«Μερικές φορές διαπράττονται για το κέρδος -αλλά με καταστροφικές συνέπειες- και πολύ συχνά υπερβαίνουν τα σύνορα. Αυτά τα εγκλήματα πλήττουν τον αέρα που αναπνέουμε, το νερό που πίνουμε και τη γη από την οποία εξαρτιόμαστε. Καταστρέφουν την υγεία μας και την ευημερία μας, όπως και την ασφάλεια της διατροφής μας. Και οι συνέπειές τους κρατούν για γενιές και γενιές». Ο Μπιόν Μπέργκε, αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης, αναφέρθηκε στο περιβαλλοντικό έγκλημα που «πρέπει να σταματήσει και αυτό απαιτεί αποφασιστική πολυμερή δράση». Η ομιλία του απευθυνόταν στα μέλη της Επιτροπής για την Προστασία του Περιβάλλοντος μέσω του Ποινικού Δικαίου, που συνεδρίασε, τη Δευτέρα 3 Απριλίου, για πρώτη φορά στο Στρασβούργο.
«Η σημερινή συνεδρίαση είναι ένα πρώτο βήμα για το Συμβούλιο της Ευρώπης προκειμένου να ηγηθεί στην προστασία του περιβάλλοντος ως ανθρώπινου δικαιώματος, μέσα από την εμπειρία και τη νομολογία του στο θέμα», συνέχισε ο ίδιος μιλώντας ενώπιον αυτής της νέας Επιτροπής που συνέστησε η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου τον περασμένο Νοέμβριο. Ήδη από το 1977, το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει αναγνωρίσει τη «συμβολή του Ποινικού Δικαίου στην προστασία του περιβάλλοντος» και τώρα επεξεργάζεται μια νέα παγκόσμια Σύμβαση με αυτό ακριβώς το αντικείμενο, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη δημιουργίας ενός κοινού πλαισίου, εναρμονισμένου με την υπερεθνική φύση της περιβαλλοντικής πρόκλησης. Μόλις πέρσι τα 46 κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπη συμφώνησαν σε μια σύσταση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία του περιβάλλοντος, καλώντας τις κυβερνήσεις να σεβαστούν τις «γενικές αρχές του διεθνούς Περιβαλλοντικού Δικαίου», όπως την αρχή της πρόληψης, της προφύλαξης, του «ο ρυπαίνων πληρώνει». Και να πάρουν μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων εκείνων που είναι πιο ευάλωτοι στην περιβαλλοντική ζημιά ή κινδυνεύουν περισσότερο από την περιβαλλοντική απειλή. Η σύσταση καλεί τις κυβερνήσεις να «σκεφθούν τη φύση, το περιεχόμενο και τις συνέπειες του δικαιώματος σε ένα καθαρό, υγιές και βιώσιμο περιβάλλον».
Πέρα από την ισχυροποίηση της προστασίας του περιβάλλοντος, ο αναπληρωτής γ.γ. του Συμβουλίου της Ευρώπης έθεσε και μια… οικονομική πτυχή σε σχέση με το περιβαλλοντικό έγκλημα, που συνήθως διαφεύγει της προσοχής. Εκείνο των διαφυγόντων οικονομικών εσόδων. Πρόσφατα, η Interpol και το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για το Περιβάλλον υπολόγισαν ότι το περιβαλλοντικό έγκλημα αυξάνεται με ρυθμούς δύο και τρεις φορές μεγαλύτερους από εκείνους της παγκόσμιας οικονομίας! Το 2016 υπολόγισαν ότι οι ετήσιες συνολικές απώλειες εσόδων από το περιβαλλοντικό έγκλημα, κυμαίνονταν μεταξύ 100 και 250 δισ. δολαρίων και ο αριθμός αυτός αυξάνεται. Τα δε Ηνωμένα Έθνη εκτίμησαν ότι τα έσοδα από τις περιβαλλοντικές παραβάσεις είναι της ίδια τάξης όπως των άλλων οικονομικών εγκλημάτων… «Μιλάμε για τεράστια χρηματικά ποσά. Και περιλαμβάνουν απώλειες για τους Ευρωπαίους φορολογούμενους και τις ευρωπαϊκές Αρχές».
Η υπό επεξεργασία νέα σύμβαση για το περιβαλλοντικό έγκλημα προστίθεται σε έναν δικαιικό καμβά που έχει αρχίσει να σχηματίζεται και με τις προσφυγές πολιτών και οργανώσεων κατά κρατών, τόσο σε εθνικό όσο και στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προσάπτοντας στις κυβερνήσεις κλιματική απραξία. Ενδεικτικό ότι μετά από τις Ελβετία και Γαλλία, που κατηγορούνται για κλιματική αδράνεια έναντι των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, ήλθε η σειρά της Σουηδίας, όπου περιφερειακό δικαστήριο έδωσε το πράσινο φως για αγωγή κατά του κράτους που έχει καταθέσει τον περασμένο Νοέμβριο η οργάνωση Aurora και η Γκρέτα Τούνμπεργκ. Η οργάνωση στηλιτεύει τη στάση του σουηδικού κράτους, υποστηρίζοντας ότι μπορούσε να κάνει περισσότερα για να ανταποκριθεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περιορίζοντας την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου.