Της Ρένας Δούρου, Δημοσιεύθηκε στο Left.gr, 29 Νοεμβρίου 2013
«Αν και ακόμη πολύ εύθραυστη, η συμφωνία αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί θετική, στο μέτρο που βγάζει από το τραπέζι των επιλογών των δυτικών χωρών την στρατιωτική εκδοχή και παράλληλα δεν περιορίζεται στις στείρες κυρώσεις»
Η Μέση Ανατολή λειτουργούσε ανέκαθεν ως το πεδίο ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, που επί δεκαετίες βάζουν τη σφραγίδα τους στις πολιτικές εξελίξεις, επιδιώκοντας τον έλεγχο των ενεργειακών πόρων, και μη διστάζοντας συχνά να χρησιμοποιήσουν και το πολεμικό χαρτί σε βάρος των πληθυσμών της περιοχής. Από την ανατροπή του πιστού συμμάχου των ΗΠΑ, του αυταρχικού Σάχη Ρεζά Παχλαβί και την ομηρία των 444 ημερών των αμερικανών διπλωματών στην Τεχεράνη, το 1979, οι σχέσεις των δύο πλευρών είχαν παγώσει.
Το δε αμερικανικό δόγμα των τελευταίων δεκαετιών έναντι του Ιράν, ανεξαρτήτως προέδρου, ήταν αυτό να αντιμετωπίζεται ως rogue state, “απόβλητο κράτος”, στο περιθώριο της διεθνούς σκηνής. Και τούτο προς μεγάλη ικανοποίηση των παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή, δηλαδή του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, που παρά τις μεταξύ τους διαφορές είχαν κι έχουν ένα κοινό σημείο: τον φόβο ενός σιϊτικού Ιράν – περιφερειακής δύναμης. Σήμερα, μετά την πρώτη, προκαταρκτική συμφωνία των 5 δυνάμεων του Σ.Α. του ΟΗΕ συν τη Γερμανία με το Ιράν, για το πυρηνικό πρόγραμμα του τελευταίου, το μεν Ισραήλ εξέφρασε δημόσια τη δυσαρέσκειά του, η δε Σαουδική Αραβία είχε πολύ συγκρατημένη αντίδραση…
Ωστόσο η εξέλιξη αυτή, αν και ακόμη πολύ εύθραυστη, μπορεί να χαρακτηριστεί θετική, στο μέτρο που βγάζει από το τραπέζι των επιλογών των δυτικών χωρών την στρατιωτική εκδοχή και παράλληλα δεν περιορίζεται στις στείρες κυρώσεις. Συνιστά δηλαδή μια συμφωνία, προκαταρκτική μεν, σταθμό δε, που αντιμετωπίζει το Ιράν ως παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή και όχι ως κράτος παρία ή τρομοκράτη, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα. Μια συμφωνία που έγινε δυνατή, ύστερα από την πρόσφατη αποφυγή των βομβαρδισμών κατά της Συρίας, χάρη στην εποικοδομητική στάση της Ρωσίας, που αναδεικνύεται σε αναντικατάστατο εταίρο των ΗΠΑ στην περιοχή – ένα δεδομένο που σηματοδοτεί αλλαγή στρατηγικής για πολλές χώρες, όπως η π.χ. η Τουρκία, η Αίγυπτος και βέβαια το Ισραήλ και η Σ. Αραβία. Μια συμφωνία που αποδεικνύει ότι ο διάλογος και η διπλωματία μπορούν να έχουν τον πρώτο λόγο όταν υφίσταται η ανάλογη πολιτική βούληση. Μια συμφωνία τέλος, που κινείται στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας του ΟΗΕ για απαλλαγή της Μέσης Ανατολής από όπλα μαζικής καταστροφής.
Η διαμόρφωση έτσι ενός νέου τοπίου στη Μέση Ανατολή, με το ρήγμα μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσινγκτον να τείνει να γεφυρωθεί και με δύο από τις χώρες που μέχρι σήμερα ωφελούνταν από την περιθωριοποίηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, δηλαδή το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, να βρίσκονται απομονωμένες, επιτάσσει να δρομολογηθούν εξελίξεις και για στο άλλο μεγάλο, ανοικτό μέτωπο, αυτό της ισραηλινοπαλαιστινιακής διένεξης. Η συνέχιση της πολιτικής των παράνομων εβραϊκών οικισμών από τη κυβέρνηση Νετανιάχου, που έχει τη στήριξη των πιο ακραίων θρησκευτικών στοιχείων, η αδιάλλακτη στάση της έναντι της Παλαιστινιακής Αρχής, ο συνεχιζόμενος παράνομος ισραηλινός αποκλεισμός της Λωρίδας της Γάζας, δεν συνιστούν μόνο πλήγματα στο διεθνές δίκαιο και παραβίαση των αποφάσεων του ΟΗΕ. Αλλά αποτελούν εμπόδια που τεχνηέντως θέτει η ισραηλινή πλευρά προκειμένου να δημιουργήσει τετελεσμένα σε βάρος των Παλαιστινίων, ακυρώνοντας στην πράξη κάθε προοπτική δημιουργίας ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του Ιουνίου του 1967, με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Πολλοί θεωρούσαν αδύνατη την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν. Διαψεύστηκαν. Το ίδιο πρέπει και μπορεί να ισχύσει σε ότι αφορά το ισραηλινοπαλαιστινιακό ζήτημα. Αρκεί να κατανοήσει το Ισραήλ ότι η δημιουργία παλαιστινιακού κράτους δεν απειλεί την ασφάλειά του – αντιθέτως θα αποτελέσει βασικό παράγοντα ενίσχυσής της, καθώς θα εκλείψει ένας σοβαρός λόγος έντασης στις σχέσεις του με τον αραβικό κόσμο. Και σε αυτή την κατεύθυνση ο ρόλος του διεθνούς παράγοντα, των ΗΠΑ, της Ρωσίας, του ΟΗΕ, δεν είναι απλά κρίσιμος. Καθίσταται καθημερινά ολοένα και πιο επιτακτικός. Για την εγκαθίδρυση της ειρήνης και της ασφάλειας στην εκρηκτικότερη περιοχή του πλανήτη.
Μία ακροτελεύτια παρατήρηση:
Από τις σημαντικές αυτές εξελίξεις, απουσιάζει η Ελλάδα, που δεν μπορεί να κρύβεται πίσω από την ούτως ή άλλως απούσα ΕΕ. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η απουσία είναι αναμενόμενη. Η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί με ζητήματα που επιβάλλουν επανακαθορισμό στρατηγικών και προτεραιοτήτων. Δεν της μένει χρόνος. Πρέπει να διαστρεβλώσει τα λεγόμενα της προέδρου της ευρωομάδας GUE/NGL, Γκαμπι Τσίμερ και να συκοφαντήσει και να διαβάλει τον ΣΥΡΙΖΑ εντός κι εκτός Ελλάδας, όταν δεν συμφωνεί στην χειρότερη εκδοχή αντιμετώπισης του εμφυλίου στη Συρία, τους βομβαρδισμούς. Πράγματι. Η ατζέντα της είναι γεμάτη. Και δεν χωρά ήσσονος σημασίας ζητήματα…