Της Ρένας Δούρου *
«O μόνος τρόπος για να ζήσει και να πεθάνει κανείς σαν άνθρωπος, είναι να ζήσει και να πεθάνει για ένα ιδανικό». Αυτά ήσαν τα λόγια του Δημήτρη Γληνού από το κολαστήριο της Ακροναυπλίας.
Εκεί ακριβώς όπου συνάντησε τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, διωγμένο μικρασιάτη σαν και αυτόν.
Εκτοπισμένο, ως επικίνδυνο κομμουνιστή, σαν και αυτόν.
Δύο ζωές, δύο βίοι παράλληλοι, που δικαιολογούν απόλυτα τα λόγια του μεγάλου διανοούμενου.
Ότι δηλαδή η πίστη σε ένα ιδανικό, αποτελεί το λόγο ζωής, την αιτία για να ζει όποιος θέλει να λέγεται άνθρωπος.
Η μόνη τους διαφορά είναι ο θάνατος.
Το νήμα της ζωής του Σουκατζίδη κόβουν οι ναζί στο εκτελεστικό απόσπασμα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 44. Ο Σουκατζίδης ήταν τότε 35 ετών.
Ο εμβληματικός συγγραφέας του «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» κλείνει τα μάτια του στη διάρκεια της Κατοχής, το 1943, σε ηλικία 61 ετών.
Δύο ζωές, μια κοινή μοίρα. Ένας κοινός αγώνας.
Από τα ματωμένα χώματα της Μικράς Ασίας στα κολαστήρια της μεταξικής δικτατορίας.
Δύο φορές εκτοπισμένοι.
Αλλά πάντα επίμονοι.
Στον αγώνα τον καλό.
Στον αγώνα για το δίκαιο του λαού. Στον αγώνα για ένα καλύτερο, δικαιότερο αύριο.
Χωρίς εκμετάλλευση, με περισσότερη ανθρωπιά. Χωρίς φασισμό και ρατσισμό.
Κοινή πορεία για δύο ξεχωριστούς ανθρώπους.
Και τους δύο τους συναντάει ο αναγνώστης του «Κύκλου των ‘μάταιων’ πράξεων», του φίλου και συντρόφου Σπύρου Τζόκα.
Ένα βιβλίο που είναι μεν αφιερωμένο στη ζωή και την πορεία προς τον θάνατο ενός ήρωα, του Σουκατζίδη, ωστόσο κάλλιστα μπορεί να διαβαστεί και ως σύντομο εγχειρίδιο ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας.
Μίας ιστορίας στην οποία πρωταγωνίστησαν με αυταπάρνηση χιλιάδες αγωνιστές, όπως ο Σουκατζίδης.
Και μιας ιστορίας που τη σημάδεψαν ανεξίτηλα διανοούμενοι όπως ο Γληνός.
Σε αυτούς ο λαός μας χρωστά πολλά.
Χρωστά την αξιοπρέπεια, την ανθρωπιά, το πείσμα να στέκεται όρθιος όταν οι ισχυροί του λένε επιτακτικά να γονατίσει.
Μια εμβληματική μορφή όλων των αγωνιστών
Ο Σουκατζίδης αποτελεί εμβληματική μορφή όλων αυτών των αγωνιστών που δεν δίστασαν να δώσουν τη ζωή τους για ένα ιδανικό. Αυτό της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας.
Ο Σουκατζίδης εκφράζει τους αγωνιστές εκείνους που δεν θέλησαν να τους κλείσουν τα μάτια μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, για να μπορούν να κοιτάξουν κατάματα το θάνατο.
Τους εκτελεστές. Τον ήλιο που ανέτειλε.
«Της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ»…
Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, το βιβλίο του Τζόκα το διατρέχει μια μουσική.
Ένα επίμονο τραγούδι από την αρχή ως το τέλος.
Είτε νανούρισμα είτε μοιρολόγι.
Ή τραγούδι λαϊκό, στον καφενέ. Στην Μικρασία ή στην Ελλάδα.
Τραγούδι νοσταλγικό για τις πατρίδες που χάθηκαν.
Τραγούδι για την Δημοκρατία που βάλλεται και στις δύο όχθες του Αιγαίου.
Εκεί όπου δύσκολα ευδοκιμούν «Ο καφές και η δημοκρατία», όπως εύστοχα παρατηρεί στο ομώνυμο βιβλίο ο Αζίζ Νεσίν.
Ο γάλλος ιστορικός Πιέρ Νορά, μιλά για «χώρους μνήμης» θέλοντας να περιγράψει τη συλλογική μνήμη. Τη μνήμη – αντίδοτο στην α-μνησία του ξεριζωμού.
Και από ξεριζωμούς ήξερε πολύ καλά ο Σουκατζίδης.
Τρίγλια – Αρκαλοχώρι – Ηράκλειο – Ιεράπετρα – Άη Στράτης – Ακροναυπλία – Λάρισα – Χαϊδάρι.
Καισαριανή, Πρωτομαγιά του 44.
Από τη Μικρασία στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ύστερα από την προδοτική παράδοση των ακροναυπλιωτών κρατουμένων, από τους έλληνες δεσμοφύλακές τους στους ναζί ανθρωποφύλακες.
Στους τελικούς τους δήμιους.
Τρίγλια – Αρκαλοχώρι – Ηράκλειο – Ιεράπετρα – Άη Στράτης – Ακροναυπλία – Λάρισα – Χαϊδάρι. Καισαριανή.
Μια πορεία, μια ζωή ενός ανθρώπου που, μαζί με πολλούς άλλους, επέλεξε τις «φαινομενικά μάταιες πράξεις».
Τις πράξεις της αυτοθυσίας για έναν υπέρτατο σκοπό.
Τον σκοπό της αντίστασης στο σκοταδισμό του φασισμού.
Επέλεξε μια φαινομενικά «μάταια θυσία».
Ενώ μπορούσε να επιστρέψει πίσω, στη γραμμή της ζωής, όπως τον διέταξε άλλωστε εκείνο το μαγιάτικο πρωινό του Απρίλη του 44 ο γερμανός διοικητής του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου, Φίσερ. «Όχι εσύ Ναπολέων! Πήγαινε στη θέση σου. Γύρνα πάλι στο πόστο σου».
Μια χαραμάδα ελπίδας για το μυαλό των βολεμένων.
Ένα σωσίβιο ζωής για όσους πιστεύουν σε μια ζωή υποταγής.
Μια απαράδεκτη προσβολή για τους «τρελούς» εκείνους που δεν πιστεύουν στο μικρό, το λίγο, το τετράγωνο.
Τέτοιος «τρελός», δηλαδή άνθρωπος με ιδανικά, ήταν και ο Σουκατζίδης.
Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που «δεν ζήτησαν κάποιο μερτικό που παρέδωσαν και τη ζωή τους στις ιδέες τους».
Ναπολέων Σουκατζίδης.
Ένας αδιαπραγμάτευτος άνθρωπος.
Αλλά και παράλληλα ένας βαθιά χοϊκός, γήινος άνθρωπος.
Που ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, αναπολούσε τον χαλβά που βοηθούσε την μητέρα του να φτιάξει στην Τρίγλια.
Με όπλα το ήθος και την αξιοπρέπεια
Ένας άνθρωπος με βαθιά συναίσθηση της αποστολής του.
Σε μια περίοδο που η επιβίωση ήταν ψωμοτύρι στα χείλη των δήθεν λογικών, εκείνων των μικρών και των λίγων, των απρόσωπων που γέρνουν προς τον δυνατό της Ιστορίας, ο Σουκατζίδης πήγε κόντρα στο ρεύμα.
Και δημιούργησε το δικό ρεύμα.
Με όπλα του το ήθος και την αξιοπρέπεια.
Έδωσε το παράδειγμα απέναντι στην απάθεια και την κτηνωδία. Τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
«Ο ‘ρεαλισμός’ και ο ‘ορθολογισμός’ είναι τα δίδυμα αδελφάκια του φόβου», σημειώνει εύστοχα ο Τζόκας, που με στέρεες γνώσεις, παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι και τον οδηγεί, όχι απλά στα μονοπάτια της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας, αλλά και σε εκείνα του μυαλού ενός αγωνιστή.
Ενός μαχητή για τα αυτονόητα.
Ενός μαχητή μιας ανθρώπινης ζωής. Χωρίς δυνάστες πάνω από το κεφάλι του. Ενός ανθρώπου που έπεσε και ξανασηκώθηκε πολλές φορές.
Είτε ήταν στην προκυμαία της Σμύρνης είτε στον Άη – Στράτη.
«Μην ξεχνάτε τους Έλληνες», έγραφε, ο 20χρονος ρεπόρτερ της καναδέζικης εφημερίδας Τορόντο Σταρ, Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Μην ξεχνάτε τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, θα μπορούσε κάποιος να επαναλάβει.
Και δεν μπορούμε να τον ξεχάσουμε γιατί μέσα σε όλους μας υπάρχει η ίδια σπορά.
Ακριβώς όπως την περιγράφει με μαεστρία, με κοφτή, λιτή, σχεδόν κινηματογραφική γραφή, ο Τζόκας στον «Κύκλο των ‘μάταιων’ πράξεων».
Γιατί ακριβώς τέτοιες πράξεις είναι γενεσιουργές των καλύτερων σελίδων των αγώνων του λαού μας. Όχι χωρίς δυσκολίες. Ή αναποδιές. Ή αντιφάσεις.
Είναι οι πράξεις των ‘άκρων’ που όμως αποτελούν την προϋπόθεση όχι μόνο για να ορθοποδήσει ένας λαός αλλά και να ζήσει με όρους ανθρωπιάς και όχι υποταγής.
Είναι οι πράξεις εκείνες στις οποίες η σιωπηλή πλειοψηφία χρωστάει πολλά. Έστω κι αν καμώνεται ότι τις αγνοεί. Ή ότι τις επικρίνει.
Χάρη όμως στους λίγους των «εμπροσθοφυλακών» που επιλέγουν τις ‘μάταιες’ πράξεις, η ζωή μας αποκτά νόημα και χρώμα.
Κόκκινο κατά προτίμηση.
Το χρώμα του αίματος. Και της ζωής.
Χάρη στους λίγους των «εμπροσθοφυλακών», εκείνων της αντισυμβατικής προσέγγισης, οι «μηχανές της φονικής λογικής» δεν επιβλήθηκαν ούτε και θα επιβληθούν ποτέ.
«Να το ξέρετε όμως καλά, δεν μπορείτε να ελέγξετε και το μυαλό μας. Μπορείτε ακόμη να κόψετε όλες τις γέφυρες. Τίποτε δεν θα πετύχετε. Σαν να κόβετε όλα τα λουλούδια για να εμποδίσετε την άνοιξη να ‘ρθει. Γίνεται;» λέει ο Σουκατζίδης.
Και η απάντηση είναι αυτονόητη:
Ό,τι κι αν κάνουν οι δυνάμεις του σκότους, οι δυνάμεις του φασισμού, οι δυνάμεις του κακού, η άνοιξη έρχεται πάντα.
Χάρη στις ‘μάταιες’ πράξεις.
Εκείνες του Σουκατζίδη και των χιλιάδων ανώνυμων αγωνιστών.
Όλων εκείνων που επιλέγουν το δήθεν ανάποδο από το δήθεν λογικό.
Τους ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας.
* Το κείμενο είναι η ομιλία της Ρένας Δούρου κατά την παρουσίαση του βιβλίου του του Σπύρου Τζόκα, «Ο κύκλος των ‘μάταιων’ πράξεων», στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης στην Ηλιούπολη, την Τετάρτη, 12 Νοεμβρίου.