Ο συνδυασμός της αυξανόμενης χημικής επιβάρυνσης του περιβάλλοντος με την κλιματική κρίση παίρνει πολλές μορφές και λειτουργεί ύπουλα
Σήμα κινδύνου για τη χημική ρύπανση που απειλεί πλέον τη σταθερότητα των παγκόσμιων οικοσυστημάτων, από τα οποία εξαρτάται η ανθρωπότητα, εκπέμπουν επιστήμονες. Η σχετική μελέτη δημοσιεύτηκε στις 18 Ιανουαρίου φέτος στο εξειδικευμένο περιοδικό Environmental Science & Technology. Η μελέτη καταλήγει στο άκρως ανησυχητικό συμπέρασμα ότι η χημική ρύπανση πέρασε το πέμπτο από τα εννιά “πλανητικά όρια”, που “διατηρούν τον πλανήτη μας φιλόξενο στη σύγχρονη ζωή”, σύμφωνα με τη θεωρία των “ορίων” που παρουσίασε το 2007 ο Γιόχαν Ρόκστρεμ, εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου Ανθεκτικότητας της Στοκχόλμης.
«Υπάρχουν αποδείξεις ότι τα πράγματα πηγαίνουν προς την κακή κατεύθυνση σε κάθε φάση της διαδικασίας» τονίζει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ Μπέθανι Κάρνεϊ Άλμροθ, μέρος της ερευνητικής ομάδας που εκπόνησε τη μελέτη. “Για παράδειγμα, πλέον η συνολική μάζα των πλαστικών ξεπερνά τη συνολική μάζα όλων των θηλαστικών. Για εμένα, αυτή είναι μια αρκετά καθαρή ένδειξη ότι έχουμε υπερβεί ένα όριο. Βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση, αλλά υπάρχουν πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για να αντιστρέψουμε την πορεία των πραγμάτων”.
«Η παραγωγή χημικών προϊόντων πεντηκονταπλασιάστηκε από το 1950 και έως το 2050 θα τριπλασιαστε» παρατήρησε, μιλώντας στη Γκάρντιαν, μία από τις ερευνήτριες στο Κέντρο Ανθεκτικότητας της Στοκχόλμης, η Πατρίσια Βιγιαρούμπα – Γκομέζ. “Ο ρυθμός με τον οποίο οι κοινωνίες παράγουν και απελευθερώνουν νέα χημικά προϊόντα στο περιβάλλον δεν επιτρέπει να μείνουμε σε έναν ασφαλή χώρο λειτουργίας για την ανθρωπότητα” πρόσθεσε η ίδια. Πηγή μεγάλης ανησυχίας είναι τα 350.000 συνθετικά χημικά προϊόντα, καθώς και τα πλαστικά. Τα τελευταία μάλιστα εντοπίζονται παντού. Από την κορυφή του όρους Έβερεστ έως τα βάθη των ωκεανών, στο νερό της βρύσης ή το εμφιαλωμένο, στα ανθρακούχα αναψυκτικά και την μπύρα, αλλά και… μέσα στους οργανισμούς μας.
Η επιστημονική ομάδα του Κέντρου Ανθεκτικότητας της Στοκχόλμης επιχειρεί να υπολογίσει τις άπειρες περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χημικής ρύπανσης στην ανθρώπινη υγεία και τα οικοσυστήματα. Οι επιστήμονες αναγνώρισαν μεν ότι τα δεδομένα είναι περιορισμένα σε πολλούς τομείς, είναι όμως βέβαιοι για ένα πράγμα: όσο περισσότερο απελευθερώνουμε νέες ουσίες σε νέα περιβάλλοντα τόσο περισσότερο σπρώχνουμε το σύνολο του γήινου συστήματος προς την κατάρρευση.
Οι διαπιστώσεις αυτές οδηγούν τους επιστήμονες να ταχθούν υπέρ της κυκλικής οικονομίας και μιας ισχυρής νομοθεσίας για την παραγωγή και απελευθέρωση χημικών προϊόντων κατά το πρότυπο του περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που η κλιματική υπερθέρμανση μπορεί να επιδεινώσει τη χημική ρύπανση. Και αυτό γιατί, εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, οι αυξημένες θερμοκρασίες οδηγούν ευκολότερα στην εξαέρωση στην ατμόσφαιρα χημικών προϊόντων, η ξηρασία οδηγεί στη συγκέντρωση των ρυπογόνων στοιχείων στις υδάτινες μάζες, ενώ και τα χημικά προϊόντα που βρίσκονται εγκλωβισμένα στους πάγους απελευθερώνονται λόγω της τήξης των παγετώνων.
Ο συνδυασμός της αυξανόμενης χημικής επιβάρυνσης του περιβάλλοντος με την κλιματική κρίση παίρνει πολλές μορφές και λειτουργεί ύπουλα. Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει ένας βαθύς γνώστης των πραγμάτων. Ο ίδιος που το 2017 είχε εξηγήσει γιατί ήταν λάθος η άποψη των παγκόσμιων ρυθμιστικών αρχών περί δήθεν ασφαλούς χρήσης φυτοφαρμάκων σε βιομηχανική κλίμακα στην ύπαιθρο. Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Σεν Άντριους σερ Ίαν Μπόιντ, πρώην επιστημονικός σύμβουλος της βρετανικής κυβέρνησης, σήμερα προειδοποιεί: “Η αύξηση της χημικής επιβάρυνσης του περιβάλλοντος είναι διάχυτη και ύπουλη. Ακόμη και αν είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι τοξικές επιπτώσεις των χημικών προϊόντων, αυτό δεν σημαίνει ότι ο συνολικός αντίκτυπος είναι ασήμαντος”…