fbpx

Άρθρο της Ρένας Δούρου στο Παρόν της Κυριακής

Οι διαδοχικές κυβερνήσεις Μητσοτάκη θεωρούν, στην πράξη, το Υπουργείο Εξωτερικών, μη παραγωγικό υπουργείο, κάτι που έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, παρατηρεί σε άρθρό της στο Παρόν της Κυριακής η Ρένα Δούρου, βουλεύτρια Δυτικής Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ και Τομεάρχισσα Εξωτερικών, με αφορμή τη ψήφιση νόμου για την οργάνωση και τη λειτουργία του Υπουργείου Εξωτερικών. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ, στον αντίποδα της κυβερνητικής φιλοσοφίας, στοχεύει σε ένα σύγχρονο Οργανισμό που “να υπηρετεί το ΥΠΕΞ, επενδύοντας στην ελληνική διπλωματία στηρίζοντας εμπράκτως τους ανθρώπους της. Και μάλιστα σε μία εποχή όπου η πολυδιάστατη ενεργητική εξωτερική πολιτική είναι μονόδρομος για την προάσπιση της ειρήνης, του διεθνούς δικαίου, των εθνικών μας συμφερόντων”.

  • Το σημερινό κατακερματισμένο διεθνές περιβάλλον που επιβάλλει έναν σύγχρονο και αποτελεσματικό οργανισμό του ΥΠΕΞ. “Στόχος που με τη σειρά του επιβάλλει επαρκή χρηματοδότηση και στελέχωση. Και τα δύο σήμερα λείπουν από την κυβέρνηση που στηρίζει την εξωτερική της πολιτική στο δόγμα του “δεδομένου συμμάχου” και του “προκεχωρημένου φυλακίου”, σημειώνει.

  • Παρά τις κάποιες αλλαγές της τελευταίας στιγμής που δέχθηκε ο κ. Υπουργός, η πραγματικότητα δεν άλλαξε. Όσο κι αν ο Υπουργός επιχείρησε να εξωραΐσει την κατάσταση, το νομοσχέδιο, νόμος του κράτους πλέον, πάσχει δομικά, επηρεάζοντας, επί τα χείρω, τη λειτουργία του ΥΠΕΞ. Χωρίς τομές, στη βάση μιας υπουργοκεντρικής αντίληψης, όχι μόνο δεν επιλύει τα μεγάλα προβλήματα αλλά τα επιτείνει.
  • Με αίσθηση ευθύνης ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καταψήφισε το νομοσχέδιο του ΥΠΕΞ για σειρά σοβαρών λόγων όπως ότι δεν γίνεται επαρκής αναμόρφωση της Αποζημίωσης Υπηρεσίας Αλλοδαπής (ΑΥΑ) και του Ειδικού Μισθολογίου για τους διπλωματικούς υπαλλήλους, δεν λαμβάνεται μέριμνα για ανελαστικές υποχρεώσεις συμφυείς με τις υπηρεσιακές τους μετακινήσεις στο εξωτερικό και δεν διαμορφώνεται ένα σύγχρονο πλαίσιο αξιολόγησης του προσωπικού που υπηρετεί στο ΥΠΕΞ.
  • Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρίσκεται στον αντίποδα της κυβερνητικής φιλοσοφίας. Μόνο ένας ορθολογικός και λειτουργικός Οργανισμός μπορεί να ανταποκριθεί στους σημερινούς δύσκολους καιρούς, δίνοντας στις διπλωματικές αρχές της πατρίδας μας, τα εργαλεία και τις δυνατότητες για τις απαραίτητες εξωστρεφείς δράσεις.

Το άρθρο της Ρένας Δούρου στο Παρόν της Κυριακής

Για την επένδυση στην ελληνική διπλωματία σε καιρούς δύσκολους

Ψηφίστηκε πριν από λίγες ημέρες το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εξωτερικών που αφορά στην οργάνωση και τη λειτουργία του. Ένα νομοσχέδιο που, σύμφωνα με τον Υπουργό κ. Γεραπετρίτη “έρχεται να θεραπεύσει επιμέρους ζητήματα, τα οποία έχουν προκύψει, τόσο στην καθημερινή λειτουργία του Υπουργείου Εξωτερικών, όσο και στην οργάνωση και στα θέματα που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού του Υπουργείου Εξωτερικών”. Φευ! Παρά τις κάποιες αλλαγές της τελευταίας στιγμής που δέχθηκε ο κ. Υπουργός, η πραγματικότητα δεν άλλαξε.

Όσο κι αν ο Υπουργός επιχείρησε να εξωραΐσει την κατάσταση, το νομοσχέδιο, νόμος του κράτους πλέον, πάσχει δομικά, επηρεάζοντας, επί τα χείρω, τη λειτουργία του ΥΠΕΞ. Χωρίς τομές, στη βάση μιας υπουργοκεντρικής αντίληψης, όχι μόνο δεν επιλύει τα μεγάλα προβλήματα αλλά τα επιτείνει. Ένα νομοσχέδιο σε συνέχεια της ψήφισης του Προϋπολογισμού που, σε ό,τι αφορά το ΥΠΕΞ, εξακολουθεί να παραμένει “ισχνός” όπως είχε άλλωστε παραδεχθεί ο προκάτοχος του κ. Γεραπετρίτη, κ. Δένδιας το 2021.

Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Γιατί οι διαδοχικές κυβερνήσεις Μητσοτάκη θεωρούν, στην πράξη, το Υπουργείο Εξωτερικών, μη παραγωγικό υπουργείο, κάτι που έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Ειδικά σήμερα, περίοδο αβεβαιότητας και αστάθειας, σε ένα κατακερματισμένο διεθνές περιβάλλον που επιβάλλει έναν σύγχρονο και αποτελεσματικό οργανισμό του ΥΠΕΞ. Στόχος που με τη σειρά του επιβάλλει επαρκή χρηματοδότηση και στελέχωση. Και τα δύο σήμερα λείπουν από την κυβέρνηση που στηρίζει την εξωτερική της πολιτική στο δόγμα του “δεδομένου συμμάχου” και του “προκεχωρημένου φυλακίου”. Μια εξωτερική πολιτική που δεν βρίσκεται στο ύψος των περιστάσεων και λειτουργεί σε βάρος των συμφερόντων της χώρας αλλά και της σταθερότητας στην περιοχή. Η μη ανάληψη σοβαρής ειρηνευτικής πρωτοβουλίας ούτε στην Ουκρανία ούτε στη Μέση Ανατολή λέει πολλά. Όπως άλλωστε και η αύξηση πολλών δις για τους εξοπλισμούς, με ταυτόχρονη εγκατάλειψη του ΥΠΕΞ στη θέση του πιο υποχρηματοδοτούμενου υπουργείου – 0.13%, 266 εκατομμύρια ευρώ το 2023 για τις ανάγκες της ελληνικής διπλωματίας…

Με αίσθηση ευθύνης ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καταψήφισε το νομοσχέδιο του ΥΠΕΞ για σειρά σοβαρών λόγων όπως ότι δεν γίνεται επαρκής αναμόρφωση της Αποζημίωσης Υπηρεσίας Αλλοδαπής (ΑΥΑ) και του Ειδικού Μισθολογίου για τους διπλωματικούς υπαλλήλους, δεν λαμβάνεται μέριμνα για ανελαστικές υποχρεώσεις συμφυείς με τις υπηρεσιακές τους μετακινήσεις στο εξωτερικό και δεν διαμορφώνεται ένα σύγχρονο πλαίσιο αξιολόγησης του προσωπικού που υπηρετεί στο ΥΠΕΞ. Παράλληλα, στηλιτεύσαμε το γεγονός της απαράδεκτης διάκρισης που συνιστά η εξαίρεση των μητέρων που εργάζονται σε οργανική θέση στο εξωτερικό, από το δικαίωμα χορήγησης άδειας ανατροφής τέκνου άνευ αποδοχών, καθώς και της άδειας των εννέα μηνών με αποδοχές όπως ορίζει ο Υπαλληλικός Κώδικας. Αναδείξαμε επίσης το αρνητικό γεγονός ότι η κυβέρνηση και σε αυτό το νομοσχέδιο αποφεύγει να επιλύσει καίρια ζητήματα, όπως η αύξηση οργανικών θέσεων στις υποστελεχωμένες Αρχές, η διευκόλυνση του πλαισίου των αποσπάσεων και η επίλυση του ζητήματος των κτιριακών υποδομών που στεγάζουν τις Αρχές μας.

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρίσκεται στον αντίποδα της κυβερνητικής φιλοσοφίας. Μόνο ένας ορθολογικός και λειτουργικός Οργανισμός μπορεί να ανταποκριθεί στους σημερινούς δύσκολους καιρούς, δίνοντας στις διπλωματικές αρχές της πατρίδας μας, τα εργαλεία και τις δυνατότητες για τις απαραίτητες εξωστρεφείς δράσεις. Ένας σύγχρονος Οργανισμός που να υπηρετεί το ΥΠΕΞ, επενδύοντας στην ελληνική διπλωματία στηρίζοντας εμπράκτως τους ανθρώπους της. Και μάλιστα σε μία εποχή όπου η πολυδιάστατη ενεργητική εξωτερική πολιτική είναι μονόδρομος για την προάσπιση της ειρήνης, του διεθνούς δικαίου, των εθνικών μας συμφερόντων.

Share This