Οι πολύνεκρες επιθέσεις στις Βρυξέλλες έχουν ήδη τροφοδοτήσει αναλύσεις. Όπως άλλωστε είχε συμβεί και τον περασμένο Νοέμβριο ύστερα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι. Πότε όμως θα φθάσει εκείνη η στιγμή που θα περάσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, από τις αναλύσεις στις πράξεις; Από την εξαγγελία στη εφαρμογή; Αν κρίνει κανείς από τον τρόπο που αντιμετώπισε η σημερινή ηγεσία την κρίση του ευρώ, η ώρα αυτή θα αργήσει ακόμη αρκετά. Και επίσης δεν είναι διόλου βέβαιο το αποτέλεσμά της. Και τούτο γιατί τα δομικά προβλήματα που επηρέασαν – αρνητικά – την αντιμετώπιση της κρίσης του ευρώ, που είχε στο επίκεντρό της κυρίως την Ελλάδα, είναι τα ίδια που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής.
Είναι προβλήματα τέτοιας φύσης που όσο χρονίζουν τόσο περισσότερο συνιστούν απειλή για την ίδια την επιβίωση της ΕΕ. Ο κώδωνας του κινδύνου έχει ήδη κτυπήσει μια πρώτη φορά με την οικονομική και νομισματική κρίση. Τώρα το ίδιο σήμα κινδύνου εκπέμπεται και τώρα με τις νέες επιθέσεις, με τρόπο περισσότερο εντυπωσιακό και παράλληλα δραματικό και επώδυνο, φέρνοντας στο προσκήνιο τις θεσμικές ανεπάρκειες, τη σχεδόν ανύπαρκτη εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας καθώς την έλλειψη αλληλεγγύης σε όλα τα επίπεδα. Μια πολλαπλά λαβωμένη και ελλειμματική ΕΕ δύσκολα θα αντιμετωπίσει τη σοβαρή πρόκληση που αποτελεί ο Ισλαμικός Στρατός, που προωθεί, «με το σπαθί», τον ισλαμιστικό σκοταδισμό και την ολοκληρωτική λογική του, μεγιστοποιώντας τα οφέλη, κυρίως την ανωνυμία και το καταφύγιο, της δικτύωσής του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Σήμερα, και τούτο δυστυχώς γίνεται ξανά εμφανές, επείγει, όχι τόσο η εκπόνηση αλλά η εφαρμογή επιτέλους μιας συνεκτικής και συντονισμένης προσέγγισης, η οποία θα ξεκινάει από την αποτελεσματική συνεργασία σε επίπεδο διωκτικών και δικαστικών αρχών και θα φθάνει σε μια πραγματική κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Συχνά, στις δημόσιες παρεμβάσεις, όταν δεν τίθεται το αρκούντως επικίνδυνο ψευτοδίλημμα «ελευθερία ή ασφάλεια», παραβλέπεται το δεύτερο σκέλος – εκείνο της ασφάλειας. Ωστόσο μια κοινή εξωτερική πολιτική, που να ανταποκρίνεται σε αυτήν την ονομασία, αποτελεί την sine qua non προϋπόθεση για τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών που εγκαθιδρύουν την ασφάλεια.
Τον ερχόμενο Ιούνιο, η Ύπατη Εκπρόσωπος για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, Φεντερίκα Μογκερίνι, θα παρουσιάσει μια, φιλόδοξη, νέα «συνολική στρατηγική της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια». Ωστόσο οι οιωνοί είναι σκοτεινοί. Στον ορίζοντα πλανιέται το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος – ένα ενδεχόμενο Brexit στις 23 Ιουνίου θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις. Αν προσθέσει κανείς σε αυτό, και την αναθεώρηση, τον Ιούλιο, του στρατηγικού δόγματος της Ατλαντικής Συμμαχίας, αντιλαμβάνεται τη ρευστότητα των σχεδιασμών απέναντι σε μια πραγματικότητα που θέτει επιτακτικά τους δικούς της, αυθαίρετους, τυφλούς και βίαιους όρους.
Πλέον, είναι απολύτως σαφές ότι η κλεψύδρα του χρόνου αδειάζει σε βάρος, όχι ενός απρόσωπου θεσμού, της ΕΕ, αλλά σε βάρος των πολιτών.
Απαιτείται εγρήγορση, αποφασιστικότητα και, πάνω από όλα, πολιτική βούληση προκειμένου η ΕΕ, ως ενιαία οντότητα και φωνή, να αναλάβει εκείνες τις πρωτοβουλίες, είτε στο θέμα της Συρίας ή της Ουκρανίας είτε των μεταναστευτικών ροών, που θα διασφαλίσουν κατά πρώτο λόγο την ασφάλεια των πολιτών και, εντέλει, την ύπαρξη της ίδιας της ΕΕ. Και τούτο δεν είναι θέμα τεχνοκρατών ή γραφειοκρατών. Δεν είναι θέμα μερικών λεπτομερειών. Έχει να κάνει με την επιβίωση της ίδιας της ΕΕ – μια επιβίωση που μετρά πλέον αντίστροφα το χρόνο…
Δείτε το άρθρο εδώ