fbpx

Την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές είναι άγνωστη η έκβαση της έκτακτης συνόδου Κορυφής για το «ελληνικό ζήτημα». Ωστόσο ήδη οι εξελίξεις είναι τέτοιες που μπορεί κανείς να διατυπώσει με ασφάλεια ορισμένες παρατηρήσεις, οι οποίες δεν αφορούν αποκλειστικά την Ελλάδα αλλά ευρύτερα την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον τρόπο διαχείρισης μίας κρίσης στο πλαίσιο μιας εξόχως σύνθετης και πολυσήμαντης γεωπολιτικής συγκυρίας. Γιατί τα υπό εξέλιξη γεγονότα που σχετίζονται με την ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομία, έχουν ευρύτερο αντίκτυπο και επηρεάζουν οντότητες και σύνολα, πολύ μακρύτερα από τη Γηραιά Ήπειρο.
Παρατήρηση πρώτη. Όπως υπογράμμισε σε πρόσφατο άρθρο του στη Μοντ (που συνυπογράφουν οι Πασκάλ Λαμί και Αντόνιο Βιτορίνο), ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν, Ζακ Ντελόρ, το «ελληνικό δράμα δεν είναι και δεν θα είναι μόνο ελληνικό: έχει και θα έχει επιπτώσεις στο σύνολο της Ευρώπης, της οποίας μέρος είναι η Ελλάδα μέσα από την ιστορία και της γεωγραφία της». Πράγματι. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, μεταξύ της Ευρώπης, των Βαλκανίων, της μεσογειακής λεκάνης και της Μέσης Ανατολής – μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής. Βρίσκεται στο σημείο επαφής σημαντικών, γεωστρατηγικών συστημάτων. Εντάσσεται σε ένα πεδίο όπου τα πάγια συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων αναμετρώνται με εκείνα των ανερχόμενων περιφερειακών, με φόντο την επιστροφή στο προσκήνιο ενός τυφλού θρησκευτικού φονταμενταλισμού, υπό τη μορφή του Ισλαμικού Κράτους – μιας σοβαρής απειλής που ορθώνεται απέναντι στα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα και απειλεί τις αρχές και τις αξίες του Ορθού λόγου. Η αποδυνάμωση μίας χώρας στο συγκεκριμένο χώρο, τη συγκεκριμένη συγκυρία, θα αποτελούσε, όχι απλά αστοχία αλλά επιλογή με βαρύτατες στρατηγικές συνέπειες. Συνέπειες αισθητές σε βάθος χρόνου, τόσο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η οποία βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με την ανοικτή πληγή της Ουκρανίας, όσο και ευρύτερα, στο υποσύστημα της νοτιοανατολικής Μεσογείου, εκεί όπου τέμνονται ενεργειακές στρατηγικές που θα καθορίσουν ευρύτερα διακυβεύματα του 21ου αιώνα.
Παρατήρηση δεύτερη. Το «ελληνικό ζήτημα» είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν συρρικνώνεται αποκλειστικά και μόνο στην οικονομική του διάσταση. Η κρίση χρέους και η αντιμετώπισή της, αποτελούν μία πτυχή ενός ευρύτερου θέματος, που έχει να κάνει με την ανάγκη βαθιών και δομικών μεταρρυθμίσεων σε πολλά επίπεδα (θεσμών, πρακτικών, δημόσιας διοίκησης, κ.α.) – μεταρρυθμίσεων που όφειλαν να είχαν γίνει εδώ και πολλές δεκαετίες και οι οποίες όμως δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν σε διάστημα ολίγων μηνών. Αποτελούν έργο μακράς πνοής που απαιτεί, πρώτα και κύρια, την κινητοποίηση όλων των δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας , με τη συνδρομή (τη τεχνογνωσία, τη μεταβίβαση καλών πρακτικών) εκείνων των εταίρων της Ε.Ε. που διαθέτουν γνώση, εμπειρία και ικανότητα να στηρίξουν μια τέτοια ελληνική προσπάθεια.
Παρατήρηση τρίτη. Σε τελευταία ανάλυση, όπως τόνισε ο νομπελίστας, οικονομολόγος καθηγητής Τζόζεφ Στίγκλιτζ, αναφερόμενος στο ελληνικό ζήτημα, «πρόκειται πολύ περισσότερο για θέμα εξουσίας και δημοκρατίας παρά για θέμα χρηματικό και οικονομικό». Η επίλυσή του προβλήματος του ελληνικού χρέους δηλαδή δεν είναι τεχνοκρατική αλλά άπτεται πολιτικής βούλησης – όπως άλλωστε συνέβαινε πάντα στις μεγάλες κρίσεις του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Η λύση που δινόταν από τους ευρωπαίους ηγέτες, ειδικά κατά τις πρώτες δεκαετίες του εγχειρήματος, ήταν πολιτική. Όπως γινόταν με τη «μέθοδο Μονέ», που ενσωματώνει την κρίση στη μέθοδο, επιλέγοντας τα μικρά βήματα προς τον κοινό στόχο.
Με προϋπόθεση βέβαια την αλληλεγγύη στη δράση – μια ζωτική παράμετρος που δεν πρέπει να παραβλέπεται. Ειδικά τούτες τις ώρες που κρίνεται το μέλλον ενός εγχειρήματος που ή θα ανταποκριθεί στους στόχους των ιδρυτών του, τη Δημοκρατία και την Αλληλεγγύη για την ευημερία των λαών της Ευρώπης, ή θα εισέλθει σε τροχιά φθοράς. Γιατί το ελληνικό ζήτημα είναι βαθιά ευρωπαϊκό.

Share This