντιμετώπιση των κρίσεων. Αντιλαμβάνεται κανείς τις προοπτικές που ανοίγονται σε σχέση με τον ανταγωνισμό σε παγκόσμιο επίπεδο με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Όλα αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε έναν συνολικό και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, στο πλαίσιο ενός διεθνούς παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος όπου οι έννοιες του «εχθρού» και του «φίλου» είναι αν όχι έωλες σίγουρα ευμετάβλητες.

Στο ίδιο θέμα της κυβέρνησης της Αριστεράς διατυπώνονται κριτικές και από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, βασικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα σημειώσουμε εδώ μερικές. Μια πρώτη είναι ότι η προοπτική ανόδου στην κυβέρνηση συνοδεύεται από μια διαρκή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς πιο δεξιές θέσεις και θεσμικές προσαρμογές στα πλαίσια του συστήματος. Αυτό θα αποξενώσει τους εργαζόμενους, οδηγώντας σε ένα συνολικό συμβιβασμό με το κατεστημένο.

Στον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θεωρούμε την έκφραση κάθε κριτικής από την Αριστερά, και μάλιστα από έναν χώρο όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως πεδίο γόνιμης ανταλλαγής απόψεων, που υπερβαίνουν τις συγκυριακές προσεγγίσεις και αγγίζουν τον πυρήνα των κρίσιμων ζητημάτων, όπως αυτό της Αριστεράς έναντι της κυβερνητικής εξουσίας. Θεωρώ ότι η μέχρι σήμερα πορεία του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, με τις δυσκολίες και τα προβλήματά της, έχει αποδείξει το πώς αντιλαμβανόμαστε την αντιπαράθεση με τις διαφορετικές απόψεις: με ήθος και σεβασμό της άλλης προσέγγισης. Σε ό,τι λοιπόν αφορά με την ενδεχόμενη μετατόπιση προς τα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ όσο πλησιάζει στην εξουσία, θα παρατηρήσω τα εξής. Πλέον στον 21ο αιώνα είμαστε υποχρεωμένοι να λαμβάνουμε υπόψη μας το γεγονός ότι έχουν καταρρεύσει τα μοντέλα αλλά και οι βεβαιότητες του περασμένου αιώνα. Η διαπίστωση αυτή μας αναγκάζει να αναζητούμε νέα πρότυπα, νέα αριστερά υποδείγματα, που να ανταποκρίνονται στα σύγχρονα προτάγματα, στην ενίσχυση της Δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, μέσα στο πλαίσιο της αναγκαίας επαναθεμελίωσης της Αριστεράς. Επαναθεμελίωσης της ιδεολογικής της ηγεμονίας έναντι του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος από το 2008 βρίσκεται σε κρίση. Θέλουμε να γίνει η Αριστερά, και μάλιστα η ελληνική Αριστερά, η κινητήρια δύναμη ενός πολύμορφου μετώπου, ενός μπλοκ για την εξουσία (βλ. παραπάνω για τη σύνθεσή του). Σύμφωνα με τη γκραμσιανή προσέγγιση αυτή η ηγεμονία πρέπει να στηρίζεται σε όρους ηθικής και διανοητικής υπεροχής, με έμφαση στη σύνδεση της πολιτικής με την ηθική. Θεωρώ ότι αυτή η προσέγγιση, η οποία εναρμονίζεται με τη σημερινή πολυπλοκότητα της κατάστασης και της πολυπαραγοντικής κρίσης που αντιμετωπίζουμε, μας βοηθά στη διαχείριση του θέματος της διακυβέρνησης, που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ευθύγραμμα, ως κατάληψη της εξουσίας. Το ζήτημα είναι ακριβώς η άσκηση της εξουσίας μέσα από μια ανανεωμένη σχέση με την κοινωνία και τους πολίτες, μια σχέση αμφίδρομη, με τους τελευταίους στο επίκεντρο. Το ζητούμενο, με άλλα λόγια, είναι η οικοδόμηση εκείνων των προϋποθέσεων που, βάζοντας τέλος στο σημερινό φαύλο, διεφθαρμένο, πελατειακό σύστημα που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, θα διευκολύνουν μια ανοικτή, δημοκρατική, κοινωνικά δίκαιη άσκηση της εξουσίας. Και δεν λέμε κάτι το καινούργιο: ήδη το άρθρο 2 του Συντάγματος των Κορυσχάδων έγραφε: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν απ’ το λαό και ασκούνται από το λαό». Ακριβώς εκεί θα κριθεί μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.

Μια δεύτερη αντίρρηση είναι ότι όπου επιχειρήθηκε να ανατραπεί κοινοβουλευτικά ο καπιταλισμός ή έστω να εμποδιστεί έτσι ο φασισμός, τα σχετικά εγχειρήματα απέτυχαν. Κλασικά παραδείγματα η Χιλή του Αλιέντε και το Λαϊκό Μέτωπο στην Ισπανία. Υπάρχει, βέβαια, και η πρόσφατη εμπειρία της Βενεζουέλας, όπου ριζοσπαστικές αλλαγές στηρίχτηκαν και κοινοβουλευτικά. Πώς μπορεί να δούμε τη σχέση «κοινοβουλευτικού» και «εξωκοινοβουλευτικού», ή πιο γενικά, τη σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης στην εποχή μας;

Όπως ήδη επισήμανα, το «κλειδί» της επιτυχίας ή της αποτυχίας μιας κυβέρνησης με κέντρο της τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι η συγκρότηση ενός νέου συνασπισμού εξουσίας. Από την αντοχή του, από την ευελιξία του έναντι των επιθέσεων που είναι βέβαιο ότι θα δεχθεί, θα εξαρτηθεί και η αποτελεσματικότητα της νέας αριστερής διακυβέρνησης. Τα διλήμματα τύπου «κοινοβουλευτική ή κινηματική» δράση, θεωρώ ότι αντιμετωπίζουν κάπως στατικά τα διακυβεύματα που έχουν τη δική τους δυναμική, η οποία υπερβαίνει τους στερεότυπους τρόπους σκέψης του 20ού αιώνα. Οι προκάτ προσεγγίσεις οδηγούν σε αδιέξοδα. Ή στο περιθώριο. Όμως η Αριστερά σήμερα στην Ελλάδα βρίσκεται στο προσκήνιο και καλείται να δράσει. Και τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται νομοτελειακά δεδομένο. Ο Έρικ Χόμπσμπαουμ, στον πρόλογό του στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο παρατηρούσε χαρακτηριστικά: «Είναι εξαιρετικά απίθανο μια τέτοια “μετα-καπιταλιστική κοινωνία” να έχει αντιστοιχία με τα παραδοσιακά πρότυπα σοσιαλισμού και ακόμη λιγότερο με τους “υπαρκτούς” σοσιαλισμούς της σοβιετικής εποχής. Το ποιες μορφές ενδέχεται να πάρει και σε ποιο βαθμό θα ενσαρκώσει τις ουμανιστικές αξίες του κομμουνισμού του Μαρξ και του Ένγκελς θα εξαρτηθεί από την πολιτική δράση από την οποία θα προκύψει. Διότι η δράση αυτή, όπως υποστηρίζει το Μανιφέστο, έχει αποφασιστική σημασία για τη διαμόρφωση της ιστορικής αλλαγής». Σήμερα στην Ελλάδα έχουμε λοιπόν τη δυνατότητα αυτής της δράσης που μπορεί να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για ένα νέο μπλοκ εξουσίας στη βάση ενός σχεδίου ακύρωσης, καταρχήν, των καταστροφικών συνεπειών των μνημονίων, και έπειτα, ανόρθωσης της κοινωνίας και της οικονομίας.

Μια τρίτη αντίρρηση αφορά την αναγκαιότητα του εργατικού ελέγχου και της έναρξης μιας και προγραμματικά αποτυπωμένης διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό. Υποστηρίζεται ότι χωρίς αυτό, ακόμη και η πιο ριζοσπαστική εκδοχή της αριστερής διακυβέρνησης, με έξοδο από το ευρώ, κ.λπ., θα οδηγηθεί μοιραία σε αδιέξοδο. Πόσο μάλλον η παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ…

Θα ξεκινήσω παραθέτοντας μια χαρακτηριστική απάντηση του Κορνήλιου Καστοριάδη στην ερώτηση: «Τι θέλετε λοιπόν; Ν’ αλλάξετε την ανθρωπότητα;» «Όχι, κάτι πολύ πιο ταπεινό: θέλω η ανθρωπότητα να αλλάξει, όπως το έχει ήδη κάνει δύο ή τρεις φορές»… Είμαστε λοιπόν ουτοπικοί; Αναζητούμε τον ου – τόπο; Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι σήμερα πλέον έννοιες όπως «σοσιαλισμός», «αντικαπιταλισμός», «μεταρρύθμιση» πρέπει να επανανοηματοδοτηθούν με τους όρους που θέτει ο 21ος αιώνας. Και παράλληλα οφείλουμε να μην έχουμε μια γραμμική προσέγγιση τύπου «μετάβαση στο σοσιαλισμό», σαν αυτός να επρόκειτο περί ενός σαφούς προορισμού. Η βελτίωση των συνθηκών ζωής των πιο αδύναμων, η δίκαιη ανακατανομή του πλούτου, η διασφάλιση της πρόσβασης στα δημόσια αγαθά της παιδείας, της υγείας, η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, κ.ά., πρέπει να αρθρώνονται σε σειρά προγραμματικών αξόνων σχετικά με τη σταθεροποίηση της οικονομίας, τη διεύρυνση των δημόσιων εσόδων μέσα από μια δίκαιη φορολογική πολιτική, στην εγκαθίδρυση νέου μοντέλου ανάπτυξης κοινωνικού χαρακτήρα, με την ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα, την αξιοποίηση του δημόσιου πλούτου με όρους δημοσίου συμφέροντος, κ.ά. Και να παρατηρήσω εδώ δύο πράγματα. Ό,τι και να γράφουμε στις προγραμματικές μας διακηρύξεις, θέσεις, όσο περίτεχνα κι αν είναι διατυπωμένα, λίγη σημασία έχουν αν δεν συνοδεύονται από πράξεις. Από αποτελέσματα. Από αυτά κρίνεται η αξιοπιστία της Αριστεράς. Από τις δεσμεύσεις και τα έργα της. Από το παράδειγμά της.

Είναι σαφές ότι οι δυνατότητες προώθησης ριζικών μετασχηματισμών θα εξαρτηθούν πολύ και από τη διεθνή κατάσταση. Για την ώρα δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή, όμως οι συνθήκες αλλάζουν. Μπορεί να γνωρίσουμε σύντομα μια ορμητική άνοδο των κινημάτων, όπως εκείνη στην εποχή των Λαϊκών Μετώπων το 1935; Τι προοπτικές και κίνδυνοι θα υπάρξουν τότε; Πώς βλέπετε γενικότερα το ρόλο των κινημάτων, με βάση τις εμπειρίες των τελευταίων ετών;

Μπορεί σήμερα να μην βιώνουμε μια περίοδο όπως εκείνη στην οποία αναφέρεστε, δηλαδή των Λαϊκών Μετώπων στα μέσα της δεκαετίας του 1930, τα οποία όμως ακολούθησε, ας μην το ξεχνάμε, ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος. Ωστόσο έχω την αίσθηση ότι βιώνουμε μια κομβική περίοδο ανακατατάξεων, κατά την οποία, μετά από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, τη δεκαετία του 1990, παρατηρούμε την κατάρρευση του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού», του μοντέλου που Βρετανία και ΗΠΑ θέλησαν να παρουσιάσουν ως μονόδρομου, μετά από το δήθεν «Τέλος της Ιστορίας». Ευτυχώς για τους λαούς η Ιστορία συνεχίζεται και μάλιστα με αναπάντεχες εξελίξεις. Θέλω να πω εδώ ότι η κρίση του 2008, με την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς, δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί και ουδείς μπορεί να πει σήμερα με βεβαιότητα ποια θα είναι η κατάληξή της. Από την άλλη, παρατηρούμε, ίσως για πρώτη φορά εδώ και πάρα πολλά χρόνια, τόσο διαφορετικές και τόσο μαζικές αντιστάσεις / αντιδράσεις στις προωθούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι οποίες όλο και περισσότερο ενδύονται τον μανδύα του αυταρχισμού προκειμένου να επιβληθούν. Για παράδειγμα, η χρονιά που πέρασε, το 2012, μπορεί κάλλιστα να καταγραφεί ως μια χρονιά κατά την οποία οι λαοί, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, όσοι πλήττονται από τις πολλαπλές κρίσεις, εξέφρασαν την αντίθεσή τους με αποφασιστικότητα και εναλλακτικούς τρόπους – π.χ. με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τα δε τελευταία χρόνια είδαμε την ανάπτυξη των κινημάτων των πλατειών, που δεν είναι ήσσονος σημασίας, και συνέβαλλαν σημαντικά στον αγώνα κατά του νεοφιλελεύθερου δόγματος, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ (από όπου ξεκίνησε το κίνημα «Καταλάβετε την Γουώλ Στρητ»). Στις 14 Νοεμβρίου 2012 είχαμε επίσης την πρώτη γενική απεργία σε επίπεδο ΕΕ, με πρωτοβουλία των ισπανικών, πορτογαλικών και ελληνικών συνδικάτων, με τη στήριξη της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, στο πλαίσιο μίας πανευρωπαϊκής Ημέρας Δράσης και Αλληλεγγύης για ένα Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Σύμφωνο. Τον Ιούνιο φέτος πραγματοποιείται στη χώρα μας η Alter Summit, η Εναλλακτική Σύνοδος που θα αποτυπώσει τη συμμαχία κοινωνικών και πολιτικών δρώντων από όλη την Ευρώπη. Είμαστε ακόμη στην αρχή, αλλά αυτός είναι ο δρόμος για την ενεργοποίηση των πολιτών. Μακριά από λογικές «ανάθεσης» και διαμεσολάβησης. «Δεν πρόκειται για ζήτημα οργάνωσης ενός ευρύτερου διαλόγου –μεταξύ συνδικάτων, κινημάτων και κομμάτων–, αλλά για την επιδίωξη της συνεργασίας μεταξύ ομάδων ο προσανατολισμός των οποίων, ιδίως όσον αφορά τα ευρωπαϊκά ζητήματα, συγκλίνει αρκετά ώστε να αλλάξει πραγματικά ο συσχετισμός δυνάμεων και να συμβάλλουν στην ανάδυση μίας νέας δυναμικής», παρατηρεί εύστοχα η Ελιζαμπέτ Γκοτιέ, διευθύντρια του Espaces Marx και μέλος της Εθνικής Επιτροπής του ΚΚ Γαλλίας. Αυτή ακριβώς η δυναμική πρέπει να στηριχθεί, να ενισχυθεί και να τροφοδοτεί τους πολιτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο μίας σχέσης αλληλεπίδρασης. Στον τομέα αυτό έχουμε πολλά ακόμη να μάθουμε και να πράξουμε.

Προφανώς, οι οικονομικές εξελίξεις θα βαρύνουν επίσης πολύ στην πορεία των γεγονότων. Πρόσφατα αναλυτές όπως ο Σαμίρ Αμίν, ο Άλεξ Καλίνικος κ.ά. έχουν μιλήσει για επερχόμενη αποσταθεροποίηση στην ευρωζώνη. Τι θα συμβεί σε μια καταστροφική επιδείνωση, όπως π.χ. η κατάρρευση της Ιταλίας και/ή της Ισπανίας; Ποια θα είναι τότε η τύχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Πώς μπορούμε να παρέμβουμε στις εξελίξεις και τους μεγάλους διαφαινόμενους κινδύνους, ενόψει και της απειλητικής ανόδου του φασισμού;

Μετά και τις τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση της Κύπρου, έχει κανείς την αίσθηση ότι έχουμε περάσει, με υπαιτιότητα των πλεονασματικών χωρών, σε φάση αποσάθρωσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, το οποίο, ας μην ξεχνάμε, ξεκίνησε στη βάση της οικονομικής ένωσης για να ακολουθήσει η πολιτική, με τις κοινωνίες να στηρίζουν το εγχείρημα. Σήμερα βλέπουμε να ρηγματώνεται η οικονομική βάση, με τις πολιτικές του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας, που αντιμετωπίζουν το θέμα του δημόσιου χρέους, με την εγκαθίδρυση μίας από τις λεγόμενες «παγίδες» του χρέους, τον φαύλο κύκλο της ύφεσης, της λιτότητας, του μη βιώσιμου χρέους. Η εξέλιξη αυτή συμπαρασύρει το πολιτικό εποικοδόμημα ενώ οδηγεί, και ορθά, τις κοινωνίες στην αμφισβήτηση συνολικά του εγχειρήματος.
Την ίδια στιγμή ωστόσο η όποια επιστροφή σε εθνικό νόμισμα δεν φαντάζει ως εύκολη εναλλακτική: κρύβει σοβαρούς κινδύνους νομισματικών ανταγωνισμών και πολέμων που μπορεί να οδηγήσουν και σε πραγματικές πολεμικές αντιπαραθέσεις. Και τούτο σε μια περίοδο που οι ενεργειακές ορέξεις και απαιτήσεις μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων επικεντρώνονται στα ενεργειακά αποθέματα της νοτιο-ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Μια μικρή πρόγευση πήραμε και από την πρόσφατη, προκλητική σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας τοποθέτηση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Νταβούτογλου.
Και μια τελευταία παρατήρηση σε σχέση με το τελευταίο σκέλος της ερώτησής σας, την άνοδο του φασισμού. Ένα από τα βασικά ενοποιητικά στοιχεία της ευρωπαϊκής ταυτότητας υπήρξε πάντα το αντιφασιστικό στοιχείο – πολλώ δε μάλλον που εκείνοι που ξεκίνησαν και στερέωσαν το ευρωπαϊκό εγχείρημα, είχαν όλοι τους εμπειρίες από τον αντιφασιστικό αγώνα, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι σημερινές ευρωπαϊκές ηγεσίες, που ανήκουν στη νεότερη γενιά, εκείνη που δεν βίωσε τον φασισμό, αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων καθώς προκρίνουν μια στενή οικονομική λογική, η οποία μάλιστα περιορίζεται στο νεοφιλελεύθερο δόγμα. Οι βίαιες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις του οποίου τροφοδοτούν το φίδι του νεοναζισμού.

Share This