Της Ρένας Δούρου, Η Αυγή της Κυριακής, 19 Ιανουαρίου 2014
Μεγάλη σημασία, τόσο για το άμεσο όσο και για το απώτερο μέλλον, παρουσιάζουν οι υπό εξέλιξη διεργασίες σε όλες τις εστίες της Μέσης Ανατολής, «θερμές» και λιγότερο. Οι εξελίξεις είναι πολυεπίπεδες και πολυσήμαντες: αφορούν το μέτωπο του εμφυλίου της Συρίας, το δημοψήφισμα για το Σύνταγμα στην Αίγυπτο, τον εσωτερικό αναβρασμό της Τουρκίας καθώς και την πρόσφατη συμφωνία των 5+1 χωρών με το Ιράν. Όλες τους είναι εξελίξεις που αλληλοεπηρεάζονται σε συνδυασμό με τα παίγνια επιρροής των μεγάλων αλλά και των περιφερειακών δυνάμεων της περιοχής, συνθέτουν ένα νέο σκηνικό στη Μέση Ανατολή. Τι είδους είναι αυτό το σκηνικό; Σύνθετο, εύθραυστο και απρόβλεπτο, άκρως επικίνδυνο για τους λαούς, που συχνά βρίσκονται όμηροι των παιγνίων επιρροής της «υψηλής διπλωματίας», κρατικών και μη (π.χ. Αλ Κάιντα) παραγόντων.
Σε αυτό το σκηνικό καλούνται να δράσουν οι γειτονικές χώρες – μεταξύ τους και η Ελλάδα. Ένα σκηνικό – πρόκληση για μια συντεταγμένη διπλωματία που οφείλει να χαρακτηρίζεται από σχεδιασμό, προτεραιότητες και δυναμισμό. Και -το κυριότερο- που δεν θα διστάζει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες γιατί είναι γνωστό ότι η απραξία συνιστά επιλογή: επιλογή στασιμότητας και, εντέλει, υποχώρησης.
Σήμερα, το πιο σοβαρό γεγονός, με την έννοια ότι είναι αυτό που «αρδεύει» όλα τα υπόλοιπα, είναι η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν με τις πέντε χώρες του Σ.Α. του ΟΗΕ συν τη Γερμανία. Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη, έστω κι αν παραμένει εύθραυστη. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ συστηματικά υποστηρίζαμε τη διπλωματία και τις διαπραγματεύσεις και όχι την ένταση που προκαλούν οι κυρώσεις που έπληξαν την οικονομία και την κοινωνία της χώρας (π.χ. έλλειψη φαρμάκων). Η πρόσφατη συμφωνία της Γενεύης δικαιώνει την προσέγγισή μας για πολιτικές και όχι πολεμικές λύσεις στα διεθνή προβλήματα. Αποφασιστικός παράγοντας αποδείχθηκε όχι η επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. αλλά η πολιτική βούληση.
Οι εξελίξεις αυτές επιβάλλουν άσκηση δραστήριας, εξωστρεφούς πολιτικής της Αθήνας έναντι της Τεχεράνης, ειδικά μάλιστα την περίοδο που η χώρα μας ασκεί την προεδρία της Ε.Ε. Πολλώ δε μάλλον που οι διμερείς σχέσεις των δύο χωρών είναι παραδοσιακά καλές, καθώς η χώρα μας προμηθεύεται από την Τεχεράνη πετρέλαιο με πολύ καλούς όρους. Ωστόσο, οι απαντήσεις των υπουργείων Εξωτερικών και Περιβάλλοντος σε σχετική ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ για τη στρατηγική της χώρας μας έναντι του Ιράν, δεν δημιουργούν αισιοδοξία, καθώς κινούνται στην πεπατημένη, κρυπτόμενες πίσω από την -ανύπαρκτη- εξωτερική πολιτική της Ε.Ε.
Δεν απαντούν συγκεκριμένα στο πώς η εξέλιξη της Γενεύης θα αποβεί υπέρ της ελληνικής κοινωνίας μέσω της αναμενόμενης μείωσης της τιμής του εξαγόμενου ιρανικού πετρελαίου.
Δεν απαντούν στο πώς μπορεί η Αθήνα να επιδιώξει να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ της Τεχεράνης και της Ε.Ε., των Βαλκανίων, του μεσογειακού χώρου. Να θέσει προς προώθηση την πρωτοβουλία του ΟΗΕ για τη Μέση Ανατολή, απαλλαγμένη από όπλα μαζικής καταστροφής – κάτι που θα λειτουργούσε ανασταλτικά στις προθέσεις χωρών όπως η Σαουδική Αραβία να αποκτήσουν πυρηνικό όπλο έναντι του Ιράν. Να επιδιώξει την ανάληψη πρωτοβουλίας για επίλυση του παλαιστινιακού προβλήματος με στήριξη και της Τεχεράνης. Πλην όμως, σήμερα η Αθήνα, υπό το ιδιότυπο αποικιοκρατικό καθεστώς στο οποίο βρίσκεται, δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τέτοιου είδους δράση. Γιατί αν χαρακτηρίζεται από κάτι, αυτό είναι η παθητικότητα και η αδράνεια, που την καθιστούν όμηρο των ξένων συμφερόντων των δανειστών, ακυρώνοντας στην πράξη κάθε προσπάθεια ανεξάρτητης, φιλειρηνικής, πολυεπίπεδης εξωτερικής πολιτικής. Μια «τηλεκατευθυνόμενη» έξωθεν δηλαδή εξωτερική πολιτική, που δεν εξυπηρετεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.