Της Ρένας Δούρου, Ελευθεροτυπία, “Όταν πηγαίναμε εμείς σχολείο”, 7 Σεπτεμβρίου 2013
Ο υπουργός παιδείας στο βήμα. Συγχώνευση σχολείων, κινητικότητα εκπαιδευτικών, μεταρρύθμιση • λέξεις που τρία χρόνια τώρα έχουν γίνει η πρωινή προσευχή για χιλιάδες γονείς, εκπαιδευτικούς και μαθητές. Η σκέψη φεύγει, όπως των σχολιαρόπαιδων που παριστάνουν ότι προσέχουν σε στάση προσοχής, αλλά τα ματιά τους τα προδίδουν. Δε φεύγει, τρέχει. Χρόνια πίσω, δεκαετίες πίσω.
Σε μια μέρα Σεπτεμβρίου, σε μια προσευχή κι ένα καλωσόρισμα στην τελευταία τάξη του δημοτικού. Το σκούντημα της Μαρίας από δίπλα με επαναφέρει και δίνει σήμα ότι τελειώσαμε. Τρεχάλα και σπρώξιμο στις σκάλες για το δεύτερο όροφο, στους μεγάλους πια. Στην αίθουσα η καινούργια μας δασκάλα ήδη μετακινεί τα θρανία. Ξαφνιάζεται από το ποδοβολητό. Ανασηκώνει το κεφάλι της και με ένα φαρδύ χαμόγελο στο στρογγυλό πρόσωπό της που μια μελαχρινή φράντζα στολίζει μας καλεί να βοηθήσουμε. Να γίνουν τα θρανία ανά πέντε. Η κυρία Ελισάβετ. Αμηχανία και ζύγιασμα. Τούτη πως θα είναι; Θα μαλώνει; Θα φωνάζει; Τι πασχίζει να βάλει τα θρανία αλλιώτικα; «Άντε μπρος» μου λέει και με ενθαρρύνει με ένα χάδι στο μέτωπο. Οι πεντάδες φτιάχνονται, η Μαρία μου γνέφει να πάω σε εκείνη δίπλα στο παράθυρο, μα δεν κουνιέμαι γιατί η κυρία Ελισάβετ έχει ήδη ακουμπήσει το χέρι της στον ωμό μου και βαστά βιβλίο. Διαβάζει και άξαφνα σιωπή στην τάξη που θα τη ζήλευε πριν από λίγη ώρα ο διευθυντής. «Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό, αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα, αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο, αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.» Ακουμπά το βιβλίο στο θρανίο και καθεμία διαβάζει με τη σειρά. Σαν χτύπησε το κουδούνι για πρώτη φορά στα έξι χρόνια η δυσαρέσκεια αντικατέστησε το συναίσθημα ανακούφισης. «Μπρος» μας λέει «έξω τώρα, στον ήλιο. Μετά έχουμε αριθμητική”. Η Κατερίνα κλαίει κάτω από τη σκάλα, γιατί η Μαρία της έβαλε τρικλοποδιά και το δεξί γόνατο τρέχει αίμα καταγρατζουνισμένο. «Μην κλαις» της λέω και την ανασηκώνω « Πάμε να την βρούμε να σου πει συγγνώμη». «Μα είναι η καλύτερη σου φίλη» μου αντιγυρίζει. «Και τι θες; Να βολευτούμε στο άδικο». Την σπρώχνω μπροστά. Κοιτώ προς τα πίσω. Στην πόρτα της αίθουσας, στην αρχή του διαδρόμου, η κυρία Ελισάβετ παρακολουθεί. Όπως έκανε έναν ολόκληρο χρόνο για να μας μάθει τόσα σπουδαία, φυλακτά πολύτιμα για πολλά χρόνια μετά.
Το χειροκρότημα των κυβερνητικών βουλευτών συνοδεύει τον υπουργό στη θέση του. Ανακάθομαι στο κοινοβουλευτικό έδρανο. Κυρία Ελισάβετ, υπόσχεση: να μη βολευτώ παρά μόνο στο δίκιο.