Το κόστος που προκαλεί η κλιματική κρίση με τη μορφή των ακραίων καιρικών φαινομένων ανέρχεται σε 16 εκατομμύρια δολάρια την ώρα, τα τελευταία 20 χρόνια, σύμφωνα με νέα έρευνα που πραγματοποίησε το Πανεπιστήμιο Victoria στο Ουέλινγκτον στη Νέα Ζηλανδία και δημοσιεύθηκε στην εξειδικευμένη επιθεώρηση Natural Communications. Πρόκειται για την πρώτη έρευνα που υπολογίζει το συνολικό κόστος της ανθρωπογενούς υπερθέρμανσης του πλανήτη. Αξιοσημείωτο πάντως το γεγονός ότι το συνολικό κόστος στο οποίο κατέληξε η έρευνα είναι σίγουρα υποτιμημένο, καθώς, όπως παραδέχονται οι συντάκτες της έρευνας, τα στοιχεία για τις φτωχότερες χώρες είναι από ελλιπή έως ανύπαρκτα.
Συνολικά, από το 2000 έως το 2019 το κόστος αυτό ανέρχεται, κατά μέσο όρο, περίπου σε 140 δισ. δολάρια ετησίως, με το ποσό να αυξομειώνεται ανά έτος από 60 έως 230 δισ. Ενώ ο αριθμός των ανθρώπων που πλήττονται από τα ακραία καιρικά φαινόμενα εξαιτίας της κλιματικής κρίσης ανήλθε σε 1,2 δισ. μέσα σε είκοσι χρόνια. Αυτά τα ευρήματα, που μπορούν να συμβάλουν στον υπολογισμό της χρηματοδότησης του Ταμείου Απωλειών και Ζημιών του ΟΗΕ, για τη στήριξη των φτωχότερων χωρών που έχουν υποστεί τεράστιες ζημιές από ακραίες καιρικές καταστροφές, παρουσιάζουν σοβαρό ενδιαφέρον.
Έρχονται σε μεγάλη αντίθεση καταρχάς με τα 100 δισ. που έχουν υποσχεθεί οι πλούσιες χώρες στις πιο φτωχές – μια υπόσχεση που ακόμη δεν έχουν τηρήσει, παρά τα επαναλαμβανόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα. Μάλιστα οι ερευνητές σημείωσαν ότι το 90% των χρημάτων αυτών αφορούν μείωση των εκπομπών αερίων. Δεύτερον, οι αριθμοί αυτοί απέχουν πάρα πολύ από τα… 7 τρισ. δολάρια (ποσό – ρεκόρ για το 2022) των επιδοτήσεων που συνεχίζει να λαμβάνει ετησίως η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.
Ειδικότερα, τα 2/3 του κόστους των ζημιών οφείλονται στην απώλεια ζωών και το υπόλοιπο οφείλεται στην καταστροφή περιουσιών. Οι χρονιές με τα υψηλότερα συνολικά κόστη λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων ήσαν, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα, το 2003, που ήταν η χρονιά μεγάλου καύσωνα στην Ευρώπη, το 2008, όταν ο κυκλώνας Νάργκις έπληττε τη Μυανμάρ, και το 2010, όταν μεγάλη ξηρασία έπληττε τη Σομαλία και ισχυρός καύσωνας τη Ρωσία.
Οι ζημιές στις περιουσίες ήσαν υψηλότερες το 2005 και το 2017, όταν τυφώνες έπληξαν τις ΗΠΑ, όπου είναι πολύ υψηλές οι αξίες τους. Μόνο για το 2022 το κόστος ανέρχεται σε 280 δισ. Σύμφωνα πάντως με έναν από τους συντάκτες της έρευνας, τον Ιλάν Νόι, τα 140 δισ. μπορεί να είναι και λίγα, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία για θανάτους, οικονομικές ζημιές, για όλες τις περιπτώσεις σε Αφρική, Ασία κ.α., ενώ δεν ελήφθη υπόψη και το κόστος από τη μείωση των σοδειών, την άνοδο της στάθμης των νερών των θαλασσών. «Δεν έχουμε ιδέα πόσοι άνθρωποι πέθαναν από καύσωνες στην Υποσαχάρεια Αφρική», εξήγησε ο ίδιος, προσθέτοντας ότι στοιχεία για θανάτους εξαιτίας καυσώνων υπάρχουν, για παράδειγμα, μόνο για την Ευρώπη.
Με τη διαπίστωση αυτή συμφώνησε ο Στεφάν Χαλγκέιτ, υψηλόβαθμος σύμβουλος για ζητήματα κλιματικής αλλαγής στην Παγκόσμια Τράπεζα, ο οποίος δεν μετείχε στην ερευνητική ομάδα. Αφού σημείωσε ότι «το μήνυμα – κλειδί είναι ότι η κλιματική αλλαγή αυξάνει τις συνολικές οικονομικές απώλειες λόγω καταστροφών», κάτι που «ήταν αντικείμενο διαφωνιών, καθώς ορισμένοι ισχυρίζονταν ότι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι αμελητέες σε σύγκριση με άλλους παράγοντες, όπως η οικονομική ανάπτυξη και η αστικοποίηση», πρόσθεσε: «ένα από τα διδάγματα από την έρευνα αυτή είναι ότι τα παγκόσμια ερευνητικά κέντρα, που βρίσκονται εγκατεστημένα κυρίως σε πλούσιες χώρες, πρέπει να εργαστούν περισσότερο με αντικείμενο το τι συμβαίνει στις φτωχότερες χώρες».