fbpx

“Η στροφή προς μηδενικές εκπομπές άνθρακα μπορεί να είναι σπουδαίος παράγοντας για μια νέα μορφή ανάπτυξης, να είναι το αναπτυξιακό αφήγημα του 21ου αιώνα. Μια ανάπτυξη πιο αυτάρκης, σε ό,τι αφορά στους πόρους, πιο παραγωγική και πιο υγιής και που θα προσφέρει μεγαλύτερη προστασία στην βιοποικιλότητά μας”. Το σχόλιο ανήκει στον γνωστό οικονομολόγο του κλίματος Νίκολας Στερν, πρόσφατα, στην επέτειο των 15 ετών από τη σημαντική έκθεσή του, που το 2006 τάραζε τα νερά σχετικά με την παρουσίαση των σοβαρών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία.

Δεκαέξι χρόνια μετά, έκθεση της γνωστής εταιρείας Μακ Κίνσεϊ, που συμβουλεύει από κυβερνήσεις ώς επιχειρήσεις, θέτει το κρίσιμο ζήτημα του οικονομικού μετασχηματισμού για τη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, επιχειρώντας να υπολογίσει το κόστος και τα οφέλη του. “Ο οικονομικός μετασχηματισμός συνίσταται στο πέρασμα από μια οικονομία που δεν λαμβάνει υπόψη της το κόστος των περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζημιών σε μια οικονομία που τα υπολογίζει” εξήγησε, μιλώντας στον Guardian, ο Τζόναθαν Βέτζελ, ένας από τους συντάκτες της έκθεσης.

Η έκθεση περιγράφει ότι η επίτευξη της ουδετερότητας του άνθρακα έως το 2050 απαιτεί “θεμελιακό μετασχηματισμό της παγκόσμιας οικονομίας”, εκτιμώντας ότι θα πρέπει να επενδυθούν 9.200 δισ. δολάρια ετησίως για δεκαετίες, προκειμένου να περιοριστεί η θερμοκρασία κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου. Αυτό το ποσό συνιστά αύξηση κατά 60% σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα επενδύσεων και αντιστοιχεί στο ήμισυ των παγκοσμίων κερδών των επιχειρήσεων. Η επίτευξη του μηδενικού επιπέδου εκπομπών θέτει σύνθετα προβλήματα, καθώς συνεπάγεται σημαντικές αλλαγές στα ενεργειακά ζητήματα, τη βιομηχανία, την κινητικότητα, τα κτήρια, τη γεωργία, τη χρήση των εδαφών και τα απόβλητα.

Η έκθεση υπογραμμίζει ότι ο οικονομικός αυτός μετασχηματισμός θα αγγίξει όλες τις χώρες και όλους τους τομείς. Οι πιο εξαρτημένες από τα ορυκτά καύσιμα θα είναι εκείνες που θα υποστούν τις περισσότερες αλλαγές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σενάριο της εταιρείας, σύμφωνα με το οποίο το κόστος του ηλεκτρικού μπορεί να αυξηθεί κατά 25% έως το 2040 πριν υποχωρήσει κάτω από τα σημερινά επίπεδα μετά το 2050, λόγω του μικρότερου κόστους εκμετάλλευσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Το ίδιο μπορεί να ισχύσει και με το ατσάλι και το τσιμέντο, με αυξήσεις της τάξης 30% και 45% αντιστοίχως.

Ο Μπομπ Γουόρντ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Γκράντχαμ για την Κλιματική Αλλαγή στο London School of Economics, σε συνέντευξή του στον Guardian, παρατηρεί, σχολιάζοντας την έκθεση, ότι “οι επενδύσεις σε καθαρές υποδομές θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, ανάπτυξη και τεράστιες οικονομίες, κυρίως περιορίζοντας την ανάγκη αγοράς καταστροφικών ορυκτών καυσίμων, και θα επιφέρουν πολύ πιο σημαντικές αποδόσεις, αν λάβουμε υπόψη πόσες ζωές σώζονται που θα είχαν χαθεί εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής”.

Μάλιστα η αδράνεια στοιχίζει ακριβά, καθώς, όπως τονίζει η Έκθεση, όσο καθυστερούν οι αλλαγές τόσο αυξάνεται το κόστος τους. Με την άποψη αυτή συμφωνεί ο Νίκολας Στερν, υπογραμμίζοντας ότι το κόστος της δράσης είναι μικρότερο σε σχέση με το 2006. Ο έμπειρος οικονομολόγος του κλίματος, σε μελέτη του στα τέλη του 2021, αναδεικνύει την ανάγκη παράλληλης αντιμετώπισης της υγειονομικής και της κλιματικής κρίσης, με αλλαγή των οικονομικών αναλύσεων προς τη “δυναμική της αλλαγής, τις απαραίτητες επενδύσεις και καινοτομίες, τη διαχείριση των ρήξεων και τις μεγάλες ευκαιρίες μιας νέας μορφής ανάπτυξης”. Η απάντηση στις δύο κρίσεις, παρατηρεί ο ίδιος, πρέπει να είναι “μια νέα, βιώσιμη, ανθεκτική και συμπεριληπτική προσέγγιση στην ανάπτυξη”.

Η αδράνεια στοιχίζει ακριβά | Αυγή (avgi.gr)

Share This